Η υπέρβαρη βαλίτσα
Οι δύο κοπέλες τρέχανε με τις σαγιονάρες σέρνοντας τις βαλίτσες τους στον κακοτράχαλο δρόμο προς το λιμάνι!
«Τρέχα χριστιανή μου, αργήσαμε, θα χάσουμε το πλοίο»!
Η μελαχρινή κοπέλα που προπορευόταν, φώναζε στην ξανθιά που ακολουθούσε μία ανάσα πίσω της
«Τρέχω τι να κάνω, δεν είμαι και ο Κεντέρης!», απαντούσε η άλλη ασθμαίνοντας! «Αχ!» φώναξε ξαφνικά, «περίμενε, έσπασαν τα ροδάκια της βαλίτσας»!
«Ε, όχι ρε συ, όχι ρε Μέρφυ! Μπορείς να τη σηκώσεις;» τη ρώτησε με αγωνία η μελαχρινή.
«Πλάκα κάνεις; Μόνο αν είχα τα μπράτσα του Σβαρτζενέγκερ!», αποκρίθηκε η ξανθιά που δεν έχανε ποτέ το χιούμορ της.
«Πήρες όλη την ντουλάπα μαζί στις διακοπές και τι κατάλαβες; Κυκλοφορούσες όλη την ώρα με το μαγιό», της είπε εκνευρισμένη η φίλη της.
«Τώρα τι να κάνω; Ταξίδι πίσω στο χρόνο, να επιστρέψω με ένα σακίδιο πλάτης;», απάντησε στο ίδιο ύφος κι εκείνη.
Το μακρόσυρτο και διαπεραστικό σφύριγμα που ακούστηκε, τις διέκοψε! Τα κορίτσια κοντοστάθηκαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά κοίταξαν προς το πλοίο. Το είδανε στο βάθος να σηκώνει σιγά σιγά την μπουκαπόρτα…
«Βγάλε το μαντήλι και κούνα το, γιατί το πλοίο σάλπαρε για λιμάνια ξένα. Το επόμενο δρομολόγιο είναι αύριο. Και αυτό, αν πιάσει στο λιμάνι. Άκουσα τους ντόπιους να λένε ότι θα χει επτά μποφόρ…», είπε η μελαχρινή.
«Τώρα;» ρώτησε ανήσυχη η ξανθιά
«Τώρα, αυτό είναι το κερασάκι στην τούρτα. Ειλικρινά, λίγες μέρες διακοπών ζήτησα η γυναίκα και όλα πήγαν στραβά»!
«Ρε παιδί μου, δες το σαν περιπέτεια!», ξαναβρήκε την αισιοδοξία της η ξανθιά
«Δεν είμαι περιπετειώδης τύπος, σε μένα μιλάς!»
«Μία μέρα ακόμα διακοπών, μπορεί να είναι για καλό»!
«Να μου λείπει το βύσσινο και το κερασάκι κι οποιοδήποτε άλλο φρούτο. Πρέπει να γυρίσω πίσω, δεν έχω παραδώσει την διπλωματική εργασία για το μεταπτυχιακό μου! Ο εργοδότης μου το πλήρωσε με τα χίλια ζόρια, του χρωστάω…»
«Εντάξει ρε συ, δεσμεύτηκες να μείνεις στην εταιρεία του επ αόριστον, θα χει όφελος από την εκπαίδευσή σου, κερδισμένος βγαίνει»!
«Ναι, πρέπει να το πάρω πρώτα όμως!»
«Κορίτσια, μπορώ να βοηθήσω κάπως;» Και οι δύο κοπέλες γύρισαν ξαφνιασμένες προς την κατεύθυνση που ακούστηκε η φωνή.
Ένας μελαχρινός θεός ήλιος καλοκαιρινός, με γυμνασμένα χέρια και γραμμωμένα μπράτσα που διαγράφονταν ξεκάθαρα από το φανελάκι, τις κοίταζε.
«Αν μας βρεις τρόπο να γυρίσουμε Αθήνα, ίσως».
«Είμαι ο Νικόλας. Και λύνω προβλήματα γενικώς»! Είπε και χαμογέλασε πλατιά αποκαλύπτοντας μια αστραφτερή ολόλευκη οδοντοστοιχία η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την ηλιοκαμένη του επιδερμίδα!
«Έχεις δικό σου πλοίο;» Ρώτησε μουρτζούφλικα η μελαχρινή τρώγοντας από άγχος τα νύχια της και ταυτόχρονα μια κρυφή αγκωνιά από τη φίλη της.
«Έχω μια βάρκα δική μου, που θα μπορούσε να σε πάει απέναντι στη Λήμνο και να πάρεις από κει αεροπλάνο για Αθήνα. Ωστόσο, θα προτιμούσα να βοηθήσω να περάσετε μία ακόμα υπέροχη μέρα στο νησί και να πάρετε το επόμενο πλοίο της γραμμής! Θεού και μελτεμιών επιτρέποντος»!
Για ένα λεπτό η μελαχρινή βάλθηκε να το σκέφτεται.
«Για μη περιπετειώδης τύπος αρκετά το σκέφτεσαι να αρμενίσεις μεσοπέλαγο με βάρκα την ελπίδα ή μάλλον με ελπίδα τη βάρκα», της ψιθύρισε η φίλη της
«Όντως. Δε θα μπω στη βάρκα κάποιου που δε γνωρίζω επειδή έχασα το πλοίο βρισκόμενη στο πιο απομακρυσμένο νησί του κόσμου στο οποίο βρέθηκα κατά λάθος. Δεν είμαι πρωταγωνίστρια σε μυθιστόρημα».
«Κι εγώ αυτό ήλπιζα να πεις, ξαναχαμογέλασε εκείνος».
«Ναι κι εγώ, επειδή είμαι κι εγώ εδώ δηλαδή, δε θα την άφηνα»! Μίλησε ξανά η φίλη της. Είμαι η Χλόη παρεμπιπτόντως και από εδώ η φίλη μου η Εύα, έκανε τις συστάσεις το ξανθό κορίτσι.
«Ωραία, να βοηθήσω με τις βαλίτσες και τη διαμονή;» πρότεινε ιπποτικά εκείνος.
«Ευχαριστούμε, αλλά θα πάμε πίσω στο ξενοδοχείο να κανονίσουμε για μια ακόμα διανυκτέρευση», του είπε η Εύα.
«Να μη βοηθήσω με τις βαλίτσες; Φαίνονται βαριές», έκανε μία ακόμα προσπάθεια εκείνος.
«Όχι, μπορούμε μόνες μας!», ακούστηκε πιο επιθετική απ όσο θα ήθελε η Εύα.
«Καλώς! Θα βρίσκομαι στο μπαράκι στο μόλο, που δένουν οι βάρκες. Αν χρειαστείτε κάτι, θα με βρείτε εκεί», είπε ο Νικόλας, παραδίνοντας τα όπλα.
«Θα βρεθούμε σίγουρα, μισή μπουκιά νησί είναι. Παρεμπιπτόντως πώς δε σε πετύχαμε τόσες μέρες;» ξαναέπιασε τη συζήτηση η Χλόη.
«Ήμουν στη Λήμνο για δουλειές και ήταν να επιστρέψω αύριο, αλλά λόγω καιρού, το επίσπευσα για σήμερα! Ήταν μοιραίο να γνωριστούμε νομίζω», χαμογέλασε πάλι αυτός.
«Νομίζω ήταν τυχαίο», του απάντησε κοφτά η Εύα.
«Μάλιστα, ούτε περιπετειώδης, ούτε ρομαντική και φεμινίστρια, κρατώ σημειώσεις!», σχολίασε αυτός.
«Μας συγχωρείς, πρέπει να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, πριν δώσουν το δωμάτιο μας», προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα η Χλόη
«Τα λέμε αργότερα, κορίτσια»! Τις χαιρέτησε εκείνος.
«Να σου πω, είσαι με τα καλά σου; Ο άνθρωπος είναι κούκλος και κεραυνοβολήθηκε μαζί σου! Άνοιξε τα μάτια σου»!
«Ανοιχτά είναι τα μάτια, τα υπόλοιπα είναι κλειστά. Φεύγουμε αύριο»!
«Καλά, μην το δένεις και κόμπο αυτό. Και αν είναι το γραφτό σου;»
«Αυτά συμβαίνουν στις ταινίες. Στην πραγματική ζωή, μόλις έχασα το πλοίο γιατί η βαλίτσα σου ήταν υπέρβαρη, το μεταπτυχιακό μου σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο και βασικά δεν έπρεπε καν να είμαστε εδώ! Στη Λήμνο πηγαίναμε και κατεβήκαμε σε λάθος λιμάνι! Είπαμε να μείνουμε ένα βράδυ και μας έπιασαν τα μποφόρ, τα μελτέμια του άγριου βορρά και οι εφτά πληγές του Φαραώ και ξεμείναμε εδώ όλες τις ημέρες της άδειάς μου».
«Τσ τσ, στα όρη τα άγρια βουνά»!
«Τι λες; Τρελάθηκες;»
«Διώχνω μακριά την αρνητική ενέργεια, αυτό κάνω. Και τέλος πάντων, θα μπορούσες να τον αφήσεις να βοηθήσει με τη βαλίτσα μου. Μιλάμε είναι ασήκωτη»!
«Όχι να την κουβαλήσεις τώρα, να μάθεις! Για τιμωρία!» Της είπε ενώ ταυτόχρονα τη βοηθούσε να τη σηκώσει.
Τα κορίτσια προχωρούσαν στη μεγάλη ανηφόρα που οδηγούσε στο ξενοδοχείο προσπερνώντας και θαυμάζοντας τις αυλές στα σπίτια του οικισμού που οι κάτοικοι τηρούσαν σχολαστικά την καθαριότητα. Τις αυλές που λαμποκοπούσαν, λες και τις σκούπιζαν και τις σφουγγάριζαν κάθε πέντε λεπτά, τις ομόρφαιναν αμυγδαλιές και γεράνια. Οι μπουγάδες στις ταράτσες, τηρούσαν την ίδια τάξη! Τα ρούχα ήταν όλα απλωμένα κατά είδος και μέγεθος.
Ιδρωμένες από την ανάβαση στο καυτό μεσημεριάτικο ήλιο κουβαλώντας τις ασήκωτες βαλίτσες, φτάσανε στον προορισμό τους και χτύπησαν το κουδούνι.
Τους άνοιξε η ξενοδόχος: “Τι έγινε κορίτσια; Το μετανιώσατε;” τις ρώτησε
«Χάσαμε το πλοίο… Μπορούμε να έχουμε το δωμάτιο μας για μία ακόμα νύχτα», τη ρωτήσανε και κρεμάστηκαν από το στόμα της για την απάντηση
«Λυπάμαι, έχουν ήδη μπει μέσα οι επόμενοι, και δυστυχώς, είμαι γεμάτη μέχρι και τέλος Αυγούστου», αποκρίθηκε εκείνη.
Τα κορίτσια πήραν τον δρόμο αντίστροφα, σέρνοντας πόδια και βαλίτσες. Ρώτησαν ένα ένα όλα τα ενοικιαζόμενα δωμάτια που υπήρχαν στο νησί και απ’όλα παίρνανε την ίδια απάντηση «Δεν υπάρχει διαθεσιμότητα».
«Μα τι διακοπές κι αυτές!», είπε η Εύα κατσούφικα
«Ρε συ, κάποια μέρα θα τα συζητάμε και θα γελάμε!» προσπάθησε να της φτιάξει το κέφι η Χλόη
«Ναι, αλλά τώρα κλαίμε» της απάντησε εκείνη
«Μόνο εσύ θα έκλαιγες που μας περιμένει ένας κούκλος στο μόλο. Εσένα περιμένει δηλαδή, αλλά μαζί με τον βασιλικό, ποτίζεται και η γλάστρα»!
«Λουλούδι μου εσύ! Πάμε για καφέ και μετά μας βλέπω να τη βγάζουμε ελεύθερο κάμπινγκ στην παραλία. Παρακάλα αύριο να πέσουν τα μελτέμια!»
Τα κορίτσια προχωρώντας με τις βαλίτσες φτάσανε πάλι στο λιμάνι.
«Καλώς τες!» Τις χαιρέτησε έξω από το καφέ – μπαρ -ταβερνάκι, ο Νικόλας. Έπινε τον καφέ του και ξεδιάλυνε τα δίχτυα του.
«Ξεμείναμε στους πέντε δρόμους» του είπε η Χλόη
«Ε εντάξει, κάτι θα κάνουμε γι αυτό!» της απάντησε γελώντας εκείνος.
«Ναι, θα μείνουμε παραλία και θα παρακαλάμε τα πεφταστέρια να πιάσει αύριο το πλοίο στο λιμάνι», είπε η Εύα μουτρωμένη
«Βεβαίως βεβαίως, και αυτό είναι μια επιλογή», γέλασε ακόμα μία φορά ο ηλιοκαμένος κούκλος κοιτώντας την βαθιά μέσα στα μάτια
«Εεε, ναι, εγώ να πηγαίνω παιδιά»
«Πού πας Χλόη;» τη ρώτησε η φίλη της
«Ε, πάω να δω τις βαρκούλες που αρμενίζουν και να βρω κανά φανάρι να σας κρατάω;» την πείραξε εκείνη.
«Τι λες ρε συ…» έφερε αντίρρηση η Εύα
«Άσε τις βαλίτσες μέσα στο μαγαζί, πες ο Νικόλας μου πε!» πετάχτηκε ο Νικόλας. «Εκτός αν επεμβαίνω περισσ..»
«Μια χαρά και σε ευχαριστούμε», τον διέκοψε η Χλόη για να προλάβει τυχόν άρνηση της Εύας! «Τα λέμε σε λίγο»! τους αποχαιρετησε και απομακρύνθηκε.
Η Εύα έμεινε μαζί του. Κάθισε σε μια καρέκλα.
«Να κεράσω ένα ουζάκι να πάνε κάτω τα φαρμάκια; Ή καφέ;» πρότεινε ο Νικόλας
«Ένα ουζάκι θα το έπινα», του απάντησε χαμογελώντας του. «Ευχαριστώ!»
«Ώπα, μπορείς και να χαμογελάς; Δεν το περίμενα!» την πείραξε. «Κράτα το χαμόγελο, μέχρι να επιστρέψω!»
Μπήκε σβέλτα μέσα στο μαγαζί και βγήκε με δύο ποτηράκια. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους! Μετά τις πρώτες γουλιές, της είπε:
«Να μαντέψω. Τα θέλεις όλα υπό έλεγχο και όταν συμβεί κάποιο απρόοπτο, στραβώνεις;»
«Έχω υποχρεώσεις στην Αθήνα»
«Σύζυγο, παιδιά;»
«Όχι, καμία σχέση»!
“Γατιά-σκυλιά;»
«Μόνη μου μένω»
«Τότε;»
«Πρέπει να παραδώσω την διπλωματική για το μεταπτυχιακό μου, το οποίο πληρώνουν από τη δουλειά μου».
«Εντάξει, δεν υπάρχει καθόλου χρονικό περιθώριο; Παράταση δεν μπορείς να πάρεις; Ίσως να τη στείλεις ηλεκτρονικά;»
«Πόσες λύσεις θα προτείνεις;»Τον ρώτησε χαμογελώντας πιο αληθινά. Το ούζο είχε αρχίσει να τη χαλαρώνει.
«Έχω λύση για κάθε πρόβλημα, όπως είπα και νωρίτερα. Πώς και ήρθατε εδώ; Έχετε μέρες;»
«Πριν τέσσερις μέρες. Δεν έχω άλλη άδεια».
Του είπε όλη την ιστορία, ότι πηγαίνανε στη Λήμνο ότι τις πήρε ο ύπνος το βράδυ κι όταν ακούσανε την κόρνα του πλοίου για την άφιξη στο λιμάνι κατεβήκανε βιαστικά και κοιμισμένες. Ήταν τυχερές που βρήκαν δωμάτιο αλλά άτυχες που τις επόμενες ημέρες το πλοίο δεν μπορούσε να πιάσει στο λιμάνι από τα μποφόρ. Είχαν χάσει την προκαταβολή του ξενοδοχείου στη Λήμνο και γενικά αλλιώς είχαν σχεδιάσει τις διακοπές τους!
«Βγήκαμε εκτός προγράμματος… Τρομερό!»Γέλασε πάλι εκείνος.
Αυτή τη φορά γέλασε κι εκείνη.
«Και μουτρωμένη είσαι όμορφη, αλλά όταν γελάς είναι εκθαμβωτική η ομορφιά σου»
«Στοίχημα ότι το λες σε όλες τις τουρίστριες αυτό»
«Μπα, είσαι η πρώτη μουτρωμένη τουρίστρια που γνωρίζω».
Ξαναγέλασε αυθόρμητα εκείνη και εκείνος έμεινε να τη χαζεύει!
«Παιδιά συγγνώμη που διακόπτω, αλλά μεσημεριάτικα πάνω κάτω σαν την άδικη κατάρα, θα πάθω ηλίαση. Τουλάχιστον να φάω καμιά κρέπα, να βάλω το μαγιό μου και να πάω παραλία», άκουσαν τη Χλόη να τους λέει.
«Κάτσε» της είπε ο Νικόλας. “Πρέπει να φύγω αλλά το βράδυ θα παίξω μουσική με φίλους στην παραλία του Αη Δημήτρη. Θέλετε να έρθετε;»
«Είσαι και μουσικός»!
«Είμαι και από αυτό, ναι! Να περιμένω το χειροκρότημά σας;»
«Δεν την ξέρουμε την παραλία», του είπε η Χλόη
«Θα περάσω να σας πάρω με την καρότσα. Κατά τις 6 εδώ” τους έκλεισε ραντεβού εκείνος
«Με την καρότσα;»
«Ναι, θα ζήσεις την περιπέτεια, απ΄ότι φαίνεται”, της είπε γελώντας, “δεν έχει και σήμα εκεί, πωπωπω”, συνέχισε να γελάει και παίρνοντας τα καθαρισμένα δίχτυα μαζί του, σηκώθηκε από την καρέκλα. Στις έξι κορίτσια”, ξαναείπε και γύρισε την πλάτη του!
«Λέγε τα όλα μωρή γκρούπι’!
«Τι λες παιδί μου;»
«Λέω, σαν να μην πειράζει τώρα πολύ που η εργασία σου σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο, ε; ε; ε;»
Η Εύα άρχισε να χαχανίζει, «εντάξει, ναι, μου αρέσει, και τέλος πάντων, δεν έχει νόημα να μείνω μουτρωμένη μέχρι να πιάσει το πλοίο στο λιμανάκι αυτού του νησιού! Ας το απολαύσουμε!»!
«Αυτό είναι το κορίτσι μου»!
Στις 6 ο Νικόλας βρισκόταν με το κόκκινο αγροτικό ντάτσουν του στο σημείο συνάντησης. Τα κορίτσια τον πλησίασαν. Στη θέση του συνοδηγού ήταν ένα άλλο παλικάρι. Κατέβηκε να τις βοήθησε να ανέβουν στην καρότσα και να καθίσουν ανάμεσα στις κιθάρες και τα ντράμς.
Δεν υπήρχε άσφαλτος και ο χωμάτινος δρόμος ήταν γεμάτος κοτρόνες που έκανε το αμάξι να τραντάζεται. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο συνοδηγός κατέβηκε δυο φορές, να ανοίξει αυτοσχέδιες πόρτες φτιαγμένες από συρματοπλέγματα και να τις ξανακλείσει αφού περάσει το αγροτικό, για να μη φύγουν τα γίδοπρόβατα που βόσκαγαν εκεί.
«Μιλάμε για εμπειρία ζωής, πρέπει να το παραδεχτείς», είπε η Χλόη στην Εύα. «Θα το ζούσες αυτό στη Λήμνο;» τη ρώτησε.
«Νομίζω, όχι»!
«Σίγουρα, όχι»!
«Θα το συζητάμε αυτό το καλοκαίρι μετά από πολλά χρόνια, όταν θα πίνουμε το τσάι μας, φαφούτες γριούλες»!
«Φαφούτα θα είσαι εσύ, εγώ όχι, θα χω ωραιότατη κοφτερή και αστραφτερή μασέλα! Χαμογέλα τώρα που χεις όλα σου τα δόντια, πρέπει να αποθανατίσουμε τη στιγμή», της είπε και έβγαλε μια φωτογραφία με το κινητό της.
Στη συνέχεια, κουμπώνοντας το κινητό στην ειδική συσκευή που είχε μαζί της, εκτύπωσε τη φωτογραφία και της την έδωσε.
Στα επόμενα δέκα λεπτά είχαν φτάσει στην παραλία. Πάρκαραν στα δέντρα που φτάνανε ως την αμμουδιά την αναμεμειγμένη με ψιλό, μαύρο ηφαιστειογενές βότσαλο. Εκεί υπήρχαν καμιά εικοσαριά άτομα ακόμα, ανάψανε φωτιά με τα ξύλα που μαζέψανε στην ακρογιαλιά και καθίσανε όλοι να ακούσουνε ωραία μπλουζ που θα έπαιζε ο Νικόλας με την μπάντα του.
Τα κορίτσια ήπιανε μπίρες που μοιράστηκαν από τα ψυγειάκια, τραγούδησαν, κάποιοι σηκώθηκαν και χόρεψαν. Κάποιες ώρες αργότερα, ο Νικόλας και η Εύα ήταν ξαπλωμένοι στην αμμουδιά με το κύμα να σκάει ρυθμικά στα πόδια τους! Κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό όταν ένα πεφταστέρι έπεσε.
«Ευχήθηκες να πιάσει το πλοίο αύριο;»τη ρώτησε
«Όχι», του απάντησε με βραχνή φωνή εκείνη.
Εκείνος ανασηκώθηκε στον αγκώνα του και έσκυψε προς το μέρος της. Τον κοίταζε μες τα μάτια δίνοντας του το πράσινο φως. Έσκυψε περισσότερο και της άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη.
«Ήθελα να το κάνω από το πρώτο λεπτό που σε είδα», της είπε.
«Δε μου αρέσει όταν τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχό μου, είχες δίκιο. Προτιμώ να τα έχω όλα οργανωμένα και προγραμματισμένα».
«Ναι, αλλά τα αυθόρμητα είναι τα καλύτερα. Εκεί κρύβεται η μαγεία».
«Αυτή η μέρα είναι γεμάτη απρόοπτα. Η Αυγουστιάτικη δε, νύχτα…είναι μαγική», του σχολίασε ονειροπολώντας εκείνη.
“Υπάρχει λόγος που το Αυγουστιάτικο φεγγάρι έχει δώσει έμπνευση για τη δημιουργία τραγουδιών και ποιημάτων”, της απάντησε και της έδωσε άλλο ένα φιλί μεγαλύτερης διάρκειας και γεμάτο υποσχέσεις.
Κάποιοι από την παρέα έβγαλαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους και βούτηξαν γυμνοί στα διάφανα νερά. Ανάμεσα τους και η Χλόη.
Βούτηξαν και ο Νικόλας με την Εύα, απόμερα από τους άλλους. Η θάλασσα ήταν ζεστή και τους καλοδέχτηκε στην αγκαλιά της.
Αργότερα, ξαπλωμένοι ανάσκελα στην παραλία κοίταζαν τα αστέρια που λάμπανε στον ουρανό, ως το ξημέρωμα
«Το πιστεύεις ότι μετά από αυτή τη μέρα, ειδικά αν πιάσει το πλοίο, θα γίνουμε δυο ξένοι; Θα ξεχάσει ο ένας τον άλλον;» τη ρώτησε.
«Εξαρτάται αν πιστεύεις στα πεφταστέρια», του απάντησε, χαμογελώντας.
Έψαξε με το βλέμμα της την Χλόη. Κοιμόταν με τους υπόλοιπους της παρέας, ο ένας πλάι στον άλλο, κολλημένοι, για να προστατευτούνε από την πρωινή δροσιά.
«Μαμάαα, μου δώνεις λίγο νελό;» Η φωνούλα της κόρης της την έκανε να αναπηδήσει. Μόλις είχε κάνει ένα νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν!
Άφησε τη φωτογραφία που κρατούσε στον πάγκο της κουζίνας και έβαλε νερό στο ποτήρι με τη Μίνι Μάουζ.
Στη συνέχεια, την ξαναπήρε στο ένα χέρι και με το κινητό στο άλλο πληκτρολόγησε τα νούμερα.
«Σαν τα χιόνια», άκουσε τη Χλόη στην άλλη πλευρά της γραμμής
«Χλόη μου, θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι στον Άη Στράτη;»
«Πολύ καλά! Χωρίς εμένα και την μονίμως υπέρβαρη βαλίτσα μου, δε θα είχες γνωρίσει τον έρωτα της ζωής σου!