Να σου πω μια ιστορία;

Η κόκκινη βαλίτσα

Μοιραστείτε το :

«Σήκω και φύγε, όπως είσαι». Οι λέξεις σκληρές και αμετάκλητες είχαν αντηχήσει ψυχρά στο μέχρι πρότινος ηλιόλουστο δωμάτιο βυθίζοντας το στην παγωνιά.  

«Σήκω και φύγε, όπως είσαι», έπαιζε επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά ταμπούρλο στο κεφάλι της κάνοντας τα μηνίγγια της να σφίγγονται, το σφυγμό της να χτυπάει δυνατά.   

Ένιωσε εγκλωβισμένη, το μεγάλο της σπίτι τώρα της φαίνονταν στριμωγμένο κελί. Σήκωσε το κεφάλι και το μάτι της έπεσε στη μικρή υδρόγειο σφαίρα που στόλιζε το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης.  Ναι, αυτό είναι. Η υδρόγειος.   

Την πήρε στα χέρια της, τα γεμάτα κοψίματα και γρατζουνιές, και κλείνοντας τα μάτια της τη στριφογύρισε ελαφρά. Μετρώντας από μέσα της μέχρι το δέκα, ακούμπησε ένα δάχτυλό πάνω της, τη σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια της.  Ιταλία λοιπόν.    

Κατευθύνθηκε προς το πατάρι, άνοιξε το πορτάκι και ψαχουλεύοντας τεντωμένη στις μύτες των ποδιών της, έπιασε και τράβηξε έξω την κόκκινη βαλίτσα!    

Την είχε αγοράσει φοιτήτρια στο δεύτερο έτος της νομικής, καθοδόν για το μάθημα. Περπατούσε με γοργό βήμα γιατί βρίσκονταν σε ένα κακόφημο στενό στο κέντρο της Αθήνας, όταν το κόκκινο ζωηρό χρώμα της «τράβηξε» το βλέμμα στη βιτρίνα και την έκανε να κοντοσταθεί.  

Αυτό το κόκκινο χρώμα, της αποπλάνησης, πάντα την έλκυε σαν μαγνήτης. Και σε εκείνη, τα σαρκώδη κόκκινα χείλη της την είχαν «τραβήξει» και είχε ερωτευθεί παράφορα, παρόλο που προμήνυαν περιπέτειες. 

Έπιασε το χερούλι της βαλίτσας κι αισθάνθηκε το χέρι εκείνης πάνω από το δικό της.  

Αυτήν είχε πάρει στο πρώτο τους ταξίδι με την… όχι δε θα ξαναπεί το όνομά της, δεν θα την ξανασκεφτεί, δε θα την ξαναδεί.    

Μια βαλίτσα που χωρούσε αναμνήσεις όχι μόνο ρούχα και είχε σπασμένα ροδάκια… «Δεν πειράζει και εγώ «σπασμένη» είμαι», ψιθύρισε.    

Πήρε μια βαθιά ανάσα και αισθάνθηκε σαν να αναπνέει τον αέρα που έκλεβε από το στόμα της όταν τη φιλούσε. Βάζοντας μέσα τα απολύτως απαραίτητα, πήγε στον υπολογιστή να βγάλει ένα εισιτήριο με την επόμενη πτήση για Ρώμη.    

Με τη σκέψη της βρισκόταν ήδη στο σιντριβάνι της Φοντάνα ντι Τρέβι και έβλεπε τα νερά να κυματίζουν καθώς έριχνε το κέρμα της. Τα νερά λένε ότι εξαγνίζουν και θεραπεύουν. Ήξερε ήδη την ευχή που θα έκανε.    

Πήρε την κόκκινη βαλίτσα της και άνοιξε την πόρτα. Λίγο πριν την κλείσει για πάντα πίσω της γύρισε και έριξε μια τελευταία ματιά σε εκείνη, έτσι όπως κείτονταν ασάλευτη στο πάτωμα. Τα κόκκινα χείλη της που κάποτε φιλούσε, είχαν αρχίσει να γίνονται μπλε.  

♡♡♡

Το κείμενο αυτό ήταν η συμμετοχή μου στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ιανού με θέμα “Ταξίδια”.

About Author

Μοιραστείτε το :