Ήταν η Χάιντι, φίλη της Κάντυ Κάντυ;
Το κινητό χτυπούσε με τον χαρακτηριστικό ήχο της εισερχόμενης βιντεοκλήσης. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένη και άπλωσε το χέρι της στο κομοδίνο. Στην οθόνη είδε ένα χείμαρρο ξανθών μαλλιών.
«Κάντυ, λονγκ τάιμ, νο σι» είπε, σηκώνοντάς το χαρωπά.
«Πού σε πετυχαίνω μικρή χωριατοπούλα; Ακόμα στα βουνά είσαι;»
«Γιατί; σνομπάρεις; Όταν έτρεχες στους λόφους της κυρίας Πόνυ, ήταν καλά;»
«Πάει η Πόνυ. Ο παππούς σου;»
«Ο παππούκας μου της κάνει παρέα. Εδώ φτάσαμε εμείς τα 40. Εσύ πού βρίσκεσαι; Πούρο καπνίζεις;» τη ρώτησε.
«Είμαι στην Αβάνα!», ήρθε η απάντηση αμέσως.
«Πώς βρέθηκες εκεί; Έμπλεξες; θες βοήθεια;», τη ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον
«Αποκλείεται να μου ‘λειψες και να πήρα απλώς να δω τι κάνεις;», τη ρώτησε γελώντας βραχνά.
«Πάντα κάτι θέλεις, Κάντυ μου», της απάντησε απαλά.
Εκείνη γέλασε.
«Σκεφτόμουν μήπως ερχόσουν!»
«Στην Κούβα;»
«Έχει κι αλλού Αβάνα;»
Η ειρωνεία ήταν η δεύτερη φύση της. Δε θα την ξεσυνεριζόταν. Θυμόταν που όταν ήταν μικρή, είχε τρέξει στον παππού της και του είχε παραπονεθεί: «Δεν είμαι τόσο καλή στις αντιμιλιές, παππού».
«Αντιμιλιές», χαμογέλασε με την παιδική έκφραση. «Κανένας δε συμπαθεί τους εξυπνάκιδες» είχε απαντήσει ο παππούς.
«Δε νομίζω», της απάντησε τελικά κυριολεκτικά.
«Ξεκόλλα από τον Πίτερ, ρε. Επιτέλους! Πάρ΄ το απόφαση. Παντρεύτηκε την πλούσια, έπιασε την καλή. Ούτε στα όνειρά του! Από βοσκός έγινε επιχειρηματίας. Μπόλικες κατσίκες, το κατσικίσιο γάλα είναι περιζήτητο, παίζουν και αλλεργίες με το αγελαδινό, έκανε την τύχη του», της είπε η Κάντυ, κάνοντάς την να αναπηδήσει.
Την έπιασε εξαπίνης. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, τυλίχθηκε με το σεντόνι και βγήκε στο μπαλκόνι! Γέμισε τα πνευμόνια της με τον κρύο καθαρό αέρα. Χαζεύοντας τα βουνά των Άλπεων, σκέφτηκε ότι δε θα τη βαριόταν ποτέ αυτή τη θέα. Στις μεγαλουπόλεις ένιωθε ασφυξία. Ο αέρας ήταν βαρύς, τα αυτοκίνητα, το καυσαέριο, ο ρυθμός της ζωής που όλοι τρέχανε σαν τρελοί να προλάβουν. Δεν ήταν για εκείνη αυτή η ζωή. Ποτέ δεν ήταν, ούτε σαν μικρή, ούτε όταν μεγάλωσε.
Το όνειρό της ήταν να μείνει για πάντα εδώ, στο σπίτι του παππού. Δέκα μήνες χρειάστηκαν για να ανακαινιστεί η παλιά ξύλινη καλύβα που ανήκε στους παππού της και την είχε κληρονομήσει εκείνη. Το αποτέλεσμα ήταν άκρως εντυπωσιακό. Δεν του έλειπε τίποτα. Δεν της έλειπε τίποτα. Μόνο τρία, μπορεί και τέσσερα παιδιά, τα δικά της παιδιά, να τρέχουν φωνάζοντας χαρούμενα
«Είσαι ακόμα στη γραμμή;» την επανάφερε στην πραγματικότητα η Κάντυ.
«Δεν είμαι κολλημένη μαζί του, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα» της απάντησε, όχι και πολύ πειστικά.
«Σε πούλησε για να κάνει τη ζωάρα με τα λεφτά της χαζιοβιόλας. Κι αυτό σίγουρα θα έτσουξε. Γι αυτό σκεφτόμουν μήπως ερχόσουν εδώ. Σάλσα, τσάτσα, ρούμπα, έλα ρε. Τι κάνεις εκεί με τους κρυόκωλους; Στην πυρά ρε συ, στην πυρά με τις ξενέρωτες. Έλα να δεις κwλαράkια να κουνιούνται στο ρυθμό, να ξεχάσεις τον γιδοβοσκό! Κάνει και ομοιοκαταληξία!
«Γι αυτό πήγες στην άλλη άκρη του κόσμου; Επειδή η Σουζάνα παντρεύτηκε τον Τέρρυ;» τη ρώτησε η Χάιντι, μετανιώνοντας την ώρα που το έλεγε. Αλλά τώρα ήταν ήδη αργά.
«Ό, τι να ναι. Αν τον ήθελα τον Τέρρυ, θα τον είχα. Όποιον θέλω έχω, όχι σαν και σένα κολλημένη εκεί με τον γιδοβοσκό. Πόσα χρόνια θα τον κυνηγάς;», πέρασε στην επίθεση η Κάντυ.
Τι κορίτσι κι αυτό. Πάντα στην επίθεση για καλύτερη άμυνα. Πώς βρέθηκαν κάποτε να κάνουν παρέα…Δεν είχαν κανένα κοινό. Ή μήπως είχαν τελικά;
«Σκεφτόμουν τους παράλληλους βίους μας», της είπε προσπερνώντας την ερώτηση που της είχε κάνει. Κοινή αφετηρία. Χάσαμε τους γονείς μας μικρές, χάσαμε κι αυτούς που αγαπήσαμε. Τους κέρδισαν δυο τύπισσες, λιγότερο ανεξάρτητες, πιο ευάλωτες. Εμείς παραήμασταν ζωηρές γι αυτούς. Δεν ήμασταν κορίτσια για σπίτι» είπε με κάποια πικρία.
«Καμία σχέση, Χάιντι. Εσύ είχες τον παππού σου και τη θεία σου. Εγώ δεν είχα κα -νε- να.
Εσένα σε στείλανε να κάνεις παρέα στην Κλάρα που σε είχε σαν αδερφή της, άλλο που την άφησες γιατί ήθελες να γυρίσεις πίσω στον παππού σου και τον Πίτερ…. Εμένα με στείλανε στην Ελίζα και τον Νηλ. Καμία σχέση. Ενιγουέι, παλιά ξινά σταφύλια.», της απάντησε ενοχλημένη. Ενοχλημένη που ακόμα την επηρέαζε το παρελθόν της.
«Δεν άφησες κανέναν να σε πλησιάσει. Όλους μας έδιωχνες. Θα μπορούσες να είσαι με τον Τέρρυ και να χεις κάνει τη δική σου οικογένεια» της είπε μαλακά.
«Και συ θα μπορούσες να χεις κάνει οικογένεια που πήγες και μόνασες όταν παντρεύτηκε ο γιδοβοσκός» της απάντησε εκείνη. Και συμπλήρωσε: Πήγες στον γάμο του Τέρρυ έμαθα».
«Τον συμπαθούσα, τον συμπαθώ. Και μου φάνηκε αγένεια να μην πάω», της είπε την αλήθεια της.
«Ξέρουμε είσαι Ελβετία, ουδέτερη ζώνη. Πίπολ πλίζερ, μην στενοχωρήσεις κανένα» της είπε σε πάσιβ αγκρέσιβ τόνο.
«Ήθελα να σε ρωτήσω, αλλά δε σήκωνες τα τηλέφωνα» της απάντησε νιώθοντας ότι απολογείται χωρίς λόγο. «Προφανώς σε πείραξε…απ’ ότι καταλαβαίνω», συμπλήρωσε.
«Ούτε καν μικρή μου χωριατοπούλα. Μόνο αν έχεις προσδοκίες από τον κόσμο μπορείς να πληγωθείς. Ένιγουέι. Ξεκόλλα από τον Πίτερ. Σιγά το πουλί, μετρίου μεγέθους και στραβό. Έλα εδώ, ν’ αλλάξεις παραστάσεις, να δεις πώς θα τον ξεχάσεις».
Έπεσε βαριά σιωπή.
«Ε ε εχεις πάει με τον Πίτερ;» μίλησε τελικά πρώτη η Χάιντι με φωνή που πάσχιζε να μείνει σταθερή.
«Σιγά μην πάω μαζί του. Προσπαθεί να με πείσει. Ντιk πιkς μου στέλνει. Ασταμάτητα. Εσύ τι νόμιζες ότι είναι πιστός στην Κλάρα;» τη ρώτησε καγχάζοντας.
«Πρέπει να σε κλείσω» της είπε η Χάιντι νιώθοντας ότι η κουβέντα αυτή είχε παρατραβήξει και δεν οδηγούσε πουθενά.
«Αν αλλάξεις γνώμη, πάρε με. Χάστα λα Βικτόρια Σιέμπρε» κι αντί άλλου χαιρετισμού η Κάντυ της έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Χάιντι κοίταξε ξανά τη μαγευτική θέα μπροστά της. Η πυκνή ομίχλη έκανε το τοπίο εξωπραγματικό. Όσο πύκνωνε η ομίχλη στα βουνά, τόσο αραίωνε αυτή που είχε στα μάτια της. Έτσι ξαφνικά. Μπήκε μες το σπίτι και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα.
«Το ξανθό τσουλί ήταν;» ρώτησε ο άνδρας που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, τραβώντας το σεντόνι από πάνω της. Δεν τον άφησε. Ξανασκέπασε με αυτό το πλούσιο στήθος της.
«Και γω δεν είμαι καλύτερη» του απάντησε.
«Έλα βρε μωρό μου. Εμείς είμαστε άλλο. Με αγαπάς και σε αγαπώ. Μην συγκρίνεις τα ασύγκριτα».
«Και η Κλάρα τι ρόλο παίζει στην αγάπη αυτή;» τον ρώτησε με το στόμα της στυφό.
«Θέλω λίγο χρόνο, θα της το πω. Δεν μπορώ να την πληγώσω, ξέρεις πόσο εύθραυστη είναι η υγεία της»
«Το ακούω χρόνια αυτό το παραμύθι, Πίτερ», του απάντησε σταθερά.
Την κοίταξε αμήχανος. Δεν του είχε ξαναμιλήσει με αυτόν τον τρόπο.
«Ξάπλωσε μωρό μου, γιατί θα πρέπει να γυρίσω στην Φρανκφούρτη σε λίγο» προσπάθησε να της τραβήξει και πάλι το σεντόνι.
«Έχεις ήδη φύγει», του είπε ψυχρά.
«Πλάκα κάνεις;» τη ρώτησε προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε ξαφνικά.
«Ποτέ δε ήμουν σοβαρότερη».
Ο Πίτερ ήταν ξαφνιασμένος. Τι έπαθε το χαρωπό κοριτσάκι; Γιατί μπορεί να κόντευε τα σαράντα, αλλά η ψυχή της ήταν αγνή και αθώα σαν ενός μικρού παιδιού. Σηκώθηκε όρθιος και έψαξε για το παντελόνι του. Δεν πειράζει. Θα της περνούσε. Ευκαιρία να γυρίσει νωρίς στη γυναίκα του. Δε θα άντεχε καιρό μακριά του η Χάιντι. Ήταν ο ένας και μοναδικός άντρας της ζωής της.
Πλησίασε για να τη φιλήσει, αλλά το ύφος της τον απέτρεψε.
«Πότε θα σε ξαναδώ;» τη ρώτησε.
«Ποτέ» του απάντησε. «Ξέρεις πού είναι η πόρτα». Ο Πίτερ, δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Της έριξε μια τελευταία απορημένη ματιά πριν γυρίσει την πλάτη του να φύγει.
Η Χάιντι έκλεισε τα μάτια της. Σαν ταινία είδε τον εαυτό της πέντε χρονών να τρέχει στις πεδιάδες με τον Πίτερ, να προσέχουν τα κατσίκια, να παίζουν και να γελάνε. Είδε το πρώτο τους φιλί στα δεκαπέντε και τη σκηνή της ολοκλήρωσης στον αχυρώνα στα δεκαεπτά της. Είδε αργότερα την ανακοίνωση του αρραβώνα με την Κλάρα, τον γάμο τους και εκείνον να την ξαναδιεκδικεί και να της λέει ότι έκανε λάθος και ότι εκείνη είναι ο έρωτας της ζωής του. Είδε τα χρόνια να περνάνε, την Κλάρα και τον Πίτερ να κάνουν παιδιά και εκείνη να περιμένει καρτερικά.
Άνοιξε τα μάτια της. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, ψιθύρισε.
Ήρθε η ώρα να το πάρει αλλιώς. Ποτέ καμία δυσκολία δεν την είχε λυγίσει. Δε θα λύγιζε ούτε τώρα. Ο κύκλος του Πίτερ είχε κλείσει εδώ. Άργησε, αλλά τελείωσε εδώ. Πώς το είπε η Κάντυ; Χάστα λα Βικτόρια Σιέμπρε!