
Γιαννούλης Χαλεπάς|Ταλέντο και πόνος, η ζωή του όλη
«Γιαννούλη, έρχεσαι;», ρώτησε ο Νικηφόρος Λύτρας τον πιτσιρικά, κλείνοντάς του το μάτι.
Η χαρά που φώτισε το πρόσωπό του, έδωσε την απάντησή.
Ο Λύτρας τον περνούσε περίπου είκοσι χρόνια αλλά είχε δει μια εργασία του στο μάθημα εικαστικών στο σχολείο και είχε εντυπωσιαστεί.
Όντας ο ίδιος καλλιτέχνης και γιος μαρμαρογλύπτη που περιπλανήθηκε σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη του πριν καταλήξει στην Τήνο, μπορούσε να αντιληφθεί το ταλέντο του μικρού και στενοχωριόταν που δεν ήταν άνετος να το εξασκεί στο σπίτι του.
Γι αυτό τον έπαιρνε συχνά μαζί του να εξασκείται στο οικογενειακό του εργαστήρι.
Ο Γιαννούλης, έτρεξε γρήγορα στην κουφάλα ενός δέντρου, μέσα στην οποία έκρυβε τον θησαυρό του. Καλέμι, γλωσσάκι, σφυράκι, που είχε αγοράσει με τα χρήματα από τα κάλαντα, παλιά διαμαντότσοχα του πατέρα του, που δεν χρησιμοποιούσε πια.
Έτρεμε από προσμονή. Κοίταξε κρυφά γύρω του, μην εμφανιστεί από πουθενά η μάνα του.
Δε θα ξεχνούσε ποτέ το ξύλο που έφαγε όταν τον έπιασε να παρακολουθεί τον πατέρα του στο εργαστήρι. Πού πονεί και πού τον σφάζει, μαύρο τον έκανε. Πού είχε φταίξει; Τι είχε κάνει λάθος; Για ποιο λόγο;
Επειδή δεν τον μεγάλωνε για να γίνει μαρμαράς, όπως του έλεγε δέρνοντάς τον. Είχε άλλα όνειρα για εκείνον.
Νικηφόρος και Γιαννούλης, δημιουργούσαν αφοσιωμένοι, ο πρώτος έναν πίνακα ζωγραφικής και ο δεύτερος ένα γλυπτό, μέχρι που φάνηκε ο Νικόλαος ο Γύζης στην πόρτα.
«Το ήξερα ότι θα σας έβρισκα εδώ! Πάμε για βουτιές από τον βράχο;» τους ρώτησε.
Μπορεί να είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας, τους ένωνε όμως η αγάπη τους για την Τέχνη και κάνανε καλή παρέα.
Καλή ιδέα, να έφευγε και η μαρμαρόσκονη από πάνω του που θα τον πρόδιδε στη μάνα του, σκέφτηκε ο Γιαννούλης.
Λίγο αργότερα η μάνα του περνούσε από το σπίτι του Λύτρα.
«Χατζηαντώναιναα», φώναξε από την πόρτα.
«Τι είναι κυρά Ρήνη;» βγήκε εκείνη στο κατώφλι.
«Ψάχνω τον γιο μου»
«Έχει πάει με τον Νικηφόρο μου και τον μικρό της Μαργαρίτας, τον Νικόλα τον Γύζη για μπάνιο. Να σου πω, μια και ήρθες, το παιδί έχει ταλέντο, γιατί δεν τον αφήνεις να ασχοληθεί με την τέχνη;» τη ρώτησε.
«Έχουμε ήδη έναν καλλιτέχνη σπίτι, δεν χρειάζεται και δεύτερος», της απάντησε κοφτά.
«Μα είναι εξαιρετικός Ρήνη μου! Ο Έλληνας Ροντέν»
«Ροντέν στη Γαλλία. Στην Ελλάδα δε θα ναι παρά ένας μαρμαράς. Προορίζεται για μεγάλα πράγματα ο πρωτότοκος μου, είναι άριστος μαθητής, μπορεί να γίνει κάτι σπουδαίο, γιατρός ίσως, δικηγόρος, υπουργός, γιατί όχι» είπε με καμάρι.
«Όμως, τα παιδιά μας δεν είναι δικά μας παιδιά.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τον εαυτό της.
Έρχονται μέσα από σας, αλλά όχι από σας.
Και παρόλο που είναι μαζί σας, δεν σας ανήκουν.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, αλλά όχι τις σκέψεις σας.
Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις».
«Καλά, καλά, και εμείς έχουμε διαβάσει Χαλίλ Γκιμπράν», την έκοψε πριν απαγγείλει όλο το ποίημα και κίνησε προς το βράχο που ήξερε ότι βουτάνε.
Έβαλε τα χέρια της χωνί και άρχισε να τον φωνάζει:
«Γιαννούυυυληηηηηηηηηη».
Πρώτος την άκουσε ο Γύζης.
«Πες αλεύρι, η μάνα σου σε γυρεύει» του είπε, με το που έβγαλε εκείνος το κεφάλι του στην επιφάνεια.
«Γιαννούλη, διάβαζε να παίρνεις άριστα, πέρνα Πολυτεχνείο και μετά έλα στο Μόναχο, θα σε περιμένουμε εκεί» τον συμβούλεψε ο Λύτρας.
Πράγματι, το 1869, όλη η οικογένεια ταξίδεψε στην πρωτεύουσα για να παρακολουθήσει ο Γιαννούλης μαθήματα μαρμαρογλυπτικής στο Πολυτεχνείο.
Το είχε διεκδικήσει και το είχε κερδίσει. Οι γονείς το είχαν επιτέλους επιτρέψει.
Συμμαθητές και δάσκαλοι είχανε μείνει άφωνοι με το ταλέντο και το πάθος του! Όλοι συμφωνούσαν ότι είχε γεννηθεί γλύπτης.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνος ξημεροβραδιαζόταν και εξασκούνταν στα εργαστήρια μαρμάρου που ήταν κοντά στο παλάτι.
Αποφοίτησε με άριστα με τόνο το 1872. Ήταν μόλις είκοσι ενός ετών και η υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, του έβαλε στα πόδια του φτερά!
Πέταξε στο Μόναχο, για να συνεχίσει στην Βασιλική Ακαδημία Τέχνης, όπως του είχαν πει και οι δύο διάσημοι πλέον ζωγράφοι συντοπίτες του!
Άγγιζε το όνειρο!
Στο μυαλό του εκτός από την τέχνη του, είχε και τη Μαριγώ Χριστοδούλου. Ένα κορίτσι από το χωριό δεν το ξέρετε, ούτε εκείνος το έμαθε όσο και όπως ήθελε…
Εκείνη σκεφτόταν όταν δημιουργούσε «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» όχι αυτής με το τέρας, της άλλης που κοιμάται και την ξυπνάει με ένα φιλί το βασιλόπουλο.
Εκείνο το γλυπτό, κέρδισε τον διαγωνισμό τέχνης.
Σε αντίθεση με τους άλλους που είχαν σκαλίσει μόνη της την πεντάμορφη, εκείνος έφτιαξε και το Βασιλόπουλο, δίνοντας το πολυπόθητο χάπι εντ !
Εκτός από το γνωστό παραμύθι, δημιούργησε και τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα», που είναι κα τα πλη κτ ικό έργο αλλά δε σας το βάζω σε εικόνα γιατί μπορεί ο Άλ γο να νομίζει τα δικά του και ακόμα η σελίδα είναι σε κίνδυνο λόγω Καραβάτζιο-, από τον Νοέμβριο αυτό!
Σε αυτό το έργο, ίσως υποσυνείδητα ή και συνειδητά, να ήθελε να “πει” δυο λόγια για τον πατέρα του, ο οποίος, όπως και η μητέρα του, δεν ήθελε να ακολουθήσει καλλιτεχνική πορεία.
Επέστρεψε με πολλή χαρά στην Ελλάδα, για να το παρουσιάσει, σε έκθεση στο Ζάππειο, που γίνονταν τα διάφορα δρώμενα, αλλά και να δει τη Μαριγώ και να της ζητήσει να γίνει το κορίτσι του.
Μπορεί στο Μόναχο να είχε βραβευτεί με χρυσό μετάλλιο γι’ αυτό το έργο αλλά στην Αθήνα, σουφρώσανε τη μύτη τους αποδοκιμαστικά.
Δεν το περίμενε.
Έπαθε σοκ, του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι, όπως φοβόντουσαν οι Γαλάτες στα Αστερίξ που διάβαζε.
Οι γονείς της Μαριγώς επίσης, δεν τον θέλανε.
Μακάρι να ήταν πιο σκληρόπετσος, αλλά φευ, ήταν ευαίσθητος όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, και αυτό επειδή ασχολούνται περισσότερο με τα αισθήματα τους και πως να τα εκφράσουν.
Γύρισε πίσω στο Μόναχο να παρηγορηθεί από την Τέχνη του, να δουλέψει να ξεχαστεί, να επουλωθούν οι πληγές της καρδιάς του, αλλά ενός κακού μύρια έπονται.
Σαν ντόμινο κακών εξελίξεων, αρχικά καθυστέρησαν τα χρήματα της υποτροφίας και στη συνέχεια του την κόψανε.
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την κατάσταση.
Επέστρεψε με κομμένα φτερά στην Αθήνα, αναζητώντας φροντίδα και συναισθηματική ασφάλεια από τους γονείς του, ενώ ίσως να έπρεπε να πάει νο κόντακτ, που λέει και η Θέκλα Πετρίδου
Ο πατέρας του πρότεινε να γυρίσουν στο νησί τους να τον φυσήξει το καθαρό αεράκι, η θάλασσα έχει και το βίταμιν σι, που θα αρχίσουν σε λίγο τα χάσταγκς στα στόρις από παραλία.
Το δέχτηκε αλλά λίγο αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα και το 1876 άνοιξε το δικό του εργαστήριο.
Πήρε τα πάνω του, δημιούργησε τη Μήδεια και γύρισε στο νησί να ζητήσει το χέρι της Μαριγώς αλλά οι γονείς της δεν είχαν αλλάξει γνώμη.
Σκόνη και θρύψαλα να γίνονται μαζί της. Τα έσπασε όλα, ό,τι είχε φτιάξει και ό,τι θα έφτιαχνε!
«Γιε μου, χάθηκαν οι γυναίκες;» ρώτουσε η μάνα του, που δεν μπορούσε να τον βλέπει έτσι.
«Μόνο η Μαριγώ. Αυτή η καμία» της απάντησε.
Δυστυχώς, ήταν καμία.
Το 1878 δημιούργησε το αριστούργημα του την «Κοιμωμένη».
Ο πόνος της μάνας που έχασε την δεκαοχτάχρονη κόρη της, τον άγγιξε.
Άρχισε να δημιουργεί με το συναίσθημα και όλη του την τέχνη και το αποτέλεσμα ήταν ένα κορυφαίο έργο νεοελληνικής γλυπτικής.
Ωστόσο, οι συνάδελφοι δεν του δώσανε συγχαρητήρια γιατί αν η ζήλια ήταν κέντημά ως γνωστόν, κάποιοι θα είχαν κάνει την προίκα τους
Κλονίστηκε ψυχικά, λειτούργησαν και οι διάφορες απορρίψεις αθροιστικά, η θλίψη έγινε κατάθλιψη και ο Φρόυντ ήταν πολύ μακριά.
Η μαμά του προσπάθησε να του κάνει απόσπαση προσοχής με ένα ταξίδι και κάνοντας μαζί του περιπάτους στη φύση, στα βουνά και στη θάλασσα, αλλά οι κρίσεις και οι απόπειρες που έκανε, τον οδήγησαν το 1888 στο φρενοκομείο της Κέρκυρας.
Έμεινε εκεί 13 χρόνια μέχρι που οι γιατροί του έδωσαν εξιτήριο.
Φαινόταν ήρεμος και η μητέρα του που τόσα ήξερε, τόσα έκανε, πιστεύοντας ότι η πηγή των προβλημάτων του ήταν η τέχνη, του απαγόρευσε, όπως όταν ήταν μικρός, να δημιουργεί γλυπτά.
Περνούσε τον χρόνο του βόσκοντας πρόβατα και τον είχαν για τον τρελό του χωριού, μέχρι που πέθανε η μητέρα του.
Τότε σαν να ξύπνησε από βαθύ λήθαργο, τον αδερφό του θανάτου.
Άφησε τις ανιψιές του να μοιρολογάν και πήγε και έπιασε το σφυρί και το καλέμι του.
Άρχισε να δημιουργεί πάλι με πάθος, να δίνει και να παίρνει ζωή μέσα από την τέχνη του.
Στα 76 του έκανε νέα αρχή στη ζωή. Όπως η Τζέιν Φόντα στο Γκρέις και Φράνκι, αν το βλέπατε στο Νέτφλιξ.
Βραβεία άρχισαν να έρχονται, παραγγελίες και η πολυπόθητη αναγνώριση και αποδοχή που δεν είχε λάβει στα νιάτα του από την ελίτ του πνευματικού κόσμου.
«Όλα έρχονται καθυστερημένα» ψιθύριζε αλλά, κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα πω εγώ.
Στις 27 Αυγούστου του 1930 αποφάσισε να επισκεφτεί την «Κοιμωμένη» του στο Α’ Νεκροταφείο.
Πενήντα δυο χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που την είδε και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά του.
Στην είσοδο του Νεκροταφείου το πλήθος που περίμενε να τον δει συγκρινόταν με αυτό που συγκεντρώθηκε όταν ήρθε ο Μικ Τζάγκερ με τους Ρόλινγκ Στόουνς.
Χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για να μπορέσει να πλησιάσει στο Έργο του.
Η συγκίνηση και η εσωτερική του ταραχή ήταν μεγάλη, κατάφερε όμως να συγκρατηθεί.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του τα έζησε ευτυχισμένος, δημιουργώντας Τέχνη και ζώντας στο σπίτι του ανιψιού του Βασίλειου Χαλεπά και της γυναίκας του Ειρήνη.
Αυτός ο άνθρωπος, ξε-πέρασε συγκρούσεις με τους γονείς, ερωτική απογοήτευση, ανταγωνισμό, φθόνο, ψυχικές διαταραχές, απορρίψεις, ιδρυματοποίηση, καλλιτεχνική αδράνεια.
Και τα κατάφερε.
Όλοι γνωρίζουμε το όνομά του, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ιστορίας της τέχνης.
ΥΓ: Οι διάλογοι ΔΕΝ είναι αληθινοί, παρά μόνο στο κεφάλι μου, μπικόζ, συγγραφέας! Μην τα λέμε συνέχεια, γράφω με σουρεάλ πένα αλλά τα γεγονότα είναι αληθινά.
About Author

