Να σου πω μια ιστορία;

Ο Λήσταρχος Νταβέλης και η Κόμισσα Μπανκόλι

Μοιραστείτε το :

«Πουτ δε κοτ ντάουν σλόουλι» φώναξε ο χωροφύλακας Γιάννης Μέγας πλησιάζοντας στην περιβόητη σπηλιά του ακόμα πιο περιβόητου Νταβέλη.

«Φριιιζ. Φριιιζ σ’ λέω» του απάντησε ο λήσταρχος σημαδεύοντας τον με την κυνηγετική καραμπίνα.

«Pull over the gaidar! Pull over the gaidar! Your papers please!» του ξαναφώναξε εκείνος.

«Κυρ αστυνόμε, γιατί μιλάς εγγλέζικα;» τον ειρωνεύτηκε ο λήσταρχος. «Και γιατί μου ζητάς ταυτότητα, δεν ξέρεις ποιος είμαι;» συμπλήρωσε.

«Your papers otherwise I΄m going to shoot!» επέμεινε εκείνος κοιτώντας κατάματα την καλλονή Ιταλίδα Κόμισσα Μπανκόλι, που προσωπικά την φαντάζομαι σαν την Μόνικα Μπελούτσι, που στεκόταν στην είσοδο της σπηλιάς.

Από ιταλικά ήξερε μόνο το “τσάο μπέλα” αλλά εκείνη δε θα γνώριζε τα εγγλέζικα; Ολόκληρη κοντέσα της αριστοκρατίας, δε θα τα είχε διδαχθεί;

«Eσύ σουτ!» γέλασε βροντερά ο Λήσταρχος, εξακολουθώντας να σημαδεύει τον παλιό του φίλο.

Γιατί, κάποτε ήταν σαν αδέρφια.

Πολεμούσαν δίπλα δίπλα και κάλυπτε ο ένας τα νώτα του άλλου, είχανε ανακατέψει τα αiμαtά τους να αδελφοποιηθούν και ορκίζονταν ότι κανείς και τίποτα δε θα τους χωρίσει.

Ούτε το γεγονός ότι ο ένας ανήκε στους κλέφτες και ο άλλος στους αστυνόμους.

«Μήτσο, I need backup!» φώναξε ο Μέγας σε έναν άλλο αστυνομικό της ασφάλειας του Όθωνα. Του βασιλέως, έτσι;

«Μέγας συ ‘σαι κύριε», πλησίασε και ο άλλος. «Διαφήμιση γυρίζουμε εδώ ή πιάνουμε τον θρυλικό λήσταρχο Νταβέλη;» Ρώτησε ο αστυνομικός.

Και φφφρρρρρ φύσηξε με δύναμη στη σφυρίχτρα του για να έρθουν και οι υπόλοιπες ενισχύσεις.

Η Μπανκόλι εν τω μεταξύ, είχε κάνει στην άκρη μη φάει καμιά αδέσποτη.

Γνώριζε ότι ο Μέγας ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της και ότι είχε αναθέσει στον Νταβέλη να την κλέψει και να του την παραδώσει.

Όταν όμως την είδε, ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση στον φίλο του.

Αντιθέτως, την προειδοποίησε να πάρει το επόμενο δρομολόγιο από Πειραιά για την Ιταλία- μαζί με τον σύζυγό της γιατί παρεμπιπτόντως, ήταν και παντρεμένη.

Εκείνη, δεν ξέχασε ποτέ τον μπρουτάλ άντρα με τον ζωώδη ερwτisμ0 που την έσωσε.

Όταν λίγα χρόνια αργότερα ο σύζυγός της π3θανε, κάθισε και του έγραψε σε αρωματισμένο επιστολόχαρτο ότι θα ναύλωνε ένα καράβι και θα ερχόταν να τον πάρει μαζί της στην Ιταλία!

Θα έκλεβε τον κλέφτη, με τη συγκατάθεσή του βεβαίως βεβαίως.

Ήταν και μια ευκαιρία, να αφήσει τα βουνά και να πάρει μόνος του και την πολυπόθητη αμνηστία, εκείνη που το κράτος είχε δώσει σε όσους είχαν πάει στον πόλεμο, εκτός από εκείνον.

Το γράμμα δεν ήταν συστημένο με κούριερ να πάει κατευθείαν στη σπηλιά του λήσταρχου, κι έπεσε στα χέρια του Μέγα.

Εννοείται το διάβασε, θόλωσε, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του και ορκίστηκε ότι θα πάρει το κεφάλι του Νταβέλη και σαν άλλη Σαλώμη θα το έδινε σε πιάτο στον Όθωνα, που του το ζητούσε καιρό τώρα.

Ο Οθωνας είχε φρικάρει από τότε που ο Νταβέλης σταμάτησε να κλέβει βοσκούς και χωριάτες και απήγαγε τον Γάλλο αρχιαξιωματικό Μπερτώ που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας.

Για λύτρα είχε ζητήσει και εισπράξει μπόλικο χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση.

«Στο τέλος θα κλέψει και μένα και τη γυναίκα μου» έλεγε στον Μέγα νευριασμένος.

Είχε λυσσάξει κι αυτή η Αμαλία, που το ένστικτό της έλεγε ότι είναι φίλοι και γι αυτό δεν τον έπιανε.

Μέχρι που είχε πληρώσει ιδιωτικό ντετέκτιβ και εκείνος της είχε πάει φωτογραφίες που έδειχναν ξεκάθαρα εκείνον και τον Χρήστο να τρωγοπίνουν σε διάφορα πανδοχεία.

Οπότε, η ίδια η Αυτού Μεγαλειότης του είχε σφυρίξει στο αυτί ότι ή το δικό του ή του Νταβέλη το κεφάλι θα στόλιζε τη πλατεία Συντάγματος.

Πλέον όμως, κι ο ίδιος ήθελε εκδίκηση για την Μπανκόλι Μπελούτσι. Αυτός την είχε δει πρώτος, γιατί ξηγήθηκε έτσι ο Χρήστος; Όπως ήταν το μικρό όνομα του Νταβέλη.

Άφησε λοιπόν τον ταχυδρόμο να πάει το γράμμα στον προορισμό του για να βρει την κρυψώνα του παλιού του φίλου, αβίαστα, αβάδιστα και αβασάνιστα.

Τα παλικάρια του Νταβέλη και οι συνάδελφοι του Μέγα ρίχτηκαν στη μάχη και στο τέλος, αφού είχαν πέσει πολλά κορμιά στο χώμα, ο Νταβέλης προκάλεσε το Μέγα σε μονομαχία.

Εκείνος δέχτηκε. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Όθωνας και Αμαλία θα έμεναν ευχαριστημένοι, εκείνος θα διατηρούσε το κεφάλι του στους ώμους του και θα είχε πάρει τη εκδίκησή του.

Τη στιγμή που νόμιζε ότι κέρδισε τον παλιό του φίλο και πλησίασε να του πάρει το κεφάλι με το σπαθί του, ο Νταβέλης όπως ήταν μπρούμυτα κρατώντας τη «μπιστόλα» του φώναξε:

«Ούτε ο Νταβέλης στα βουνά, ούτε κι ο Μέγας στα παλάτια!».

Και πυροβόλησε.

Και οι δύο άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.

Ο αστικός μύθος λέει ότι η γυναίκα ήταν η Δούκισσα της Πλακεντίας η οποία όμως εκείνη την εποχή ήταν ηλικιωμένη και είχε αποσυρθεί από τα ερωτικά ζητήματα, αν και η φίλη της η Θεοπούλα αναρωτιόταν σκωπτικά «κόβεται το σ3ξ;»

ΥΓ: Τη Φωτογραφία την πήρα από τo σάιτ της Μηχανής του Χρόνου, από το οποίο πήρα και τις πληροφορίες, τις οποίες διασταύρωσα και με τη wikipaidia αλλά και ένα άλλο σάιτ, το ratpack!

About Author

Μοιραστείτε το :