Κυκλοφορώ και αρθρογραφώ,  Τέχνη

Η αδερφή του Μότσαρτ

Μοιραστείτε το :

«Πατέρα, σε παρακαλώ να το ξανασκεφτείς και να με αφήσεις να συνεχίσω τις περιοδείες…» εκλιπαρούσε το παιδί τον πατέρα του
«Σιωπή Μότσαρτ. Μην αντιμιλάς στον πατέρα σου», έμενε ασυγκίνητος εκείνος.
«Ήξερα σολφέζ πριν μάθω καν να μιλάω…Με σύστησες σε όλο τον κόσμο σαν παιδί θαύμα…» ψιθύρισε εκείνο με παράπονο.
«Πατέρα, είναι κρίμα να χαραμιστεί τέτοιο ταλέντο, μόνο και μόνο επειδή είναι κορίτσι» πετάχτηκε και ο αδερφός της που βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο.
«Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, στις παρτιτούρες σου εσύ. Κοίτα να με βγάλεις ασπροπρόσωπο στην αυλή της Αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας», γύρισε σε αυτόν βλοσυρά.
«Θέλω να έρθει και η αδερφή μου», επέμενε το αγόρι.
«Η αδερφή σου από εδώ και μπρος, θα μένει σπίτι. Θα μάθει τα οικοκυρικά για να παντρευτεί! Θα ασχολείται πλέον με τον άντρα, τα παιδιά που εννοείται θα κάνει, και τα κατσαρολικά της. Και αυτό είναι η τελευταία μου κουβέντα», είπε αυστηρά ο Λεοπόλδος Μότσαρτ.
Τα δύο αδέρφια αγκαλιάστηκαν. Δεν μπορούσαν, παρά να υπακούσουν τον πατέρα τους. Δεν γινόταν να κάνουν και αλλιώς. Ήταν 1760 και Νόμος ήταν ο λόγος του πατέρα.
Η Μαριάν που όλοι φώναζαν χαϊδευτικά Νάνερλ, δεν θα ξαναπήγαινε σε περιοδεία στις ευρωπαϊκές αυλές. Τέρμα τα Παρίσια, οι Βιέννες και τα Μόναχα.
Ο αδερφός της θα συνέχιζε σόλο καριέρα. Εκείνη έπρεπε να παντρευτεί. Κι ας την αποκαλούσαν «δεξιοτέχνη, ταλέντο, διάνοια, παιδί θαύμα» στο τσέμπαλο όσο και στο πιανοφόρτε.
Τουλάχιστον ήξερε ποιον ήθελε να παντρευτεί! Τον Φραντς ντ’ Ιππόλντ, που ήταν και ταξιδεμένος, και μορφωμένος και την αγαπούσε και αυτός! Δεν μπορεί… θα της έκανε το χατίρι να την αφήνει να παίζει στο πιάνο. Δε χρειαζόταν να κάνει ταξίδια στο εξωτερικό… Θα μπορούσε να παίζει στην έδρα της… Ίσως…Ίσως, αν γινόταν η πρώτη επαγγελματίας μουσικός, η πρώτη γυναίκα βιρτουόζα, να ερχόταν το εξωτερικό σε αυτήν.
Θα μπορούσε να τους δεξιώνεται στη μεγάλα σάλα.
Τα όνειρά της διέκοψε ο πατέρας της που είχε άλλα σχέδια για εκείνη και σαφώς δε χρειαζόταν τη γνώμη της ή την έγκρισή της.
Γιατί να παντρευτεί τον οποιονδήποτε ταπεινό λαουτζίκο, αν μπορούσε να έχει έναν δικαστή;
Ο δικαστής Γιόχαν Μπαπτίστ Φραντς φον Μπέρχτολντ, δύο φορές ατυχής, με τέκνα που σχημάτιζαν ομάδα μπάσκετ, πετούσε την σκούφια του να παντρευτεί την κόρη του. Δεν ήταν αυτό φοβερή τύχη για την Μαριάν; Η λογική έλεγε ότι της εξασφάλισε ταίρι -κελεπούρι!
Και ο ίδιος θα φλέξαρε στο καφενείο που θα αποκτούσε γαμβρό με τόσο κύρος.
Έμενε σε ένα Αυστριακό χωριό βέβαια, μακριά από την πατρική οικεία στο Σάλτζμπουργκ. Αλλά δε βαριέσαι… καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά τελευταίος στην πόλη!
«Νανέρλ, προσπάθησε να αντισταθείς. Μην τα παρατάς, θα είμαι δίπλα σου», της έλεγε υποστηρικτικά ο Αμαντέους που αν και μικρότερος, της συμπεριφερόταν σαν μεγάλος αδερφός. Αγαπούσε τόσο πολύ την αδερφή του, τη θαύμαζε, την είχε πρότυπο! Μάλιστα, άρχισε να μελετάει μουσική παρακολουθώντας τις οδηγίες του πατέρα τους προς αυτήν, γιατί ήθελε να είναι σαν αυτήν.
Οι δυο τους μαζί ήταν ομάδα και είχαν δημιουργήσει ένα μυστικό κόσμο, ένα βασίλειο στο οποίο εκείνος ήταν βασιλιάς και εκείνη βασίλισσα και μάλιστα είχαν εφεύρει μία μυστική γλώσσα για να μην τους καταλαβαίνει κανείς.
Σε αυτήν της μιλούσε τώρα, γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά.
«Δεν μπορώ Αμαντέους» του απαντούσε παραδομένη η αδερφή του.
«Χριστιανή μου αγαπάς τον Φραντς, σου έκανε πρόταση γάμου, φύγε μαζί του» να επιμένει εκείνος.
«Δεν μπορώ να απογοητεύσω τους γονείς μας, Αμαντέους… Αυτή είναι η μοίρα των γυναικών. Ίσως κάποτε να έχουμε τα ίδια δικαιώματα με εσάς»
«Πάρε τη μοίρα σου στο χέρι σου, αδερφή. Έχεις γεννηθεί μουσικός. Δεν υπάρχει άλλος, στον κόσμο, άντρας ή γυναίκα, με το δικό σου ταλέντο».
«Ξέρεις ότι δεν μπορώ να του φέρω αντίρρηση. Και εσύ που είσαι άντρας άφησες την σοπράνο Αλοϊσια που αγαπούσες, επειδή ο πατέρας δεν την ήθελε».
«Γι αυτό ακριβώς. Κάνουμε πάντα ό,τι θέλει. Έχει κερδίσει από εμάς φήμη και χρήματα, δε θα του δώσουμε και τη ζωή μας».
«Είναι ο πατέρας μας, ξέρει καλύτερα, Αμαντέους. Όταν χώρισες το κορίτσι σου και πήγες Παρίσι, όπως επιθυμούσε ο πατέρας, όντως απογειώθηκε η καριέρα σου…»
«Πάντα ήσουν πρόβατο» της φώναξε ο Αμαντέους. Εγώ αυτή τη φορά δε θα υπακούσω. Θα παντρευτώ αυτήν που θέλω, μένουμε ήδη μια βδομάδα μαζί. Και ο πατέρας ας πιει ξύδι.
Κάντο και εσύ, αδερφή, μπορείς! Δική μας είναι η ζωή. Και να σου πω και κάτι άλλο;
[Τα παιδιά μας δεν είναι δικά μας παιδιά.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τον εαυτό της.
Έρχονται μέσα από σας, αλλά όχι από σας.
Και παρόλο που είναι μαζί σας, δεν σας ανήκουν.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, αλλά όχι τις σκέψεις σας.
Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.
Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους αλλά όχι την ψυχή τους.
Γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο, που σεις δεν μπορείτε να επισκεφθείτε].
«Αμαντέους, είναι υπέροχο! Γράφεις και ποίηση εκτός από μουσική;»
«Όχι, τα κρέντιτς ανήκουν στον Kahlil Gibran».
Όσο και να προσπάθησε ο Αμαντέους, η αδερφή του υπάκουσε στον πατέρα τους. Ξέχασε έρωτες και τσέμπαλα και άλλα πιανοειδή μουσικά όργανα και ασχολήθηκε με τα παιδιά που ήδη είχε ο δικαστής συν αυτά που απέκτησαν μαζί.
Δεν είχε χρόνο να σκέφτεται έρωτες και νότες και περασμένα μεγαλεία.
Εκτός από κάποιες νύχτες που μοσχοβολούσαν γιασεμί. Τότε σηκωνόταν από το κρεβάτι και πήγαινε στο δωμάτιο που ήταν το κλειδοκύμβαλο, που της είχαν δώσει προίκα. Σήκωνε το σεντόνι που το προστάτευε από τη σκόνη, ακουμπούσε τα πλήκτρα με λαχτάρα και τα δάχτυλά της χωρίς να τα ορίζει, έγραφαν μουσική.
Πολλές από αυτές τις συνθέσεις τις έστελνε με WeTransfer στον αδερφό της, ο οποίος παρεμπιπτόντως, όντως την δεύτερη φορά, είχε πάει κόντρα στον πατέρα του και είχε παντρευτεί αυτή που ήθελε (και που ήταν όλως τυχαίως η αδερφή της πρώην αγαπημένης του!)
Εκείνη δεν είχε μπορέσει ποτέ να του φέρει αντίρρηση. Ακόμα και όταν της ζήτησε να του αφήσει τον γιο της, το πρώτο της παιδί να μεγαλώσει μαζί του στο Σάλτσμπουργκ (και να διαπιστώσει αν είναι υπάρχει κληρονομικότητα από παιδί θαύμα σε παιδί θαύμα) εκείνη δεν μπόρεσε να πει «όχι».
Ο αδερφός της απαντούσε πάντα σε αυτά τα μέιλ επαινώντας την:
«Αδερφή είσαι καλύτερη από μένα, θα μπορούσε να σε γράψει η ιστορία με κεφαλαία γράμματα. Κρίμα και άδικο», της έλεγε.
Όταν πέθανε ο σύζυγος δικαστής, επέστρεψε στο πατρικό της μαζί με τα παιδιά και εργάστηκε ως δασκάλα μουσικής μέχρι που ετοιμάστηκε για το μεγάλο ταξίδι στα 78 της.
Ο αγαπημένος της αδερφός είχε πεθάνει δεκαετίες νωρίτερα, νεότατος αφήνοντας το «ρέκβιεμ» που έγραφε στη μέση.
Εν τω μεταξύ, όλοι ξέρουμε ότι η γυναίκα του που χρειαζόταν χρήματα έβαλε έναν μαθητή να το ολοκληρώσει, για να μπορέσει να το πουλήσει με πλαστή υπογραφή. Θα μπορούσε να το ζητήσει από τη Μαριάν και να είναι αυθεντικό Μότσαρτ! Γνώμη μου!
Τη φαντάζομαι γιαγιάκα να κάθεται στο πιάνο και να παίζει αγαπημένες της μελωδίες /συνθέτει αριστουργήματα που δε σώθηκαν ως σήμερα!
Την έχει παίξει η Πέμη Ζούνη στο θεατρικό έργο «Ο αδερφός μου ο Αμαντέους»

About Author

Μοιραστείτε το :