Να σου πω μια ιστορία;

Η Χάιντι επισκέπτεται την Κάντυ Κάντυ στην Κούβα!

Μοιραστείτε το :

Η Χάιντι προσγειώθηκε στο μικρό αεροδρόμιο της Αβάνας, που είχε το όνομα του διάσημου ποιητή και συμβόλου του αγώνα για την ανεξαρτησία της Κούβας, σύμφωνα με τον Κάστρο δηλαδή, τον José Martí. Είχε πάει διαβασμένη. Τόσες ώρες πτήση, είδε ταινία, κοιμήθηκε, ξύπνησε, χάθηκε στις σκέψεις της, διάβασε και το βιβλίο με την ιστορία της Κούβας.

Προχώρησε προς τον κυλιόμενο ιμάντα να πάρει τη βαλίτσα της. Περίμενε αρκετή ώρα γιατί γύριζε με αργούς ρυθμούς, μέχρι που κάποια στιγμή κόλλησε και σταμάτησε.

Της υπομονής… σκέφτηκε και κάθισε στο πάτωμα να περιμένει. Έβγαλε από το μπακ πακ της μια τομπλερόν, από αυτές που είχε φέρει στην Κάντυ και άρχισε να την τρώει.

«Δεν πιστεύω να βιάζεσαι. Στην Κούβα κατεβάζουμε ταχύτητα», άκουσε να της λέει κάποιος δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι της. Είδε ένα ψηλό γεροδεμένο άνδρα στο χρώμα της τομπλερόν που έτρωγε.

«Δε βιάζομαι αλλά θα ήθελα να ξέρω πόσο θα περιμένω, πάνω κάτω, για να πάρω τη βαλίτσα μου», του απάντησε.

«Στην Ελβετία, φαντάζομαι δουλεύουν όλα ρολόι, με ακρίβεια!» της σχολίασε και βλέποντας το ερωτηματικό της βλέμμα, συμπλήρωσε με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

«Με έστειλε η φίλη σου η Κάντυ Κάντυ να σε παραλάβω».

«Δεν ήρθε η ίδια;» ρώτησε το προφανές. Πόσο απαράδεκτη ήταν… σκέφτηκε. Έστειλε έναν άγνωστο να με πάρει.

«Είχε δουλειές, αλλά είσαι τυχερή γιατί σήμερα δε θα είμαι μόνο ο οδηγός σου αλλά και ο ξεναγός σου!»

Εκείνη τι στιγμή, ο ιμάντας ξανάρχισε να λειτουργεί και επιτέλους μετά από λίγο είδε το κόκκινο βαλιτσάκι της να πλησιάζει

«Με αυτό ταξίδεψες μόνο;» τη ρώτησε ο μίστερ Τομπλερόν.

«Μαγιό, κοντομάνικα και σορτσάκια έχει μέσα. Άφησα τα πουλόβερ στην Ελβετία», του απάντησε.

«Ξέρεις ότι εδώ δεν έχει εμπορικά κέντρα, έτσι;» γέλασε εκείνος. «Ετοιμάσου για πολιτιστικό σοκ! Με λένε Χοσέ», τη συστήθηκε.

«Εμένα Χάιντι!»

«Ναι, το ξέρω!», μου χει δείξει φωτογραφίες σου η Κάντυ Κάντυ.

Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο το σκηνικό που αντίκρισε απείχε πολύ από το ηλιόλουστο εξωτικό τοπίο  που είχε στο μυαλό της.

Ξεριζωμένοι φοίνικες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, διάφορα συντρίμμια και κόσμος που μάζευε ό,τι σωζόταν, αυτή ήταν η πρώτη εικόνα της Αβάνας.

«Είσαι τυχερή που ήρθες σήμερα! Χθες, πέρασε  ένας τυφώνας από τα μέρη μας. Μας πήρε και μας σήκωσε, όπως βλέπεις! Έβρεξε, όσο δυο μήνες μαζεμένοι… Να φανταστείς ότι βγήκα από το σπίτι μου με σωστική λέμβο! Το αυτοκίνητό μου είχε κολλήσει στη λάσπη, αλλά μου δωσε ο γείτονας το δικό του! Και έτσι ήρθα! Θες να πάμε βόλτα ή να σε αφήσω στο ξενοδοχείο σου; Έχεις τζετ λαγκ;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον, ανοίγοντάς της, την πόρτα του συνοδηγού της ξεχαρβαλωμένης κάντιλακ.

«Θα ήθελα να πάμε στο ξενοδοχείο. Ευχαριστώ», του είπε εκείνη.

«Μήπως, πρώτα θες να φας κάτι; Έχω ένα Paladar Restaurant»

«Τι είναι Paladar;» ρώτησε

«Σημαίνει ότι είναι δικό μου! Γι αυτό στο λέω με περηφάνια! Οι Κουβανοί δεν επιτρέπεται να χουν δικές τους επιχειρήσεις. Κάθε τουρίστας που σέβεται τον εαυτό του τρώει σε ένα Paladar!».

«Μια άλλη φορά, τώρα απλώς θέλω να κοιμηθώ», του απάντησε χαμογελώντας για να μη φανεί αγενής. Αμάν ρε Κάντυ Καντυ με τις δουλειές σου…σκέφτηκε.

«Οκέι… Αυτή είναι η λεωφόρος Μιραμάρ, της έδειξε από το παράθυρο» Εδώ όπως μπορείς να διακρίνεις στα κτίρια, παλιότερα μένανε οι πλούσιοι Κουβανοί. Τώρα μένουν οι διπλωμάτες, οι πρέσβεις και οι ακόλουθοί τους. Το ξενοδοχείο σου δεν είναι μακριά!

Η Κάντυ Κάντυ σου έχει κλείσει δωμάτιο στο Μέλια Κοχίμπα. Είναι 5 αστέρων, αλλά μην το συγκρίνεις με τα αντίστοιχα της Ελβετίας, γιατί θα απογοητευθείς, Στην Αβάνα, πάντως, είναι από τα κορυφαία! Η φίλη σου έκλεισε στο καλύτερο», της είπε. Και συμπλήρωσε.

«Λογικά θα επικοινωνήσει μαζί σου, αλλά επειδή όπως θα ξέρεις καλύτερα από μένα είναι κάπως…χμ… απρόβλεπτη, ας την πω, πάρε και το δικό μου κινητό» και της έδωσε το νούμερό του την ώρα που την άφηνε στο λόμπι.

Η Χάιντι μπήκε στο δωμάτιο που της έδειξε ο υπάλληλος και αφού του έδωσε ένα γενναίο τιπ, ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ευχόταν να μην ήταν ένα μεγάλο λάθος πού ταξίδεψε ως την άλλη άκρη του κόσμου. Από την άλλη, τώρα ήταν πολύ μακριά από τον Πίτερ που όπως την πολιορκούσε, στο τέλος θα υπέκυπτε… Πάλι.

Ήταν ο μόνος άνδρας της ζωής της, ο μόνος που είχε κοιμηθεί μαζί του, σε αντίθεση με την Κάντυ Κάντυ. Τον ήξερε όλη της τη ζωή, ήθελε μεγάλη δύναμη να κλείσει τον κύκλο. Γι αυτό και εκείνη έβαλε μια ολόκληρη ήπειρο ανάμεσα τους για να βεβαιωθεί ότι δε θα έκανε πισωγύρισμα. Η πρόταση της Κάντυ Κάντυ ήρθε στη σωστή στιγμή.

Ο θόρυβος από σταγόνες που πέφτανε, της τράβηξε την προσοχή. Το μαρτύριο της σταγόνας, σκέφτηκε και γέλασε. Δεν ξεκινάμε καλά! Το παράθυρό της έμπαζε νερά. Από τη βροχή και την παλαιότητά του, προφανώς.

Πήρε τηλέφωνο στην ρεσεψιόν και τους ενημέρωσε ότι το περβάζι είναι γεμάτο νερά. Την καθησύχασαν ότι θα στείλουνε κάποιον.

Αφού πέρασε κάνα δίωρο, κατάλαβε ότι ο κάποιος δεν ερχόταν, οπότε έβαλε κάτι  πετσέτες που βρήκε στο μπάνιο, σήκωσε και τις μακριές κουρτίνες και τις στοίβαξε όπως όπως εκεί, και έπεσε για ύπνο.

Ξύπνησε κάποια στιγμή κατά τις πέντε τα ξημερώματα από το φοβερό αέρα και την αίσθηση της υγρασίας. Άναψε το φως και είδε ότι το δωμάτιο είχε πλημμυρίσει και το βαλιτσάκι της επέπλεε στο πάτωμα!

Έβαλε γρήγορα το τζιν της και ένα κοντομάνικο και κατέβηκε στη ρεσεψιόν όπου τους είδε όλους ανάστατους. Της εξήγησαν ότι είχαν πλημμυρίσει όλα τα δωμάτια και δεν είχαν αρκετό προσωπικό να τα φροντίσουν, μια και λόγω καιρικών συνθηκών δεν μπόρεσαν να έρθουν όλοι για δουλειά.

Πήρε την Κάντυ Κάντυ, αλλά δεν το σήκωσε. Την μαλακισμένη. Την έφερε στην άλλη άκρη του κόσμου και δε σηκώνει τα τηλέφωνα. Κοίταξε την κάρτα του Χοσέ. Της είχε πει ότι ήταν το Πλαν Μπι της. Μήπως να περίμενε λίγο; Ήταν πολύ νωρίς. Όχι θα έπαιρνε τώρα.

Έπιασε το κινητό της και είδε ότι δεν είχε πολλή μπαταρία. Ο φορτιστής της, εν τω μεταξύ, ήταν στο βρεγμένο βαλιτσάκι. Ωραία… ξεφύσησε… Από το κακό στο χειρότερο,

Πληκτρολόγησε το νούμερό του και οι φόβοι της διαλύθηκαν αμέσως. Ο μίστερ Τομπλερόν  το σήκωσε αμέσως, λες και ήταν από πάνω. Του εξήγησε τι έγινε και όσο περιέγραφε την κατάσταση τόσο το άγχος της χτυπούσε κόκκινο.

«Έρχομαι» της είπε. «Άλλωστε, σου υποσχέθηκα ξενάγηση χθες».

Δεν άργησε να έρθει. Τον περίμενε με το βαλιτσάκι της στο λόμπι και από μέσα της επαναλάμβανε ρυθμικά «τι στο καλό κάνω εδώ», όταν τον είδε να μπαίνει και αναθάρρησε.

«Πάμε σπίτι μου να αφήσουμε την βαλίτσα σου» της είπε.»

Μπορείς και να κοιμηθείς εκεί, αν θέλεις. Αν μην τι άλλο, είναι στεγνά. Σε προειδοποιώ όμως ότι είναι… ποια είναι η σωστή λέξη, παράγκα; Μεγάλη καλύβα. Καμία σχέση με πολυτέλειες», της ξεκαθάρισε την κατάσταση.

«Και εγώ σε καλύβα μένω», του είπε. «Ωστόσο δε νυστάζω άλλο. Και πιστεύω το βράδυ θα χει στεγνώσει και το δωμάτιο του ξενοδοχείου», συμπλήρωσε.

«Σε καλύβα στην Ελβετία;» τη ρώτησε δύσπιστα.

«Σε καλύβα στις Άλπεις. Του παππού μου, ήταν. Σε αυτή μεγάλωσε. Συχνά κοιμόμουν στον μαντρί» του εξήγησε αφήνοντάς τον με το στόμα ανοιχτό!

«Θα μου τα πεις όλα στο δρόμο» της είπε με έκδηλο ενδιαφέρον.

Όταν βγήκαν από το ξενοδοχείο, η Χάιντι διαπίστωσε με ανακούφιση ότι ο καιρός είχε βελτιωθεί. Ο Χοσέ έβαλε τη βαλίτσα στην κάντιλακ, που την είχε πάρει από το αεροδρόμιο.

Εντυπωσιακό αυτοκίνητο παρόλο που του λείπανε διάφορα, πλάγιοι καθρέφτες, υαλοκαθαριστήρες, και ένιωθε τα ελατήρια στο κάθισμα. Πάντως τσουλούσε. Πήγαν να αφήσουν τη βαλίτσα της και στη συνέχεια προχώρησαν με τα πόδια στην πλατεία που εκφωνούσε τους λόγους του ο Κάστρο!

Την πήγε στα διάφορα πάρκα με τα πανύψηλα δέντρα και τα φροντισμένα παρτέρια, της έδειξε το γνωστό παγκάκι με το άγαλμα του Τζον Λένον από τους Μπιτλς και της είπε διάφορες ιστορίες με τον Τσε και τον Κάστρο.

«Τώρα πρέπει οπωσδήποτε να σε πάω στην πλατεία του Καπιτωλίου! «Δεν μπορείς να είσαι στην Κούβα και να μη βγάλεις φωτογραφία με τη γιαγιά και τα πούρα της», της είπε.

Πράγματι, λίγο αργότερα, στεκόταν δίπλα σε μια γιαγιά και εκείνος τραβούσε φωτογραφία με το κινητό της.

«Εντάξει; Τουρίστρια με τα όλα σου» την πείραξε. Και συνέχισε «Μήπως πείνασες;»

«Λίγο, ναι» παραδέχτηκε εκείνη.

«Φύγαμε για το εστιατόριο μου τότε! Κερνάω! Αστακό τρως;» τη ρώτησε.

«Ναι, αλλά δεν είναι ανάγκη, μπορώ να φάω μερικά τσούρος», του είπε γιατί δεν ήθελε να τον στερήσει από το μενού και να τον κάνει να αγοράσει πάλι.

«Δεν είναι πολυτελείας εδώ» της είπε, μαντεύοντας τη σκέψη της.

Φτάσανε στο εστιατόριο και σε χρόνο ντε τε σερβιρίστηκαν τον  μεγαλυτερο αστακό που είχε δει ποτέ της.

«Είναι του ατλαντικού ωκεανού. Τα χουμε μεγάλα τα μεγέθη εδώ, δεν είναι Ευρωπαϊκά», της είπε και γέλασε.

Διαβάζει τη σκέψη μου, είπε νοερά η Χάιντι. Στον Πίτερ εξηγούσε τι  ήθελε και πάλι δεν καταλάβαινε και τη γνώριζε και μια ζωή ολόκληρη. Ο Μίστερ Τομπλερόν την ξέρει λιγότερο από 24ωρο και ξέρει τι θέλει και τι σκέφτεται χωρίς να ανοίξει το στόμα της.

Και με αυτές τις σκέψεις, ξαναπήρε τηλέφωνο την Κάντυ. Χτύπησε κάμποσες φορές, μέχρι που βγήκε ο τηλεφωνητής.

«Κάντυ, αυτό παραπάει ακόμα και για εσένα» άφησε θυμωμένο μήνυμα στον τηλεφωνητή και έκλεισε το κινητό.

«Δε μοιάζεις με την Κάντυ»… της σχολίασε εκείνος.

«Εμφανισιακά εννοείς;» τον ρώτησε αφηρημένα

«Πουθενά» της απάντησε. «Είστε καιρό φίλες;»

«Γνωριστήκαμε όταν είχα πάει εράσμους στο κολέγιο του Αγίου Παύλου στην Αγγλία. Η Κλάρα επέμενε» και θυμήθηκε που όλοι λέγανε τι καλή που είναι που ανέλαβε τα έξοδα της για να πάει σε άλλη χώρα και πόσο τυχερή είναι που την έχει φίλη.

Κανείς δεν ήξερε ότι δεν το έκανε από την καλή της την καρδιά. Ήθελε τον Πίτερ. Και τον κέρδισε όσο εκείνη έλειπε.

Οι καλοί άνθρωποι δεν κάνουν μόνο καλές πράξεις. Κι άλλωστε στον έρωτα και στον πόλεμο, όλα επιτρέπονται, οι σκέψεις της κάνανε αγώνα ράλι.

«Λοιπόν» της είπε ο Χοσέ, βγάζοντάς την από τις σκέψεις της. «Λέω τώρα να πάμε στο μουσείο του Χαβάνα κλαμπ. Φαντάζομαι ότι ξέρεις ότι είναι το εθνικό μας ποτό».

«Το πρόγραμμα μου είναι ελεύθερο» του απάντησε.

 «Ξέρεις η Κούβα ήταν η πρώτη χώρα στη Λατινική Αμερική που χρησιμοποίησε σιδηροδρομική γραμμή για τη μεταφορά ζαχαροκάλαμου»; Τη ρώτησε.

«Όχι ομολογώ, δεν το γνώριζα», του απάντησε γελώντας.

Η Χάιντι περνούσε πολύ ωραία, ο Μίστερ Τομπλερόν είχε πολλές γνώσεις και έκανε φοβερή παρέα, μακράν καλύτερη από της Κάντυ, η οποία είχε την ειρωνεία και τον σαρκασμό στην άκρη της γλώσσας της.

Ο Χοσέ, αφού της έδειξε τα μηχανήματα, τον παλιό μύλο και πώς γινόταν η απόσταξη, την οδήγησε προς την σκάλα που οδηγούσε σε ένα τεράστιο ξύλινο μπαρ του 1930.

Την ανέβηκαν και κάθισαν σε ένα τραπεζάκι. Παρήγγειλαν από ένα ποτό κι ο Χοσέ έβγαλε ένα πούρο από την τσέπη του. Μήπως θέλεις κι εσύ;» τη ρώτησε.

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μπλιάξ», συμπλήρωσε μεγαλόφωνα, σαν μικρό  παιδί και γέλασαν και οι δύο.

«Εντάξει, εσείς παράγετε ρολόγια, εμείς ρούμι και πούρα», της είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του.

Ήπιαν το ποτό τους και συζήτησαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων.

«Θα μείνεις καιρό;» τη ρώτησε κάποια στιγμή.

«Τι να σου πω, εκείνη που με κάλεσε είναι άφαντη. Οπότε μπορεί να φύγω με την επόμενη πτήση, αν εμφανιστεί μπορεί να μείνω περισσότερο, τα πάντα ρει, που λέγανε και στην αρχαία Ελλάδα»

«Μου έχουν πει ότι κάνω καλή παρέα πάντως», γέλασε εκείνος.

«Προς Θεού. Αλλά δεν είναι κάθε μέρα Κυριακή. Εννοώ από αύριο θα γυρίσεις στις δουλειές σου, οπότε θα πρέπει να συνεννοηθώ με την Κάντυ Κάντυ, που ακόμα δεν έχει επικοινωνήσει».

«Θέλω να πω δε σε περιμένει κάποιος ή κάτι πίσω στη χώρα σου;» τη ρώτησε κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια.

Δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σκέψη του Πίτερ που ήρθε ακούσια στο μυαλό της, θυμώνοντάς την.

Στο καλό, μάγια της είχε κάνει… Γιατί τον σκέφτηκε. Τελείωσε ο Πίτερ. Τέλος. Δεν την περιμένει και δεν την αφορά τι κάνει. Έχει οικογένεια με την Κλάρα. Σηκώθηκε απότομα όρθια.

«Πάμε να φύγουμε του είπε», τραβώντας τον από το χέρι. Εκείνος έριξε το ρούμι που πίνανε σε δύο πλαστικά ποτήρια μιας χρήσης που βρήκε στην άκρη του μπαρ, άφησε μερικά πέσο και την ακολούθησε.

Η Χάιντι κατεβαίνοντας τη σκάλα άτσαλα, παραπάτησε, αλλά γλίτωσε την κουτρουβάλα γιατί ο Χοσέ την έπιασε από τη μέση και την έφερε προς το μέρος του. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Όμως απομάκρυνε το σώμα της από το δικό του και κατέβηκε τα υπόλοιπα σκαλοπάτια βγαίνοντας στο δρόμο.

Λάτιν ήχοι ακουγόντουσαν από κάπου και έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντάς τους. Όταν τα άνοιξε, είδε τον Χοσέ να της τείνει το χέρι να χορέψουν.

Εκείνη του έδωσε το δικό της και εκείνος την τράβηξε και βρέθηκε ξανά στην αγκαλιά του.

Αυτή τη φορά δεν απομακρύνθηκε αλλά απόλαυσε την επαφή με το δυνατό του στέρνο. Η εικόνα του Πίτερ στο μυαλό της χάθηκε και εκείνη χαλάρωσε, απολαμβάνοντας την όμορφη αίσθηση.

Άρχισαν να χορεύουν σάλσα και ρούμπα στον δρόμο.

Τη μια στιγμή ήταν στα χιονισμένα βουνά των Άλπεων και έκλαιγε για τον Πίτερ και την άλλη χόρευε στους δρόμους της Λατινικής Αμερικής, με τον μίστερ Τομπλερόν κι ένα ποτήρι αυθεντικό ρούμι στο χέρι. Πόσο απρόβλεπτη είναι η ζωή αναρωτήθηκε και ήπιε μια γουλιά από το ρούμι της.

«Είναι απόλαυση το μπακάρντι» του είπε.

«Αβάνα κλαμπ πίνεις, ο Μπακάρντι μας τελείωσε χρόνια τώρα»

«Ο Μπακάρντι με τα ρούμια;» τον ρώτησε απορημένα.

«Θα σου δείξω και το κτίριο που μένανε οι Μπακάρντι και θα σου πω την ιστορία τους» της είπε εκείνος.

Άρχισε λοιπόν να της αφηγείται ότι το 1862 ο Δον Φακούντο Μπακάρντι Μάσσο ίδρυσε ένα αποστακτήριο ρούμι, στα ανατολικά του νησιού, στην πόλη Σαντιάγο ντε Κούμπα για να φτιάξει υψηλής ποιότητας ρούμι. Οι δουλειές πήγαν τόσο καλά που τον 20 αιώνα άνοιξε εργοστάσια εμφιάλωσης στη Βαρκελώνη και τη Νέα Υόρκη. Η πατρίδα του η Κούβα όμως, παρέμεινε η βάση για τη μάρκα, έως ότου  ο Κάστρο το άλλαξε αυτό.

Ενώ η οικογένεια Μπακάρντι στην αρχή τον υποστήριξε και δώρισε χρήματα για την επανάσταση, στη συνέχεια αντέδρασαν στις εξελίξεις καθώς οι επαναστάτες πήγαιναν ενάντια στα συμφέροντα της εταιρείας.

Αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κούβα μετά από κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων από τον Κάστρο και χωρίς αποζημίωση, έτσι; Ευτυχώς για αυτούς, σημαντικά εμπορικά σήματα και δραστηριότητες είχαν μεταφερθεί εκτός Κούβα. Οπότε τώρα πίνεις το εθνικό ρούμι, το Αβάνα Κλαμπ!» κατέληξε ο Χοσέ.

«Για κοίτα τι μαθαίνει κανείς…» σχολίασε η Χάιντι

«Θες να σε πάω σε ένα καταπληκτικό μπαρ μέσα στο δάσος που φτιάχνει φοβερά κοκτέιλ με ρούμι;» τη ρώτησε εκείνος.

{Ε, δεν είναι και πολύ συνετό να πας σε ένα δάσος μες τα σκοτάδια να πιεις κι άλλο ρούμι με κάποιον που γνωρίζεις λίγες ώρες…το καταλαβαίνεις} μίλησε η εσωτερική της φωνή

{Σιγά ρε κοκκινοσκουφίτσα που θα σε φάει ο κακός λύκος στο δάσος. Δε φτάνει που ο ξένος άνθρωπος φέρθηκε καλύτερα από τη φίλη σου! Έλα, κάνε μια τρέλα! Η ζωή είναι μικρή}.

«Μα πού είναι η Κάντυ;» αναρωτήθηκε δυνατά κάνοντας τις εσωτερικές της φωνές να πάψουν!

«Μπορεί να είναι εκεί. Είναι στέκι της» της είπε εκείνος.

«Πολύ βολικό» σκέφτηκε από μέσα της. Από την άλλη, ταίριαζε στο προφίλ της. Το ρίσκο ήταν το μεσαίο όνομα της Κάντυ Κάντυ.

«Με φοβάσαι;» τη ρώτησε

«Θα ‘πρεπε;» του απάντησε με ερώτηση.

«Όχι. Δεν το ξέρεις βέβαια και καταλαβαίνω που διστάζεις αλλά δε θα έκανα σε κανέναν κακό, πόσο μάλλον σε σένα», της είπε πιάνοντας της το χέρι.

Αποφάσισε να πάει. Το καθαρό του βλέμμα, η αύρα του, το ένστικτό της. Όλα της λέγανε ότι μπορεί να τον εμπιστευθεί. Διάολε, αν πετύχαινε την Κάντυ Κάντυ εκεί να πίνει ρούμι και να καπνίζει πούρα, θα της έσπαγε το κεφάλι.

Με το που φτάσανε στο δάσος, πρώτα μύρισε το αίμα και μετά το είδε παντού. Άσχημα απειλητικά πτηνά πετούσαν πάνω από το κεφάλι τους.

Ωραία… ρίσκαρε, έπαιξε και έχασε. Η ζωή της όντως θα ήταν μικρή.

Αυτό  θα ήταν το τέλος της, Σε ένα δάσος της Κούβας. Θα την έσφαζε ο Τομπλερόν. Τουλάχιστον πέρασε ωραία τις τελευταίες της στιγμές.

Ο Χοσέ κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Μην ανησυχείς, εδώ το πρωί κάνουν θυσίες κοτόπουλα για να βγούνε οι ευχές τους και τα όρνια καθαρίζουν τα υπολείμματα. Για μια Ελβετίδα φαντάζομαι είναι αποτρόπαιο, αλλά εδώ είναι Κούβα, άλλη κουλτούρα», της εξήγησε.

«Χάιντι, μωρή τρέλα ήρθες όντως στη Αβάνα. Ακόμα και τώρα που σε βλέπω δεν το πιστεύω!» άκουσε τη γνώριμη φωνή της Κάντυ Κάντυ.

Η οργή ανάμεικτη με ανακούφιση την παρέσυρε σαν χιονοστιβάδα.

«Τι σκάτα κάνεις εδώ; Πού εξαφανίστηκες και με άφησες μόνη», της φώναξε η Χάιντι.

«Καλέ, τι φωνάζεις; Μία μέρα σε άφησα, ούτε καν ολόκληρη. Και σου τηλεφώνησα ώρες πριν».

Η Χάιντι κοίταξε το τηλέφωνο της, είχε κλείσει από μπαταρία.

«Άσε που δε σε άφησα μόνη», πρόσθεσε η Κάντυ Κάντυ κλείνοντάς της πονηρά το μάτι.

Η Χάιντι την πήγε παράμερα.

«Πας καλά ρε; Με φωνάζεις στην άλλη άκρη του κόσμου και στέλνεις έναν άγνωστο να με πάρει από το αεροδρόμιο και μετά όλη μέρα είσαι εξαφανισμένη και εγώ δεν ξέρω τι να κάνω; Κι αν κινδύνευα;»

«Δεν ήταν άγνωστος σε μένα και άμα θες να μάθεις, επίτηδες τον έστειλα. Μπλάιντ ντέιτ, κι έτσι! Ξέρω ότι ταιριάζετε απόλυτα και ξέρω από αυτά, ξέρω από άνδρες, τους ξέρω τους ανθρώπους».

«Με έφερες εδώ να βγω ραντεβού;»

«Σε έφερα εδώ να ξεκολλήσεις από τον γιδοβοσκό που σε παίζει μια ζωή και έπρεπε, ναι, να βάλω μια ήπειρο ανάμεσά σας. Γιατί σε συμπαθώ. Είσαι από τα λίγα άτομα που γνώρισα στη ζωή μου που αξίζουν. Και φυσικά, αν και δε θέλω να το παραδεχτώ, μου αρέσει η παρέα σου.

Και γιατί όταν γνώρισα τον Χοσέ κατάλαβα αμέσως ότι είναι για σένα. Το ξανατονίζω αυτό!

Για πες πώς σου φάνηκε; Ε εε,  καλός ε;» ρώτησε και ρούφηξε μια γενναία τζούρα από το τσιγάρο που κρατούσε.

«Είσαι υπό την επήρεια ναρκωτικών;» τη ρώτησε η Χάιντι

«Στάματα να λες vαρκwτικά τον μπάφ0, ρε Χάιντι! Ούτε η κυρία Πόνυ να ήσουν» γέλασε εκείνη.

«Κορίτσια; Να σας παραγγείλουμε; Χάιντι;» Τις πλησίασε ο Χοσέ.

Τώρα που όλα ήταν καλά, η Χάιντι άρχισε να χαλαρώνει.

Η Κάντυ Κάντυ ήταν εκεί, ο Χοσέ το ίδιο και η ίδια περνούσε καλά. Καλύτερα από ποτέ.

«Αν καταφέρεις να απαλλαχτείς από αυτό που φοβάσαι θα δεις έναν άλλο εαυτό», της είπε με φιλοσοφική διάθεση, Κάντυ Κάντυ τραβώντας άλλη μια τζούρα. «Τα καλύτερα σκέφτομαι κάθε φορά που πίνω», πρόσθεσε γελώντας.

«Ειμαι η Χάιντι των Άλπεων, σε ένα τροπικό δάσος στην Αβάνα της Κούβας. Είμαι ήδη ένας άλλος εαυτός, Κάντυ», είπε και γέλασε κι εκείνη.

«Θα μείνεις;» τη ρώτησε ο Χοσέ, απλώνοντάς της το χέρι του.

«Θα μείνω» του απάντησε η Χάιντι , δίνοντάς του το δικό της.

«Γιου θενκ μι λέιτερ» της είπε η Κάντυ Κάντυ. Όχι που δε θα είχε την τελευταία λέξη δική της…

The End!

About Author

Μοιραστείτε το :