Η Μαύρη Χήρα
Η μάνα του ποτέ δεν τη συμπάθησε. Την αποκαλούσε «Μαύρη χήρα», σκέφτηκε κοιτάζοντας τους ιστούς και τη σκόνη που συσσωρεύονταν στις γωνίες. Το σπίτι του ήταν αχούρι, έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, σαν εκείνον. Σκόρπια ρούχα παντού, άπλυτα στο νεροχύτη, αποτσίγαρα και κουτιά με μισοφαγωμένες πίτσες στο πάτωμα.
Όντως, σαν αράχνη τον τύλιξε στον ιστό της και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Εκείνη που όσο ξαφνικά μπήκε στη ζωή του, έτσι βγήκε. Φεύγοντας, δεν είχε αφήσει τίποτα δικό της εκτός από το γαριασμένο και ξεθωριασμένο πλέον φανελάκι με τη διαφημιστική επιγραφή «Σουβλακερί Τάκης», που φορούσε στον ύπνο.
Αυτό το φανελάκι ήταν το παυσίπονό του στον αφόρητο πόνο που ένιωθε, απ’ όταν εκείνη έφυγε. Δούλευε από το πρωί ως το βράδυ κι όταν γύριζε σπίτι, η πρώτη κίνηση ήταν να το πάρει στα χέρια του. Είχε ακόμα το άρωμά της και του δημιουργούσε παραισθήσεις ότι βρισκόταν αγκαλιά της, μούδιαζε κάπως το άλγος.
Πόνος, μούδιασμα, παραισθήσεις, όλα τα συμπτώματα του τσιμπήματος της μαύρης χήρας.
Επιστρέφοντας, σπίτι εκείνη τη μέρα, με το που άνοιξε την πόρτα, τα ρουθούνια του «χτύπησε» ένα άρωμα φρεσκάδας. Άναψε το φως. Το πάτωμα καθαρό, όλα στη θέση τους τακτοποιημένα. Πληκτρολόγησε στο κινητό του.
-Μάνα;
-Αγόρι μου, έπρεπε, αυτό δεν ήταν σπίτι αλλά χάος.
-Το δικό μου χάος. Γιατί ανακατεύτηκες.
-Παιδί μου, θα αρρώσταινες. Θα σε τρώγανε οι κατσαρίδες κι οι αράχνες. Αχ, αυτή, αυτή η μαύρη χήρα φταίει για όλα.
-Καληνύχτα. Της είχε κλείσει το τηλέφωνο.
Πηγαίνοντας στο κρεβάτι, δεν είδε το φανελάκι. Το άγχος έσφιξε σαν τανάλια την καρδιά του. Έψαξε παντού, έφερε το σπίτι τα πάνω κάτω. Ξανατηλεφώνησε με αγωνία στη μάνα του.
-Μάνα; Η «Σουβλακερί Τάκης» πού είναι;
-Ποια;
-Το φανελάκι στο κρεβάτι μου
– Το πατσαβούρι; Το πέταξα μαζί με την υπόλοιπη σαβούρα.
Η ανάσα του «κόπηκε», η καρδιά του ήταν έτοιμη να βγει από το στήθος του, «πέταξε» το κινητό στον καναπέ, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά της πολυκατοικίας.
Ο κάδος των σκουπιδιών βρισκόταν ακριβώς απ’ έξω. Είχε γράψει επιστολή στον Δήμο να τον πάρουν από κει, να τον τοποθετήσουν αλλού, γιατί δεν μπορούσε τη σκουπιδίλα.
Τώρα, κρεμάστηκε πάνω του, άνοιγε όλες τις σακούλες με μανία, έχωνε τα χέρια του μέσα σε χίλιες δυο ακαθαρσίες ψάχνοντας το φανελάκι. Όταν το βρήκε, το σφιξε πάνω του με λαχτάρα κι επέστρεψε σπίτι του.
Ξάπλωσε με το φανελάκι αγκαλιά. «Πρέπει να βρω το αντίδοτο», ήταν η τελευταία του σκέψη, πριν πέσει σε βαθύ ύπνο.
(Η Συμμετοχή μου στο Διαγωνισμό που διοργάνωσε ο Ιανός “Το ρούχο” _Μάιος 2022)