Να σου πω μια ιστορία;

Έρωτας ήταν θαρρώ…

Μοιραστείτε το :

Νιώθω.

Τι ρήμα κι αυτό.

Δίνει δυναμική στις λέξεις που συνοδεύει.

Νιώθεις την αγάπη,  τον έρωτα, το πάθος, τη χαρά, τη μελαγχολία, τη λύπη, την αδιαφορία.

Μάντεψε πώς νιώθω, του έγραφε.

Νιώσε με. Πόση δύναμη έχει στην προστακτική του.

«…νιώσε με, σώσε με, κι ό,τι θες σ’ το προσφέρω…» έλεγαν οι στίχοι ενός τραγουδιού.

Η Λήδα, σταμάτησε να γράφει. Το χέρι σηκώθηκε από το πληκτρολόγιο κι έμεινε για λίγο μετέωρο στον αέρα. Το κατέβασε αργά κάτω.

Δεν είχε νόημα να του γράψει τίποτα.

Το ήξερε πολύ καλά πώς νιώθει, του το είχε πει, του το είχε δείξει.

Ποιος ο λόγος για το «ραβασάκι»; Να κάνει τι; Επίκληση στο συναίσθημά του; Να τη λυπηθεί; Ε, και τι τότε; Τι θα κέρδιζε; Δεν ήθελε τη λύπησή του, την αγάπη του ήθελε, τον έρωτα του, τη διαθεσιμότητα του. Να θέλει, ήθελε… Πάτησε το backspace και έσβησε τα πάντα.

“Don’t make her fall in love with you if you don’t love her”, της είχε κολλήσει στον εγκέφαλο και έπαιζε επαναλαμβανόμενα. Ένιωσε παγωνιά. Το σπίτι ήταν ζεστό, το καλοριφέρ από την προηγούμενη νύχτα ανοιχτό.

Το κρύο ξεκινούσε από μέσα της, άρχισε να τουρτουρίζει, ταυτόχρονα πάθαινε δύσπνοια, με δυσκολία έπαιρνε αναπνοή.

Σηκώθηκε πάνω όρθια κι έβαλε πάνω από την μπλούζα της κι ένα φαρδουλό πουλόβερ. Πήγε λίγο πάνω κάτω μες το σπίτι. Σαν θηρίο στο κλουβί, σκέφτηκε. Έτσι είναι τα θηρία; Παραλίγο να σκάσει ένα μικρό γελάκι το χείλι της, αλλά εξαφανίστηκε πριν ολοκληρωθεί η καμπύλη του χαμόγελου.

Φόρεσε το τζιν της και τα μποτάκια της, πήρε το μπουφάν της και βγήκε έξω, να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Άλλωστε το σπίτι δεν τη χωρούσε.

Με το που βγήκε έξω, πήρε μια βαθιά ανάσα. Αμφιταλαντεύθηκε προς τα πού να πάει και τελικά ξεκίνησε να περπατάει στην τύχη. Θα έκανε μια μικρή βόλτα με τα πόδια και θα επέστρεφε.

Μην τον σκέφτεσαι, μην τον σκέφτεσαι, μην τον σκέφτεσαι. Το μυαλό της τη διέταζε κι εκείνη προσπαθούσε να υπακούσει αλλά δεν τα κατάφερνε, ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.

Θέλω λίγο χρόνο, λίγο χρόνο, λίγο χρόνο, απαντούσε νοερά. Ένιωσε το κεφάλι της να παίρνει φωτιά, να κοντεύει να εκραγεί. Σταμάτησε να περπατάει. Έκατσε σε ένα παγκάκι και προσπάθησε να αδειάσει από σκέψεις.

«Σκέψου κάτι που σε χαλαρώνει, σκέψου κάτι όμορφο, μία λέξη, ένα ήχο κάτι που σε κάνει να χαμογελάς και συγκεντρώσου σε αυτό», το μυαλό της της έδωσε άλλη μία εντολή.

«Να σκεφτώ τη θάλασσα και τον ήχο που κάνουν τα κύματα; Πάντα με ηρεμούσε η εικόνα αυτή». Χάθηκε λίγο μέσα σε αυτήν όταν ξαφνικά ένιωσε να γίνεται μούσκεμα. Είχε αρχίσει να βρέχει. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της.

Έκλαιγε ο ουρανός, έκλαιγε κι εκείνη. Τα δάκρυα της μπλέκονταν μαζί με τις σταγόνες της βροχής αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να τα σκουπίσει ή να πάει κάπου να προφυλαχθεί. Έμεινε εκεί ακίνητη και απλώς έκλαιγε. Κόσμος την προσπερνούσε και την κοιτούσε με περιέργεια αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Συνέχισε να κλαίει κι όσο περισσότερο έκλαιγε τόσο πιο ανακουφισμένη ένιωθε.

Κάποια στιγμή τα δάκρυα στέρεψαν. Κι η βροχή σταμάτησε. Πήρε το δρόμο του γυρισμού, προς το σπίτι της. Στο δρόμο συνάντησε ένα παιδικό της φίλο και γείτονα, τον Κοσμά που είχε βγει για ψώνια με το γιο του.

«Κοίτα Λήδα, βγήκε το ουράνιο τόξο! Τι όμορφο που είναι», της είπε γεμάτο ενθουσιασμό το παιδί.

Σήκωσε το κεφάλι της, είδετα χρώματα στον ουρανό και χαμογέλασε. «Πράγματι», του απάντησε.

-Καλέ, εσύ είσαι μούσκεμα, δε σκέφτηκες να πάρεις ομπρέλα; Συνέχισε το αγόρι

-Δε σκέφτηκα… Ανακάτεψε τα μαλλιά του χαϊδεύοντας τα και προχώρησε με γοργό βήμα για να γλιτώσει κάποια ερώτηση του πατέρα του. Μαζί είχαν μεγαλώσει, ήξεραν ο ένας τον άλλον απέξω κι ανακατωτά. Μαζί ζήσανε τα σχολικά τους χρόνια, τους πρώτους έρωτες, τον γάμο του Κοσμά, τη γέννηση του παιδιού του, το διαζύγιο, όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής τους. Το βλέμμα του ήδη την εξέταζε διερευνητικά.

Χώθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της.

Έβγαλε τα βρεγμένα της ρούχα και τα παράτησε μια μουσκεμένη στοίβα στο πάτωμα. Μπήκε στη μπανιέρα και έριξε πάνω της καυτό νερό. Πόσο την ανακούφιζε και πόσο την παρηγορούσε το καυτό νερό. Το άφησε να κυλάει πάνω της πολλή ώρα, δεν ξέρει πόσο. Κάποια στιγμή, έκλεισε τη βρύση και μηχανικά πήρε την πετσέτα και την τύλιξε στο κορμί της.

Άκουσε το κινητό να χτυπάει και κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί για να το πιάσει. Λες να είναι εκείνος; Η ελπίδα της που κόντευε να πεθάνει, αναστήθηκε, ξεσηκώθηκε, την κατέκλυσε. Το σήκωσε με λαχτάρα για να ακούσει στην απέναντι πλευρά μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, να της αραδιάζει διάφορες δελεαστικές προσφορές.

Έκλεισε το τηλέφωνο και έσυρε αργά τα βήματα της ως το κρεβάτι της.

Ένιωσε να βουλιάζει, σκεπάστηκε με τα ζεστά παπλώματα, κουκουλώθηκε μέχρι το κεφάλι και σε εμβρυική στάση, άρχισε να κλαίει μέχρι που την πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε κάποια στιγμή νιώθοντας αδύναμη και αποκαμωμένη. Ο ύπνος δεν την είχε ξεκουράσει.

Πόσο μου λείπει, πότε θα σταματήσει να πονάει η απουσία του. Δε σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Έμεινε εκεί. Μετά από κάποια ώρα έβαλε μουσική στο ραδιόφωνο. Όλα τα τραγούδια της θύμιζαν εκείνον.

Έκλεισε το ραδιόφωνο και πήρε να διαβάσει ένα βιβλίο. Μετά από μισή ώρα, συνειδητοποίησε ότι ήταν στην ίδια σελίδα. Τα γράμματα χοροπηδούσαν, θόλωναν, δεν έβγαζαν νόημα οι λέξεις. Έκλεισε το βιβλίο και το παράτησε πάνω στο κομοδίνο. Ήταν ανώφελο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, να συγκεντρωθεί πουθενά.

Μόνο εκείνον ήθελε. Άρχισε πάλι να κλαίει. Τι στο καλό, δε στερεύουν αυτά τα δάκρυα ποτέ;

Άκουσε το κουδούνι να χτυπάει επίμονα. Σηκώθηκε με κόπο, έβαλε μια ρόμπα πάνω στο γυμνό της κορμί και πήγε προς την πόρτα. Είδε από το ματάκι τον παιδικό της φίλο.

Αναστενάζοντας, της άνοιξε την πόρτα. Ο φίλος της μπήκε μέσα, λέγοντάς της

– Τα χάλια σου έχεις

– Αχ, δεν είμαι σε φάση τώρα να δεχτώ κόσμο

– Μη δεχτείς τότε. Ντύσου και πάμε για φαγητό

– Δεν πεινάω

– Δεν πειράζει, τρώγοντας έρχεται η όρεξη

– Αχ, μη με πιέζεις

– Δεν έχω αρχίσει να σε πιέζω ακόμα.

Απρόθυμα η Λήδα πήγε να ντυθεί, ένιωθε τόση εξάντληση που δεν μπορούσε  να φέρει αντιρρήσεις. Έβαλε τα πρώτα ρούχα που βρήκε μπροστά της και ακολούθησε τον Κοσμά.

Σε όλη τη διαδρομή η Λήδα στη θέση του συνοδηγού παρέμεινε αμίλητη. Με το που έφτασαν στο μικρό ταβερνάκι και κάθισαν σε ένα τραπέζι, ο Κοσμάς άφησε το αυστηρό και δεσποτικό ύφος και τη ρώτησε τρυφερά: Τι συμβαίνει, Ληδάκι μου;

Στη στιγμή ποταμοί δακρύων ξεχείλισαν από τα μάτια της φίλης του.

– Τον θέλω, χωρίσαμε, μου λείπει, ψιθύρισε

– Πώς, πότε, γιατί χωρίσατε; Απόρησε εκείνος

– Του τελείωσε, δε με θέλει πια

– Μα πώς ρε συ Λήδα μου, αφού μόλις την προηγούμενη βδομάδα σου έκανε ερωτική εξομολόγηση. Τι όμορφα λόγια που σου είπε, εμείς οι άντρες δε συνηθίζουμε να λέμε τέτοια για να περνάει η ώρα μας

– Σου λέω, του τελείωσε

– Δεν τελειώνουν αυτά από τη μία μέρα στην άλλη Λήδα μου. Ή έλεγε ψέματα ή απλώς δεν έχει τελειώσει

– «Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ. Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες»

– Για να απαγγέλεις Καβάφη, μάλλον δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα

– Με είπε επικίνδυνη για εκείνον, ότι με φοβάται, δε θέλει να πληγωθεί και τα κατέστρεψε όλα…

– Λήδα μου, μπορεί να λέει αλήθεια. Κάποιος που είναι πολύ ερωτευμένος μπορεί να φοβάται γιατί χάνει τον έλεγχο κι ο άλλος αποκτάει μεγάλη δύναμη πάνω του. Πολλοί κάνουν πίσω γιατί φοβούνται τον πόνο του έρωτα. Κι ο Έρωτας πονάει πολύ…

– Κοσμά μου, αυτός που σίγουρα πονάει αυτή τη στιγμή είμαι εγώ. Και τα πράγματα είναι απλά, εμείς τα κάνουμε δύσκολα. Αν ήθελε θα ήταν μαζί μου, σε κάθε άλλη περίπτωση, από δικαιολογίες ένα σωρό.

Ο φίλος της προτίμησε να μην την πιέσει άλλο, άλλωστε είχε δίκιο. Όταν θες, όσο και να φοβάσαι μένεις. Η επιθυμία είναι πιο δυνατή.

Μείνανε σιωπηλοί, ο καθένας στις σκέψεις τους μέχρι που τους διέκοψε ο σερβιτόρος που ήρθε να ρωτήσει αν είναι όλα καλά κι αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το φαγητό τους που το έβλεπε ανέγγιχτο στο πιάτο τους. Τον ευχαρίστησαν και ζήτησαν το λογαριασμό.

Ο Κοσμάς δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της, τόσα χρόνια την ήξερε, πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. Η Λήδα όμως επέμενε και ήξερε κι ο ίδιος ότι ο πόνος βιώνεται μόνος του. Δεν είναι χαρά να τη μοιράζεσαι και να γιγαντώνει.

Η φίλη του ήξερε ότι είναι διαθέσιμος για εκείνη, όποτε την ήθελε, πάντα ήταν, αρκεί να του το έλεγε και θα βρισκόταν στη στιγμή κοντά της.

Αναρωτιόταν τι να έγινε με αυτόν τον έρωτα, τον τόσο δυνατό, που έμοιαζε με αυτούς που βλέπανε στη μεγάλη οθόνη. Αλλά δεν είχε αρκετές πληροφορίες για να βγάλει κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Άραγε ήταν ένα πυροτέχνημα; Φαινόταν όμως αληθινός.

Τι μαλάκας, σκέφτηκε…Να έχει ένα τέτοιο κορίτσι και να το αφήσει. Αν ήταν ο ίδιος στη θέση του… Αχ, μακάρι να ήταν στη θέση του… Μερικοί δε συνειδητοποιούν πόσο τυχεροί είναι… Αχ, ρε Λήδα, όμορφη, γλυκιά, Λήδα…του είχε βάλει την ταμπέλα “φίλος” και την είχε καρφώσει πανω του για τα καλά, απ’ όταν πήγαιναν σχολείο. Κι εκείνος κρυφά, έκαιγε και έλιωνε για εκείνη.

Δεν μπορούσε να τη βλέπει ράκος. Μάτωνε η καρδιά του.

Μπήκε στον υπολογιστή του και συνδέθηκε στο Facebook. Αποφάσισε να του μιλήσει, να μάθει τι συμβαίνει. Ήξερε το όνομα του, τους είχε συστήσει η Λήδα, τότε, δεν πάει καιρός, που συναντήθηκαν στο περίπτερο της γειτονιάς. Είχαν αναμετρηθεί με το βλέμμα και είχαν ανταλλάξει μια απρόθυμη κάπως χειραψία.

Δε χρειάστηκε να τον ψάξει πολύ, τον βρήκε αμέσως. Του έστειλε μήνυμα. Δεν περίμενε άμεση απάντηση, αλλά μέχρι να ρίξει μια ματιά στην αρχική του σελίδα, του είχε ήδη απαντήσει.

Ήταν ευγενικός μεν, ψυχρός δε. Του είπε ότι δε χρωστάει κάποια εξήγηση σε εκείνον και ότι θα έπρεπε να κοιτάζει τη ζωή του.

Η Λήδα είναι ζωή μου, σκέφτηκε ο Κοσμάς. Προσπάθησε να του χτυπήσει κάποια ευαίσθητη φλέβα αλλά έπεφτε πάνω σε τοίχο. Στο τέλος είχε κάνει μια τρύπα στο νερό και ίσως να είχε εκθέσει και τη Λήδα.

Σηκώθηκε, πήρε τα κλειδιά του και ξεκίνησε για το σπίτι της, έπρεπε να της μιλήσει. Εκείνη τον είδε από το ματάκι της πόρτας και του άνοιξε. Η όψη της ήταν το ίδιο χάλια με πριν, τα μάτια της με μαύρους κύκλους, χωμένα μες τις κόγχες του. Ενστικτωδώς, την έκλεισε στην αγκαλιά του, χάθηκε αυτή εκεί μέσα, εκείνος έσκυψε το κεφάλι του και μύρισε τα μαλλιά της. Έκλεισε τα μάτια του και απόλαυσε τη στιγμή.

-Κοσμά, σου είπα ότι θέλω να μείνω μόνη μου, ακούστηκε μια βραχνή ψιθυριστή φωνή που μετά βίας έβγαινε

-Λήδα μου, κανείς δεν αξίζει να μας κάνει έτσι

-Το αξίζει, είναι πολύ ξεχωριστός

-Αυτός που αξίζει, μας κάνει να λάμπουμε από χαρά, όχι να μαυρίζουμε από λύπη

-Μπορεί να μην το άξιζα εγώ

-Εσύ; Εσύ αξίζεις τον κόσμο όλο. Τα αστέρια όλα του ουρανού στα πόδια σου

Σήκωσε εκείνη το κεφάλι της κι ο Κοσμάς έτσι όπως είδε τα μάτια της βουρκωμένα και το κάτω χειλάκι της να τρέμει δεν κρατήθηκε και χωρίς να συνειδητοποιήσει καλά καλά τι κάνει, σκύβει και ακουμπάει εκεί ένα φιλί.

Αμέσως η Λήδα αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του κι έκανε δύο βήματα πίσω.

– Σε παρακαλώ, πήγαινε σπίτι σου, στο παιδί σου, του είπε κοιτάζοντας τον σταθερά στα μάτια.

– Λήδα…

– Τώρα, σε παρακαλώ, του είπε ανοίγοντας του την πόρτα

Εκείνος κοντοστάθηκε για μια στιγμή και μετά έφυγε με αργό βηματισμό.

Η Λήδα ακούμπησε την πλάτη της πάνω στην κλειστή πόρτα για μερικά λεπτά. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Είχε πάρει ένα παυσίπονο πριν αλλά δεν την είχε πιάσει, παρόλο που ο οργανισμός της ήταν παρθένος, δεν έπαιρνε σχεδόν ποτέ χάπια.

Ένιωσε πάλι τον πανικό να έρχεται, να ζαλίζεται, να μην μπορεί να αναπνεύσει, την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα. Πήγε ως το ντουλάπι της κουζίνας που είχε τα φάρμακα μέσα και πήρε ένα χάπι που είχε ξεμείνει από ένα παλιό χειρουργείο που είχε κάνει. Της το είχαν δώσει για ισχυρό παυσίπονο. Δεν το είχε πάρει, είχε μεγάλη αντοχή στον σωματικό πόνο. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα το έπαιρνε για θέμα συναισθηματικής φύσεως.

Λογικά αυτό θα την έπιανε, θα τη μούδιαζε και θα την ηρεμούσε, θα τη βοηθούσε και να κοιμηθεί. Δεν της έφτανε ο πόνος της, τι ήταν αυτό που έκανε τώρα ο Κοσμάς… Όλος της ο κόσμος αναποδογύρισε μέσα σε λίγες μέρες. Μήπως να πάρει δύο; όχι ένα, έχει πάρει και το άλλο που δεν την έπιασε. Ναι, αλλά θέλω να με πιάσει, να πάρω και τα δύο, πειράζει πολύ; Τα κατάπιε με μια αποφασιστική κίνηση με λίγο νερό και κίνησε προς την κρεβατοκάμαρα.

Ήθελε απλώς να επιστρέψει στο κρεβάτι της, να χωθεί κάτω από τα παπλώματα και να κοιμηθεί, να μη δει κανένα, να μη μιλήσει με κανέναν, να μην ακούσει κανέναν. Λες να της έστειλε κανένα μήνυμα; Ας ρίξει μια ματιά…

Πού είναι το κινητό της; Όχι ρε συ, πού είναι, μη μου πεις… με νευρικές κινήσεις αναποδογύρισε την τσάντα της, έψαξε όλο το περιεχόμενο που χύθηκε στο πάτωμα, πουθενά το κινητό.

Πρέπει να το ξέχασε στο ταβερνάκι όταν το έβγαλε από την τσάντα να τσεκάρει μήπως της ήρθε μήνυμα. Ω ρε γαμωτο…λες να μου έχει στείλει κι εγώ να μην το ξέρω; Πρέπει να πάω να το πάρω, λες να μου το έκλεψαν; Ένιωσε τον πανικό να την κατακλύζει, έβαλε τα παπούτσια στο λεπτό, δεν έδεσε καν τα κορδόνια και βγήκε έξω τρέχοντας χωρίς μπουφάν.

Τη στιγμή που διέσχιζε τη λεωφόρο, ένιωσε μια ζαλάδα, τα χάπια θα είναι, σκέφτηκε αφηρημένα και χωρίς να σταματήσει στο φανάρι συνίχισε το δρόμο της. Άκουσε την κόρνα ενός αυτοκινήτου αλλά τα αντανακλαστικά της δε δούλεψαν και το τελευταίο που θυμάται ήταν ο ήχος από λάστιχα που φρέναραν απότομα, μια στριγκλιά και μετά όλα σκοτάδι.

Όταν άνοιξε τα μάτια της ένιωθε χαμένη, ζαλισμένη και μουδιασμένη. Προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκεται. Γύρισε το βλέμμα της δεξιά, με μισόκλειστα μάτια δεν καλοέβλεπε αλλά δεν της θύμιζε κάτι το μέρος με τους γυμνούς λευκούς τοίχους. Πού είμαι; Σε νοσοκομείο;

Κάποιος της έσφιξε το χέρι και ένιωσε πιο πολύ, παρά άκουσε, μια φωνή να της μιλάει από μακριά. Γύρισε με προσπάθεια το βλέμμα της αριστερά κι είδε τον Κοσμά να της χαμογελάει. «Όλα θα πάνε καλά Ληδάκι, θα γίνεις καλά, κοιμήσου να ξεκουραστείς».

Ξανάκλεισε τα μάτια της ήρεμη. Αφού της είπε ο Κοσμάς ότι όλα καλά θα πάνε, τότε έτσι θα είναι, του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.

Στο σαλόνι, το κινητό της ριγμένο ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ, χτύπησε στον ήχο του αγαπημένου της τραγουδιού και μετά σιωπηλό έμεινε να αναβοσβήνει στην ειδοποίηση της αναπάντητης κλήσης.

 

About Author

Μοιραστείτε το :