
Η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ και η Λουίζ Κολέ
«Λουίζ, το βιβλίο που έγραψα, είναι αριστούργημα. Θα αντέξει στον χρόνο, θα το αγοράζουν το 2024, μπαίνοντας από τον υπολογιστή τους στα σάιτς των βιβλιοπωλείων και του Πάμπλικ».
«Έχω πολλές άγνωστες λέξεις και δεν καταλαβαίνω τι λες, αλλά Γκυστάβ, πάντα είχες μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου και αυτό είναι μέρος της γοητείας σου!», του είπε η γυμνή γυναίκα δίπλα του χαϊδεύοντάς τον.
«Αμούρ, εγώ ήμουν χριστουγεννιάτικο δώρο από τη Γαλλία σε όλη την ανθρωπότητα, όταν γεννήθηκα τον Δεκέμβριο του 1821» της απάντησε και έστριψε το μουστάκι του αυτάρεσκα.
«Καλά, η Νορμανδία δεν είναι και Παρίσι. Κανείς δε θα την ήξερε αν δεν υπήρχε ο Γάλλος Σεφ που ήταν ερωτευμένη η Έμιλυ ιν Πάρις, πριν πάει στην Ιταλία και βαρεθώ να το βλέπω» τον πείραξε εκείνη.
«Στα 8 μου είχα γράψει το πρώτο μου λογοτεχνικό έργο, γιατί να μην έχω την καλύτερη γνώμη για τον εαυτό μου; Παιδί θαύμα είμαι και εγώ, όπως ο Σοπέν, δυο- τρία ποστ πιο κάτω, που κάνει παρέα με τη φίλη μου τη Σάνδη και τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ» κοκορεύτηκε εκείνος.
«Ναι, δε λέω, αν και ο τρόπος γραφής σου δεν είναι το στιλ μου. Εγώ έχω ρομαντική πένα, η δικιά σου είναι…κυνική να την χαρακτηρίσω; Παραείναι ρεαλιστική; Θα τη δεχτεί άραγε το κοινό;»
«Τι να σου πω, από τη δική μου πένα πάντως και όχι τη δική σου, θα γίνεις διάσημη! Από τα λαβ λέτερς που σου γράφω!» της απάντησε αλαζονικά.
«Τι λες καλέ; Τόσες διακρίσεις έχω πάρει για τα λογοτεχνικά μου έργα! Να σου θυμίσω το βραβείο δύο χιλιάδων φράγκων από τη Γαλλική Ακαδημία; Για ρώτα τον φίλο σου, τον Βίκτορα Ουγκώ, τι λέει για τα κείμενά μου», θύμωσε εκείνη.
«Μου αρέσει όταν παθιάζεσαι», της απάντησε και ο πόθος του για εκείνη γιγαντώθηκε! Πάλι!
ΤΟΚ ΤΟΚ ΤΟΚ, τους διέκοψαν τα άγρια χτυπήματα στην πόρτα.
«Χριστέ μου, ο άντρας μου!» Φώναξε ανήσυχη η Λουίζ και άρχισε να βάζει τα ρούχα της όπως όπως.
«ΑΝΟΙΞΤΕ!
The Police!» Ακούστηκε από την πόρτα
«O Sting?» απόρησε η Λουίζ, την ώρα που μπουκάρανε μέσα οι αστυνομικοί.
«Every breath you take
And every move you make
Every bond you break
Every step you take
I’ll be watching you, Γκυστάβ Φλωμπέρ» του φώναζε, ενώ του βάζανε χειροπέδες.
«Μα, γιατί τον συλλαμβάνετε;» ρώτησε τον Sting που ήταν επικεφαλής των Police.
«Για το βιβλίο του, φυσικά. Που έβαλε την πρωταγωνίστριά του την Έμμα, να βαριέται τον άντρα της και να ψάχνει τους έρωτες αλλού.
Οι πομπές της ηρωίδας του, ωθούν στον έκλυτο βίο τις ενάρετες συζύγους της Γαλλίας» ολοκλήρωσε ο αστυνόμος.
«Σαν τη Νανά του φίλου σου του Εμίλ Ζολά», απευθύνθηκε στον κρατούμενο.
«Ναι, αλλά εννοείται ότι εγώ γράφω καλύτερα!», σχολίασε ο Φλωμπέρ.
«Γκυστάβ! Γράφεις για μένα; Η Εμμα είναι εγώ;» χάρηκε η Λουίζ.
«Όχι, αν και τώρα που το λες, πάσχεις και συ από Μποβαρισμό…», είπε εκείνος σκεπτικά και ξαναέστριψε το μουστάκι του, παρόλο που οι χειροπέδες τον εμπόδιζαν.
«Τι είναι αυτό;» απόρησε η Λουίζ
«Είναι μια ορολογία, που θα εφευρεθεί λίγο αργότερα, από το όνομα του βιβλίου μου «Μαντάμ Μποβαρύ». Σημαίνει τάσεις φυγής από την πραγματικότητα στις ερωτικές φαντασιώσεις, και που προκαλείται από την έλλειψη ικανοποίησης. Φανταστική μοιχεία, ερωτική απιστία του μυαλού, τέτοια, λέει η Βικιπαίδεια».
«Παιδιά συγγνώμη που διακόπτω, αλλά σε συλλαμβάνουμε, το καταλάβαμε, έτσι;» Επενέβη ο Sting και τον έσπρωξε έξω από την πόρτα.
«Λουίζ Κολέ μου, αχ, η σκέψη του κολέ σου θα μου δίνει δύναμη στης φυλακής τα σίδερα που είναι για τους λεβέντες», φώναξε αστειευόμενος ο Φλωμπέρ.
Ήξερε ότι δε θα έμπαινε φυλακή γιατί είχε σπουδάσει Νομική ένα φεγγάρι και αν δεν πάθαινε επιληψία, θα είχε γίνει καλύτερος και από τον δικηγόρο με τη Λίνκολν. Θα έχανε όμως η ανθρωπότητα έναν λογοτέχνη με Λάμδα κεφαλαίο.
Όντως, δεν μπήκε φυλακή, γιατί εξήγησε στους αξιοσέβαστους δικαστές, ότι το βιβλίο του δεν ήταν εξώλης και προώλης, «…τουναντίον κύριες και κύριοι ένορκοι, δείχνει τι θα πάθεις αν παραστρατήσεις και κυνηγήσεις τις ηδονές εκτός γάμου, αν είσαι γυναίκα βεβαίως βεβαίως, αν είσαι άνδρας, άλλη ιστορία…».
Και αφέθηκε ελεύθερος και το βιβλίο του έγινε τεραστιότατη επιτυχία!
Ήταν απίστευτα τελειομανής, απίστευτα παθιασμένος και…ποθιασμένος, όταν δεν έγραφε, ταξίδευε και όταν δεν έκανε τίποτα από τα δύο, άραζε στους οίκους ανοχής.
Η Λουίζ Κολέ ήταν ο έρωτας της ζωής του ή ο πιο γνωστός τουλάχιστον.
Ο Φλωμπέρ ήταν 25 χρονών όταν την γνώρισε και εκείνη 36, αυτός ήταν στην αρχή και αυτή στο παραπέντε- παντρεμένη, με εραστή και με παιδί, που δεν το είχε αναγνωρίσει ούτε ο σύζυγος ούτε ο εραστής, και με πλούσιο λογοτεχνικό έργο.
Τις παθιασμένες επιστολές του προς εκείνη:
[…Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις.
Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…
Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις….]
ακολούθησε η σκληρή απόρριψη:
[…Μου είπαν ότι ήρθες στο διαμέρισμά μου τρεις φορές για να προσπαθήσεις να μου μιλήσεις. Δεν ήμουν μέσα και δεν θα είμαι ποτέ ξανά μέσα για σένα»…]
Τουλάχιστον δεν της έκανε γκόστινγκ.
Διαπιστώνουμε λοιπόν για ακόμα μία φορά, πως:
Ό,τι αρχίζει ωραίο, τελειώνει με πόνο.
About Author

