Να σου πω μια ιστορία;

Η φίλη

Μοιραστείτε το :

Η βιντεοκασέτα που τις έδειχνε να γελάνε στο λουναπάρκ είχε φτάσει στο τέλος της.

«Φρεντς φορ έβερ», φώναζαν χαρούμενες, με την καλύτερή της φίλη τη Ρένα, τη διπλανή της στο θρανίο από το νήπιο και σ΄ όλες τις τάξεις του σχολείου. Σχεδόν δηλαδή.

Την είχε σαν αδερφή της την Ρένα. Την είχαν πάρει υπό την προστασία τους οικογενειακώς, αφού ο πατέρας της δούλευε συνεχώς και ασταμάτητα, επτά μέρες την εβδομάδα κι η μητέρα της τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μωρό ακόμα.

Το λουναπάρκ ήταν το αγαπημένο τους μέρος. Εκεί τις πήγαιναν οι γονείς της τα Σαββατοκύριακα, εκεί βγαίνανε τα Σαββατόβραδα μόνες τους, όταν μεγάλωσαν. Όλα μαζί τα κάνανε. Μόνο στο ταξίδι που πήγε με τους γονείς της στο εξωτερικό δεν την είχε δίπλα της.

Εκείνο το Σαββατοκύριακο η Ρένα είχε πάει μόνη της, στο λουναπάρκ. Εκείνη τη μία φορά που δεν ήταν μαζί της, η φίλη της γνώρισε το κάθαρμα.

Ποιος ξέρει πώς τα είχε καταφέρει αυτός. Να ήταν η περιέργεια, ο πειραματισμός, η έλξη του απαγορευμένου; Εκείνος ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός τους κι η φίλη της μικρή, μπορούσε να τη χειραγωγήσει Σε κάθε περίπτωση την είχε γοητεύσει.

Η φίλη της άρχισε να απομακρύνεται, να βγαίνει μόνη της, να μην περνάνε χρόνο μαζί. Στην αρχή, νόμιζε ότι η αιτία ήταν ο έρωτάς της για τον τύπο του λουναπάρκ. Την είχε πιέσει να της τον γνωρίσει. Αυτό από μόνο του, ήταν ύποπτο. Όταν τον είδε, κατάλαβε γιατί. Και δεν ήταν μόνο η μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχε με τη φίλη της αλλά και κάτι ακόμα, που όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει.

Η αντιπάθεια ήταν αμοιβαία.

Έκτοτε, η Ρένα με διάφορες προφάσεις την απέφευγε και δεν ξαναπρότεινε ποτέ να βγούνε όλοι μαζί. Κι εκείνη όμως είχε τσαντιστεί που η φίλη της επέλεξε αυτόν και δεν προσπάθησε περισσότερο.

Κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό τρέχει όταν είδε την ξαφνική πτώση στην επίδοσή της φίλης της στα μαθήματα. Εκεί που ήταν άριστη μαθήτρια, άρχισε να αδιαφορεί πλήρως, και να έρχεται σχολείο μόνιμα αδιάβαστη μέχρι που έμεινε στην ίδια τάξη! Εκείνη η χρονιά που η ίδια αποφοίτησε από το λύκειο αλλά η φίλη της ξαναέκανε την χρονιά της Γ’ Λυκείου, ήταν κι η μοιραία.

Είχε πάει σπίτι της να της πει ότι της λείπει, να φτιάξουν τη σχέση τους. Τη βρήκε στο πάτωμα του δωματίου της, παγωμένη, με τη σύριγγα ακόμα καρφωμένη στο χέρι της. Υπερβολική δόση.

Από κείνη τη μέρα η ζωή της άλλαξε. Το σοκ, η θλίψη, οι ενοχές τη συνόδευαν έως σήμερα.

Κάκιζε τον εαυτό της που άργησε να καταλάβει τι της συμβαίνει. Ίσως αν το είχε καταλάβει εγκαίρως να είχε καταφέρει να την τραβήξει από το δρόμο αυτόν. Αν είχε μιλήσει στους γονείς και δεν την κάλυπτε, αν δεν είχε θυμώσει και δεν το είχε πάρει εγωιστικά που την είχε κάνει πέρα, τώρα ίσως να καθόταν δίπλα της στον καναπέ και να βλέπαν μαζί την βιντεοταινία.

Σκούπισε το δάκρυ της και σηκώθηκε από τον καναπέ της. Δεν έχουν νόημα τα «αν» του παρελθόντος. Μόνο τα «να» του παρόντος. Ενός παρόντος στο οποίο δεν υπήρχε ούτε η φίλη της και, πλέον, ούτε τα Αηδονάκια. Τέλος εποχής.

Και τώρα που τα πολύχρωμα φώτα είχαν σβήσει, που μπήκε λουκέτο στο λούναπάρκ, αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της. Αυτό που είχε σχεδιάσει καιρό.

Φόρεσε με προσοχή τη μαύρη ολόσωμη φόρμα με το αβυσσαλέο ντεκολτέ που έγινε ένα με το κορμί της, επιμελήθηκε σχολαστικά το μακιγιάζ της και διάλεξε για την αποψινή βραδιά τα ψηλοτάκουνα πέδιλά της. Έλεγξε το περιεχόμενο της τσάντας της και βγήκε έξω από το διαμέρισμά της.

Πήρε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του κλαμπ «Τίζερ». Αυτός ήταν θαμώνας εκεί και εκείνη το γνώριζε γιατί τα σόσιαλ μίντια είχαν μεγάλο στόμα.

Κάθισε στο μπαρ σε σημείο που μπορούσε να βλέπει την είσοδο και πήρε ένα ουίσκι. Κοίταξε τριγύρω, αυτός δεν είχε έρθει ακόμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί. Το βλέμμα του έπεσε πάνω της και κατάλαβε ότι του τράβηξε την προσοχή. Δεν ξαφνιάστηκε. Ήξερε ότι μετρούσε.

Για λίγο ανησύχησε.

Λες να την αναγνώριζε; Αλλά αποκλείεται να συνέβαινε αυτό. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από εκείνη την πρώτη και τελευταία φορά που την είχε δει μόνο μια φορά. Και η εμφάνισή της τώρα δεν είχε καμία σχέση με τότε. Το δεκαεξάχρονο ασχημόπαπο είχε γίνει ένας εικοσιεξάχρονος κύκνος.

Παραλίγο να λιγοψυχήσει αλλά το πρόσωπο της φίλης της με τα μεγάλα ταλαιπωρημένα μάτια με τους μαύρους κύκλους και το χαμένο βλέμμα, της έδωσε την ώθηση που ήθελε.

Κάρφωσε τα μάτια της πάνω του. Το συνήθως «ζεστό» καστανό βλέμμα της είχε αντικατασταθεί από ένα γεμάτο υποσχέσεις, ύφος!

«Να σε κεράσω ένα ποτό;» τη ρώτησε.

«Πόσο προβλέψιμος…» Έγνεψε καταφατικά χαμογελώντας του σαγηνευτικά.

«Μάρκος», της συστήθηκε.

Το ξέρω ανόητε, είπε από μέσα της.

«Δε σε έχω ξαναδεί εδώ. Έρχομαι κάθε Σάββατο» συνέχισε αυτός.

Κι αυτό, το ξέρω, ταγκάρεις συνέχεια την τοποθεσία στα σόσιαλ μίντια.

«Λίνα» του συστήθηκε με τη βραχνή σέξι φωνή της.

Το βλέμμα του καρφώθηκε στο ντεκολτέ της. Το τι σκεφτόταν ήταν ξεκάθαρο. Προσπάθησε όμως να υπερνικήσει τη λαγνεία του και να κάνει κουβεντούλα έτσι για το ξεκάρφωμα.

«Περιμένεις παρέα;» τη ρώτησε.

Εκείνη οδήγησε την κουβέντα εκεί που ήθελε. Του είπε ότι είχε έρθει να ρωτήσει για δουλειά. Ίσως στην πόρτα ή στο μπαρ.

Εκείνος τσίμπησε αμέσως το δόλωμα.

«Ψάχνεις δουλειά;» είπες; Ψάχνω προσωπική βοηθό! Πόσο τυχεροί είμαστε;» Τη ρώτησε γελώντας.

«Η τύχη δεν έχει καμία δουλειά με τις υποθέσεις μας», σκέφτηκε εκείνη προσπαθώντας να μην φανεί η αποστροφή της.

«Είναι η τυχερή μου μέρα, φαίνεται» του απάντησε.

Ο πόθος του ήταν δύσκολο να κρυφτεί. «Θέλεις να πάμε να σου δείξω τα γραφεία;» τη ρώτησε. Δεν κρατιόταν. Το παντελόνι του στον καβάλο είχε φουσκώσει. Τα λίγα τυχαία αγγίγματά της, το ότι τον κοίταζε μες τα μάτια μαγνητίζοντάς του, είχαν κάνει όλη την προεργασία.

«Μες τη νύχτα;» του γουργούρισε στο αυτί του.

«Ναι, γιατί όχι; Και να τα πούμε και με την ησυχία μας! Έχω εφοδιασμένο μπαρ με πολύ ακριβό ουίσκι».

Εκείνη, δεν απάντησε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την έξοδο κουνώντας τους γοφούς της προκλητικά.

Εκείνος ακολούθησε από πίσω σαν σκυλάκι.

Την οδήγησε καμαρωτός προς την μαζεράτι του. Στο επόμενο τέταρτο είχαν φτάσει στις πολυτελείς εγκαταστάσεις της εταιρείας του. Προχώρησαν προς το εσωτερικό κι εκείνος μη χάνοντας χρόνο την τράβηξε πάνω του.

«Να πιούμε ένα ποτάκι πρώτα» του είπε εκείνη ξεγλιστρώντας από την αγκαλιά του και συμπλήρωσε «δεν πιστεύω να μας γράφουν κάμερες».

Εκείνος πήγε απρόθυμα προς το μπαρ και επέστρεψε με δύο ποτήρια.

«Έχουμε κάνα δυο εδώ και μία στην είσοδο», της απάντησε.

«Να τις σβήσουμε λέω, θα εκφραζόμουν πιο άνετα» του ψιθύρισε χαϊδεύοντάς τον με την αναπνοή της.

Εκείνος υπάκουα, πήγε και τις έκλεισε και καθώς ερχόταν προς το μέρος της ξεκουμπώνοντας ήδη ο παντελόνι του, εκείνη τον σταμάτησε ακόμα μία φορά.

«Μου φέρνεις λίγο πάγο για το ουίσκι μου;»

Λιγωμένος από τον πόθο αυτός έτρεξε προς την κουζίνα.

Εκείνη έβγαλε γρήγορα από την τσάντα της το μικρό πορτοφολάκι και άδειασε το περιεχόμενό του στο ποτήρι του.

Ίσα που πρόλαβε να το βάλει στην τσάντα της όταν εκείνος επέστρεψε. Έβαλε μερικά παγάκια στο ποτήρι της και της το έδωσε. Τσουγκρίσανε και ήπιανε από μια γουλιά.

«Άσπρο πάτο;» τον ρώτησε.

Ένιωσε την ανάσα της στο αυτί του και υπάκουσε χωρίς σκέψη.

Την επόμενη στιγμή την άρπαξε και κόλλησε με απληστία το στόμα του στο δικό της. Τα χέρια του έτρεξαν πάνω κάτω στο κορμί της.

Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν εκείνος άρχισε να χάνει την ισορροπία του. Τον οδήγησε προς τον δερμάτινο καναπέ του γραφείου του. Ίσα που πρόλαβε, γιατί εκείνος έπεσε πάνω του λιπόθυμος.

Φόρεσε τα γάντια της και πιάνοντας την γεμάτη ένεση μέσα από την τσάντα της, του την κάρφωσε στο μπράτσο. «Για τη Ρένα, κάθαρμα, που της έκλεψες τη ζωή».

Την άφησε δίπλα του και έφυγε από την εταιρεία.

Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες γράφανε για το γκόλντεν μπόι του Αμαρουσίου που βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση, στον καναπέ του γραφείου του.

About Author

Μοιραστείτε το :