
Η Ανν Σέξτον έγραφε ποίηση για να νικήσει τους δαίμονές της
«Ρε συ Ανν… είσαι κούκλα, τοπ μόντελ του Πρακτορείου Χαρτ της Βοστώνης, παντρεμένη, με δυο υπέροχα παιδιά, τι σου λείπει; Αφού όλοι διασκεδάζουν, εσύ γιατί είσαι λυπημένη;» της είπε απηυδισμένη η φίλη της στο αυτί για να την ακούσει.
Βρίσκονταν στην Μπαρμπαρέλα κι η Ανν έπινε μελαγχολικά το ποτό της κοιτάζοντας τον κόσμο που χόρευε κάτω από τη ντισκομπάλα.
Η ίδια δεν είχε ούτε τα μισά και δεν καταλάβαινε γιατί εκείνη που τα έχει όλα δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένη. Ίσως να μην έπρεπε να θυμώνει, ένιωθε τύψεις γι αυτό, αλλά δεν άλλαζε το πώς ένιωθε.
«Να πας να σε δει γιατρός» ήταν η τελευταία της κουβέντα.
Η Ανν την κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Η αλήθεια είναι ότι είχε αυτά που της ανέφερε και ακόμα περισσότερα. Ζούσε το Αμέρικαν Ντριμ της δεκαετίας του 50.
Ο άντρα της ήταν καλός, της συμπεριφερόταν ωραία, της είχε πάρει αυτοκίνητο και καινούριες ηλεκτρικές συσκευές. Είχε καλή δουλειά, στο ναυτικό, και οι γειτόνισσες ξερογλειφόντουσαν όταν τον έβλεπαν με τη στολή του να γυρίζει σπίτι.
Γιατί έκανε αυτές τις κακές σκέψεις; Γιατί κάθε φορά που πλησίαζαν τα γενέθλιά της ήθελε να βάλει τέλος στη ζwή της; Γιατί το είχε προσπαθήσει τόσες φορές, ευτυχώς, χωρίς να το καταφέρει;
Είχε δίκιο η φίλη της, θα πήγαινε σε γιατρό. Και πολύ το είχε αργήσει.
Ο γιατρός διέγνωσε από την πρώτη συνεδρία ότι έχει κατάθλιψη και αυτ0κτ0νικ0 ιδεασμό και ξεκίνησε αύθις ψυχανάλυση και θεραπεία.
Μερικές συνεδρίες αργότερα, της πρότεινε να παρακολουθήσει μαθήματα λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης με τον Robert Lowell.
Ήταν η καλύτερη απόφαση της ζωής της!
Εκεί έζησε τα πιο ωραία της χρόνια! Ταίριαξε αμέσως με την συμφοιτήτριά της την Σύλβια Πλαθ, με την οποία καταλαβαινόντουσαν πλήρως.
Είχαν πολλά κοινά και μοιράζονταν και ένα από αυτά ήταν το ίδιο πάθος για την ποίηση. Εκεί γνώρισε και τον επίσης ποιητή Γιώργο Στάρμπακ!
Οι τρεις τους κάνανε ένα πετυχημένο τρίδυμο.
Κάθονταν και οι τρεις στο μπροστινό κάθισμα του κάμπριό της και πήγαιναν βόλτες παντού, διαβάζανε βιβλία, γράφανε ποίηση και συζητούσαν. Το θέμα θάvατ0ς και αuτοκτοvία, έπεφτε συχνά στο τραπέζι. Τις δυο ποιήτριες έπαιρνε συχνά η νύχτα μιλώντας για τις απόπειρές τους.
«Ξέρεις, Σύλβια, η αγαπημένη μου φράση από τον Φραντς, τον Κάφκα εννοώ, είναι η εξής:
“Κάθε βιβλίο πρέπει να λειτουργεί σαν τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα μέσα μας”. Αυτό μου κάνει ο Γυάλινος Κώδωνας σου».
«Ευχαριστώ Ανν μου. Το ίδιο κάνουν και τα ποιήματά σου γι αυτό και τα δημοσιεύουν οι «The New Yorker», «Harper’s Magazine» και «The Saturday Review» και πιστεύω θα πάρεις και Πούλιτζερ, κάποια στιγμή!».
Πράγματι, με τη συλλογή της «Ζήσε ή π3θαvε», πήρε το 1967 το βραβείο.
Μακάρι να μπορούσε να το γιορτάσει με τη φίλη της Σίλβια Πλαθ, αλλά δυστυχώς, εκείνη δεν ήταν πια εδώ.
Θυμήθηκε τον “Χέντερσον” του Σολ Μπέλοου, που είχε διαβάσει πρόσφατα. Κάπου έγραφε «Σάπιζα κι ήμουν ακόμα παιδί».
Πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Σολ και του είπε ότι με αυτήν τη φράση χρησιμοποίησε χωρίς να το ξέρει «ένα τσεκούρι στη παγωμένη της θάλασσα».
«Ανν μου, θα σου απαντήσω με τη φράση ενός άλλου ήρωά μου, του “Χέρτσογκ”, που έχει πάρει και Νόμπελ Λογοτεχνίας και που κάποτε, αυτή που γράφει τώρα αυτήν την ανάρτηση, το είχε παρατήσει στη μέση, αλλά τώρα το διαβάζει με παθος:
«Μην κλαις, βλάκα, ζήσε η π3θανε αλλά μη δηλητηριάζεις τα πάντα…».
Έκλεισε το τηλέφωνο και σκέφτηκε πάλι τη Σύλβια… Πόσο της έλειπε…
Εκείνο το πρωινό του 1974 οδήγησε το πρωί ευδιάθετη στο πανεπιστήμιο. Θα έκανε δημόσια ανάγνωση, όπως το συνήθιζε, στους φοιτητές που τη λατρεύανε.
Έκανε την ιεροτελεστία όπως πάντα.
Έβγαλε τα παπούτσια της, άναψε ένα τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά από το μικρό πλαστικό μπουκαλάκι της.
«Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα που περιγράφει τι είδους ποιήτρια είμαι, τι είδους γυναίκα είμαι, οπότε, εάν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε πριν συνεχίσω», τους είπε, όπως κάθε φορά.
Όταν τελείωσε, οδήγησε πίσω σπίτι της, χωρίς καμία ενδιάμεση στάση.
Πήρε τη βότκα από το ψυγείο και πήγε στο γκαράζ της. Χωρίς να το σκεφτεί άλλο, μπήκε ξανά στο αυτοκίνητό της κι έβαλε δυνατά DOORS. Δεν άφησε κανένα σημείωμα.
Μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες των αμερικανικών γραμμάτων είχε περάσει στο φως.
ΥΓ: Οι διάλογοι και τα σκηνικά είναι μυθοπλασία. Τα υπόλοιπα είναι γεγονότα.
About Author

