Να σου πω μια ιστορία;

Εκείνη και Εκείνοι

Μοιραστείτε το :

Εκείνος

Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Από την ώρα που άνοιξε τα μάτια του και πηγαίνοντας να φτιάξει καφέ χτύπησε το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού του στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο πάγος αντί να μπει στον καφέ του τοποθετήθηκε στο πόδι του που μετά το στρίμωξε όπως όπως στο δερμάτινο σκαρπίνι του.

Πήρε το σακάκι και τον χαρτοφύλακα στο χέρι και βγήκε από το σπίτι με κακή διάθεση, η οποία δεν έφτιαξε όταν αντίκρυσε το λάστιχο του αυτοκινήτου του ένα με την άσφαλτο.

Λογικά η ρεζέρβα θα ήταν στη θέση της, αλλά δε θα καθόταν με το κοστούμι του να ψάχνει γρύλλους και να αλλάζει λάστιχα. Ήδη είχε αρχίσει να ιδρώνει και δεν ήθελε να αφήσει στάμπες ιδρώτα στο λευκό του πουκάμισο.

Χαλάρωσε την γραβάτα του και βγήκε στον κεντρικό δρόμο να βρει ταξί και για λίγο νόμιζε ότι άλλαξε η τύχη του όταν σταμάτησε αμέσως ένα αλλά τώρα διαπίστωνε ότι προχωρούσαν σημειωτόν και θα αργούσε στο γραφείο.

Είχε συνάντηση με ένα από τα πιο διάσημα αλλά και ευέξαπτα μοντέλα της εποχής της που της τάζανε τον ουρανό με τ άστρα για να δεχτεί τη δουλειά, θέλοντας να ευχαριστήσουν και να κρατήσουν τον πελάτη που κι αυτός ήταν με το ένα πόδι έξω.

«Άφησέ με εδώ, φίλε» είπε στον οδηγό. Πλήρωσε και άρχισε γοργόν βάδην προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό. Όταν μπήκε στον κλιματιζόμενο συρμό κι έκατσε, άρχισε να χαλαρώνει. Ίσως και να προλάβαινε τελικά. Κοίταξε το βαγόνι γύρω του. Όλοι ήταν σκυμμένοι πάνω στα κινητά τους εκτός από μια κοπέλα που το πρόσωπό της ήταν χωμένο σε ένα βιβλίο- παλιατζούρα. Προσπάθησε να δει τον τίτλο στο εξώφυλλο, αλλά δεν τα κατάφερε.

Την περιεργάστηκε λίγο. Φορούσε ένα φαρδύ κοντομάνικο… φρουτ οφ δε λουμ; Από ποια χρονοκάψουλα το «έσκασε» σκέφτηκε χαμογελώντας ενθυμούμενος τη μάρκα των παιδικών του χρόνων και ένα επίσης φαρδουλό τζιν με σκισίματα. Κατέβασε το βλέμμα του στα παπούτσια της, άραγε θα φορούσε ντοκ μάρτινς; Όχι, ολ σταρ αθλητικό. Ανάμεσά τους στηριζόταν ένα σακίδιο πλάτης.

Εκείνη τη στιγμή, σαν να κατάλαβε ότι την «σκάναραν», σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Τα μάτια της «καρφώθηκαν» στα δικά του.

Για λίγο εκείνος «κόλλησε» αλλά το μεγάφωνο που ενημέρωνε ότι φτάσανε «Σύνταγμα» και το κινητό του που χτύπησε, τον έκαναν να σηκωθεί απότομα και να κατέβει από τον συρμό.

«Η σελέμπριτι βρίζει και είναι έτοιμη να φύγει αν δεν βρεθείς εδώ στο επόμενο πεντάλεπτο» άκουσε τη βοηθό του πανικόβλητη στην άλλη άκρη της γραμμής. «Όχι, βασίζονταν σε αυτήν για να ορθοποδήσει η εταιρεία του. Ήταν η τελευταία του ευκαιρία πριν κηρύξει πτώχευση».

Τα είχαν δώσει όλα σε αυτό το project που δούλευαν τόσο καιρό. «Κράτα την, έρχομαι» της είπε και ανέβηκε δύο δύο τα σκαλοπάτια της κυλιόμενης σκάλας.

Βγήκε βιαστικά έξω από τον σταθμό έπεσε πάνω στο πλήθος που φώναζε συνθήματα.

«Έχει πορεία σήμερα;» ρώτησε αγχωμένος μια κυρία δίπλα του.

«Ναι, για το περιστατικό με τον αστυνομικό που τράβηξε όπλο μέσα στον χώρο του πανεπιστημίου» του απάντησε εκείνη αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση της, ακούστηκαν κρότοι λάμψης και άνδρες των ΜΑΤ προχώρησαν σε ρίψη χημικών πάνω τους.

Κάποιοι που εμφανίστηκαν ξαφνικά ανταπέδωσαν με πέτρες κι άρχισε η συμπλοκή, τρέποντας πολλούς από τους συγκεντρωμένους σε φυγή.

Κατευθύνθηκε αναγκαστικά κι εκείνος μαζί με το πλήθος προς τον Εθνικό Κήπο για να ξεφύγει. «Πάει» η συνάντηση. «Πάει» κι η εταιρεία…πρόλαβε να σκεφτεί μες τον πανικό.

Εκείνη

Ορίστε τώρα. «Έχασε» την στάση της. Έπρεπε να κατέβει αλλά πάντα η ποίηση την έκανε να ξεχνιέται και αποσυντονίστηκε από τον τύπο, το βλέμμα του οποίου ένιωθε πόση ώρα πάνω της. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι φτάσανε Σύνταγμα, οι πόρτες του συρμού κλείσανε.

Κατέβηκε στον επόμενο σταθμό της Ακρόπολης.

Βγήκε έξω και την «υποδέχτηκε» ένα καυτό ρεύμα αέρα. Έψαξε στην τσάντα της, βρήκε τα γυαλιά ηλίου και το καπέλο της και τα φόρεσε. Ωραία, αλλαγή σχεδίου. Θα πάει αργότερα στο Σύνταγμα. Τώρα θα το «παίξει» τουρίστας στην πόλη της. Γιατί όχι; Μήπως είχε να πάει στη δουλειά της και θα αργούσε;

Την απέλυσαν ρε φίλε, αν είναι δυνατόν. Ανακοίνωσαν ξαφνικά περικοπές και της έδειξαν την πόρτα εξόδου. Ξέρει γιατί έγινε αυτό. Γιατί δε δέχτηκε τις επαναλαμβανόμενες προτάσεις του αφεντικού να πάνε για ποτό. Αλλά δεν είχε αποδείξεις.

Άρχισε να ανεβαίνει τον ιερό βράχο της Ακρόπολης! Ντροπή της αλλά ποτέ δεν είχε κάνει αυτήν τη διαδρομή. Παλιά έβγαινε στα μαγαζιά της Πλάκας, απολάμβανε τις βόλτες στα όμορφα στενάκια της αλλά τον Παρθενώνα τον χάζευε από χαμηλά.

Γύρω της μιλούσαν αγγλικά και γερμανικά. Απέναντί της ανέβαιναν κάποιοι Ασιάτες. Ήταν περικυκλωμένη από πλατύγυρα καπέλα, αέρινα φορέματα, σανδάλια και αρχαιοελληνικές τιάρες στο κεφάλι. Αληθινοί τουρίστες, όχι γιαλαντζί.

Άραγε είμαι η μόνη Ελληνίδα εδώ; Αναρωτήθηκε.

Ακολούθησε από μια ασφαλή απόσταση την κίτρινη σημαία υψωμένη στο χέρι ενός ξεναγού που έδινε πληροφορίες για την ελληνική αρχιτεκτονική, την μυθολογία και την ιστορία. «Οι Έλληνες έχουν πλούσια πολιτισμική κληρονομιά», τόνιζε με περηφάνεια. Δυστυχώς μονάχα πολιτιστική, σκέφτηκε εκείνη!

Όταν τον άκουσε να λέει ότι θα επισκεπτόντουσαν το Μουσείο της Ακρόπολης, για να δούνε το σημείο της αρχαιολογικής ανασκαφής κάτω από το γυάλινο δάπεδο του μουσείου, σχολίασε ακόμα μία φορά νοερά «Αυτό θέλει εισιτήριο, νο μάνι, νο χάνι, που θα λέγανε και οι διπλανοί της».

Κατέβηκε κάτω κι έπεσε πάνω σε ένα ακόμα κύμα τουριστών που χάζευαν τριγύρω μασουλώντας φρούτα. Ένα παγωτό θα το τρωγε αλλά καλύτερα να κρατούσε τα χρήματά της μέχρι να έβρισκε μια δουλειά. Γι’ αυτό ξεκίνησε το πρωί για το Σύνταγμα.

Θα βολιδοσκοπούσε στα μαγαζιά της Ερμού αν χρειάζονταν πωλήτρια ή ίσως να μπορούσε να δουλέψει σε κάποιο από τα ινστιτούτα ομορφιάς της περιοχής.

Θα ρωτούσε και στα Μακ Ντόνταλντς. Κάτι θα έβρισκε. Αλλιώς θα έπρεπε να πουλήσει σε κάποιο παλαιοπωλείο – αντικερί το βιβλίο που κρατούσε.

Ήταν μια ανέκδοτη συλλογή με ποιήματα του Καρυωτάκη και άξιζε πολλά αλλά για εκείνη είχε και συναισθηματική αξία. Ανήκε στη μητέρα της. Χρειαζόταν τα χρήματα όμως.

Κάθισε σε ένα πεζούλι. Διάφοροι καλλιτέχνες, είχαν πιάσει πόστο κατά μήκος της Αεροπαγίτου. Άλλος ζωγράφιζε, άλλος πουλούσε κοσμήματα, πιο κει, κάποιος με στολή αρχαίου Έλληνα, έβγαζε φωτογραφίες.

Είναι όμορφο το κέντρο, σκέφτηκε και αφού σήμερα είμαι τουρίστρια κι όχι άνεργη απελπισμένη, θα περάσω και απέναντι στις στήλες του Ολυμπίου Διός και θα κάνω και μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο! Κι αμέσως μετά θα αρχίσω να ψάχνω για δουλειά. Και σηκώθηκε ξεχνώντας το βιβλίο της στο πεζούλι.

Και εκείνος

Φορούσε τη στολή του Αθηναίου οπλίτη, και περίμενε πόσες ώρες στην ίδια θέση να θελήσουν οι τουρίστες μια φωτογραφία μαζί του. Επί πληρωμή φυσικά. Θα τους την εκτύπωνε αμέσως και εκείνοι θα γύριζαν με αυτήν αναμνηστικό στη χώρα τους.

«Κανένας δεν έχει χρήματα πάνω του. Όλοι χρησιμοποιούν κάρτα», έκανε τη διαπίστωση. Από το πρωί είχε ξεροσταλιάσει.

Παρόλα τα τουριστικά λεωφορεία που ερχόντουσαν το ένα μετά το άλλο ξεφορτώνοντας φωνακλάδες τουρίστες που δημιουργούσαν ένα μικρό μποτιλιάρισμα στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το μεροκάματο δεν είχε βγει.

Ξαναπόζαρε σε στάση προσοχής εναλλάσσοντάς την με θέση μάχης, για να τους τραβήξει την προσοχή αλλά λίγοι τον πλησίασαν. Κάποια του έδειξε την πιστωτική της, λες και έκρυβε το μηχάνημα pos στην ασπίδα του!

Σήκωσε απηυδησμένος το βλέμμα του προς την Ακρόπολη…Μήπως να πήγαινε παραπάνω; Ή παρακάτω; Να ανηφόριζε την Αρεοπαγίτου προς την Αποστόλου Παύλου και το Θησείο ή να κατηφόριζε και να έστριβε προς την Πλάκα;

«Έι λέιντι, νο πλιζ» κούνησε τα χέρια του με νόημα σε μια τουρίστρια να μην τον φωτογραφίζει με το κινητό της.

«Τζαμπατζού», σκέφτηκε. Μήπως χρειαζόταν πιο επιθετικό μάρκετινγκ άραγε; Αναρωτήθηκε.

«Μις, γιου γουόντ φώτο;», φώναξε σε μια ξανθιά που χάζευε πιο κει.

«Ελληνίδα είμαι» του απάντησε εκείνη.

Θα πρεπε να το καταλάβει, αν και ήταν ξανθιά με ανοιχτόχρωμα μάτια, δε φορούσε τη «στολή του τουρίστα», σανδάλια με κάλτσες και καπελαδούρες. Και ήταν και μόνη της, χωρίς παρέα.

Πολύ όμορφη κοπέλα σκέφτηκε κι αμέσως αυτολογοκρίθηκε …άσε ρε, δεν έχεις να φας, οι έρωτες σε μάραναν.

«It’s a new dawn. It’s a new day. It’s a new life for me, and I’m feeling good…», έφτασαν οι στίχοι ως το μέρος του.

Ένα παλικάρι με την κιθάρα του λίγο πιο πάνω, τραγουδούσε Νίνα Σιμόν. Τον συνεπήρε το τραγούδι, έκλεισε τα μάτια να το απολαύσει και όταν τα ξανάνοιξε είδε τους τουρίστες να αφήνουν κέρματα στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας του. Για μένα δεν έχουν μόνο, σκέφτηκε.

Η ζέστη ήταν αφόρητη.

Θα έκανε διάλειμμα. Θα πήγαινε να ξαπλώσει στη σκιά κάποιου δέντρου στον Εθνικό Κήπο. Ίσως το απόγευμα να είχε καλύτερη τύχη. Προς τα εκεί προχωράει και η ξανθιά, μήπως να της μιλούσε; Επ, ξέχασε το βιβλίο της, στο πεζούλι. Οιωνός, θα της μιλούσε!

Εκείνη και Εκείνοι

Την είδε σκυμμένη να ταΐζει τις πάπιες και την πλησίασε από πίσω. «Ξέχασες το βιβλ…» ξεκίνησε να λέει όμως εκείνη πετάχτηκε πάνω απότομα, έχασε την ισορροπία της και βγάζοντας ένα δυνατό επιφώνημα έπεσε μέσα στη λίμνη!

Η κραυγή της έκανε κι εκείνον με το κοστούμι που βρισκόταν πιο μακριά να τρέξει προς το μέρος της με ανησυχία.

«Θα τη βοηθήσω εγώ» του είπε.

Εκείνη βλέποντας έναν Γιάπη και ένα αρχαίο Έλληνα να της απλώνουν τα χέρια, την έπιασε νευρικό γέλιο.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω» της είπε ο «Αρχαίος» ανακουφισμένος που εκείνη γελούσε και δεν είχε θυμώσει.

«Είναι πολύτιμο το βιβλίο, είμαι ευγνώμων που μου το έφερες» του είπε εκείνη, πιάνοντας τα χέρια τους και βγαίνοντας έξω.

«Γνωριζόμαστε από κάπου;» τη ρώτησε ο Γιάπης παρακολουθώντας την να στύβει το νερό από τα μαλλιά της και μην μπορώντας να σταματήσει τις εικόνες και τα σενάρια να σχηματίζονται στο μυαλό του.

«Φίλε, αυτή η ατάκα είναι πιο παλιά και από τον Αρχαίο Αθηναίο οπλίτη που υποδύομαι» απάντησε ο άλλος εκνευρισμένος με την παρουσία και την…περιουσία του Γιάπη. Δεν μπορώ να τον ανταγωνιστώ, σκέφτηκε.

«Αυτά τα μάτια σου…» συνέχισε ο Γιάπης κοιτώντας εκείνη και αγνοώντας τον.

«Άσε μας να μαντέψουμε, ο πατέρα της ο κλέφτης βούτηξε όλα τα αστέρια του ουρανού;» τον ειρωνεύτηκε διακόπτοντας τον πάλι, εκείνος.

«Μπορείς να μην πετάγεσαι; Ήθελα να πω για τα μάτια της…» αλλά πάλι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του κι ο Αρχαίος τον ρώτησε εριστικά:

«Ότι σε καίνε γιατί είναι μανεκένε;»

«Ακριβώς» απάντησε ο Γιάπης.

«Μπορείτε αν θέλετε να τσακωθείτε για τα μάτια μου, εγώ πάω να στεγνώσω», μίλησε κι εκείνη και βγάζοντας τα αθλητικά και τις κάλτσες της, άρχισε να απομακρύνεται ξυπόλητη προς ένα παγκάκι που το έλουζε ο ήλιος.

«Μισό λεπτό», φώναξε ο Γιάπης που έστεκε σαν μαγεμένος. «Κάθε εμπόδιο για καλό» έλεγε η γιαγιά του. Κι είχε δίκιο. Η κοπέλα θα μπορούσε να ναι μοντέλο, το σώμα της το καμουφλαρισμένο πριν με τα φαρδιά ρούχα, τώρα που ήταν βρεγμένα και κολλημένα πάνω της, ήταν ξεκάθαρα καλλίγραμμο.

Αλλά όλα τα λεφτά, ήταν τα μάτια της τα κεχριμπαρένια, στους τόνους του χαλκού και του χρυσού. Αυτά ήταν το τυχερό του. Και το τυχερό της.

Ο πελάτης του, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες οπτικών, ετοιμαζόταν να λανσάρει την καινούρια του σειρά γυαλιών ηλίου. Αυτά τα μάτια σίγουρα θα τον ενθουσίαζαν και ας μην ανήκαν στο γνωστό μοντέλο, που τους έκανε τόσες κόνξες κι εν τέλει τους παράτησε. Ακόμα καλύτερα που ήταν φρέσκο πρόσωπο. Και το ανακάλυψε αυτός.

Η επιτυχία ήταν δεδομένη. Θα έσωζε την εταιρεία του!

Και θα έδινε δουλειά και στον Αρχαίο τύπο που τον έσωσε εν αγνοία του. Αν εκείνη δεχόταν την πρότασή του, βέβαια.

Την «έβλεπε» ήδη με τη φαντασία του στο διαφημιστικό. Φορούσε στα γατίσια μάτια της τη συγκεκριμένη μάρκα γυαλιών για να τα προστατέψει από τον έντονο ήλιο της Ελλάδας κι έκανε βόλτα στον Εθνικό Κήπο και στην Αεροπαγίτου με φόντο τον Παρθενώνα. Κλασσικό και βίντατζ αισθητικής με μοντέρνες πινελιές!

«Ξύπνα!» τον έβγαλε από την ονειροπόληση ο Αρχαίος

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η κοπέλα.

«Σχετικά με αυτό το «μανεκένε» που ειπώθηκε προηγουμένως, έχω να σας κάνω μια πρόταση» τους είπε.

Όταν ολοκλήρωσε, κράτησε την αναπνοή του μέχρι να ακούσει την απάντησή της.

«Δε χρειάζεται να το σκεφτώ, άι ντου» που λένε και οι τουρίστες που συνάντησα νωρίτερα, γέλασε εκείνη.

«Δέχομαι φυσικά» είπε έκπληκτος εκείνος μην πιστεύοντας στα αυτιά του.

Τότε έβγαλε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης κι ευχαριστώντας από μέσα του τη Θεά Τύχη που του χαμογέλασε, χαμογέλασε με τη σειρά του σε εκείνους.

About Author

Μοιραστείτε το :