Τέχνη

Μπερτ Μοριζό

Μοιραστείτε το :

«Πού ήσουν Μπερτ;» Η μητέρα της που την περίμενε πίσω από την πόρτα, ήταν έτοιμη να της τα ψάλλει.
«Στο δάσος, μαμά, ζωγράφιζα τη φύση, τα χρώματα και τα αρώματα της», της είπε σαν να ήταν κάτι συνηθισμένο, κάτι που όλες οι κοπέλες στην ηλικία της έκαναν.
«Δεν πας καλά… σώνει και ντε να προκαλέσεις σκάνδαλο…», η μητέρα της είχε την αντίδραση που ήξερε ότι θα έχει, γι αυτό και το είχε σκάσει το πρωί από το παράθυρο.
Ευτυχώς μένανε στο ισόγειο. Στον κήπο είχε συναντήσει τον πατέρα της που είχε βγει να σκαλίσει την τριανταφυλλιά του.
Είχαν ανταλλάξει ένα συνωμοτικό βλέμμα, «δε σε είδα», της είχε πει, χαμογελώντας. Ο πατέρας της αντιλαμβανόταν τις καλλιτεχνικές ανησυχίες της και γι’ αυτό είχε πληρώσει για ιδιαίτερα ζωγραφικής και για τις δύο κόρες του.
«Καλά προς το παρόν πάω να ξεπλύνω τα πινέλα», απάντησε και κίνησε να φύγει γιατί δεν είχε χρόνο για τον εξάψαλμο της μητέρας της. Μπορούσε να αξιοποιήσει καλύτερα τον χρόνο της.
«Μπερτ, είσαι γυναίκα, πώς θα ζωγραφίζεις δηλαδή;» την πήρε από πίσω η μαμά της.
«Με τα χέρια, όπως και οι άντρες» της απάντησε ξεφυσώντας.
«Α ν τ ρ ε ς, ακριβώς. Μια γυναίκα πρέπει να ξέρει τη θέση της!» προσπάθησε να τη συνετίσει σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.
«Μα, πού ζούμε, στο χίλια οχτακόσια;» τη ρώτησε απαυδώντας πλέον εκείνη.
«Εμ ναι. Σε γέννησα το 1841», η μητέρα της νόμιζε ότι την αποστόμωσε.
«Εντάξει, δε ζούμε και στον Μεσαίωνα τέλος πάντων, καιρός να ταράξουμε λίγο τα νέρα» της είπε και έκλεισε την πόρτα του δωματίου της, αφήνοντάς την απέξω.
«Εγώ δεν έχω κάνει κόρη, τον Τσε Γκεβάρα γέννησα», γκρίνιαξε η μαμά της απέξω και έφυγε για να συνεχίσει το κέντημά της στην αγαπημένη της βελούδινη πολυθρόνα στο σαλόνι.
Ευτυχώς η άλλη κόρη ήταν πιο υπάκουη, σκέφτηκε και έπιασε να κεντήσει λουλουδάκια.
Δεν είχε περάσει μία ώρα όταν η κόρη της διασχίζοντας βιαστικά το σαλόνι, φωνάζοντάς της «δε θα αργήσω». «Μα, αυτό είναι άνω ποταμών», της φώναξε.
Άφησε το εργόχειρο στο τραπεζάκι και την ακολούθησε στο χωλ που άφηναν τα παπούτσια τους. Η Μπερτ είχε ήδη πάρει το παλτό της από το πορτμαντό.
«Πού πας πάλι; Σε λίγο θα έρθει ο πατέρας σου να φάμε» της είπε.
«Πάω Λούβρο, με ζωγραφίζει ο Εντουάρ Μανέ, σε διάφορους πίνακες που θα γίνουν διάσημοι, στο υπογράφω. Τους ονομάζει «Le balcon», «Le Repos» και «Berthe Morisot au bouquet de violettes», εγώ στο μπαλκόνι, σε πόζα ανάπαυσης, και με ένα μπουκέτο βιολέτες.
Όσο με ζωγραφίζει, εγώ μελετώ το στιλ του και την τεχνική του και τον ψήνω να μου δώσει μια ευκαιρία. Μπιζού μαμά» και δίνοντας της ένα φιλί, έφυγε πριν εκείνη προλάβει να της απαγορεύσει την έξοδο.
«Αμ δε φταις εσύ, ο πατέρας σου φταίει, που σου δίνει θάρρητα», έμεινε πίσω εκείνη να μουρμουρίζει.
Εν τω μεταξύ εκείνη τη μέρα στο Λούβρο, ο Εντουάρ είχε φέρει και τον αδερφό του, που ήταν και αυτός καλλιτέχνης και του εξηγούσε την τεχνοτροπία σε κάτι πίνακες. Με το που τον είδε η Μπερτ, τον ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα.
Ο Εντουάρ έκανε τις συστάσεις.
«Ευζενί.. ο σπουδαίος, ο καλός, που λέγανε και στο Μίστερ Σανσάιν», του σχολίασε εκείνη.
«Δεν καταλαβαίνω λέξη απ ότι είπες αλλά ενσαντέ», της φίλησε το χέρι γοητευμένος, εκείνος.
Επειδή ο έρωτας ήταν αμοιβαίος, σε χρόνο ντε τε είχαν αρραβωνιαστεί και οργανώσει τον γάμο τους!
Έτσι και δε χρειαζόταν πλέον την άδεια της μητέρας για το οτιδήποτε και την είχε και χαρούμενη που θα παντρευόταν και θα νοικοκυρευόταν.
Η αδερφή της που περπατούσε και εκείνη στα ίδια καλλιτεχνικά μονοπάτια με την ίδια, είχε ήδη παντρευτεί και σοβαρευτεί, τουτέστιν, είχε κρεμάσει τα πινέλα της και είχε ξεχάσει τις τρέλες για επαγγελματική ζωγραφική.
Δεν μπορούσε και να κάνει αλλιώς γιατί είχε παντρευτεί και στρατιωτικό που τα έλεγε τσεκουράτα.
Εκείνη ήταν τυχερή γιατί είχε ερωτευθεί καλλιτέχνη, αδερφό διάσημου ζωγράφου, με κολλητούς εξίσου διάσημους ζωγράφους.
Ο Εντγκάρ Ντεγκά ήταν ο κολλητός του Μανέ, το ίδιο κι ο Μωνέ, που τον μπέρδευαν με τον Μανέ, ο Ρενουάρ, ο Μπωντλαίρ, ο Εμίλ Ζολά, ήταν το παρεάκι στο οποίο εισχώρησε με άνεση. Και με ταλέντο.
Βγαίνανε όλοι μαζί και μιλούσανε για τέχνη, συχνάζοντας σε απόμερα μαγαζιά, όπου κρατούσαν ρεζερβέ τα πίσω πίσω τραπέζια σαν τα παράνομα ζευγάρια, γιατί δεν ήταν σωστό για μια γυναίκα να βρίσκεται στη συντροφιά τόσων ανδρών.
Πειραματιζόταν και πρωτοπορούσε με την τέχνη της, μέχρι που κέρδισε ολοκληρωτικά τον σεβασμό και την αποδοχή τους και σταμάτησαν να τη βλέπουν σαν τη σύζυγο και την κουνιάδα των φίλων τους και άρχισαν να την αναγνωρίζουν σαν ισότιμή τους ζωγράφο.
Το απέδειξαν όταν την κάλεσαν να γίνει μέλος του καλλιτεχνικού ρεύματος που ηγήθηκαν, να γίνει μία από τους ιμπρεσιονιστές και να συμμετέχει στην πρώτη έκθεση που οργάνωσαν πριν από 151 χρόνια στο Παρίσι, στις 15 Απριλίου 1874.
Πήρε μέρος λοιπόν, με δόξα και τιμή και στην πρώτη και σε όλες τις επόμενες ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις, εκτός από τη χρονιά που γέννησε την κόρη της, η οποία παρεμπιπτόντως, όταν μεγάλωσε έγινε και εκείνη ζωγράφος, το μήλο κάτω από τη μηλιά, και τα σχετικά.
Η κόρη της, Ζυλί τη λέγανε, όταν δε ζωγράφιζε, έκανε συλλογή από έργα τέχνης και προωθούσε με εξαιρετικά μάρκετινγκ σκιλς τα έργα της μητέρας της όπως και όλων των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, οργανώνοντας εκθέσεις.
Γεννήθηκε μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, από πολύ μικρή πόζαρε για τη μητέρα της, τον θείο της αλλά και τους υπόλοιπους φίλους τους Ιμπρεσιονιστές, το παρεάκι που αναφέραμε παραπάνω.
Δεν είχε εμπόδια στην καλλιτεχνική της διαδρομή, η γιαγιά της, φανταζόμαστε όμως ότι θα μουρμούριζε.
Πάμε πάλι στη μητέρα της την Μπερτ. Το 1864 παρουσίασε έργα της στο διάσημο Salon de Paris, που δεν μπαίνανε όποιοι και όποιοι, κάποιοι από τους πιο διάσημους ζωγράφους των αιώνων έφαγαν μπόλικες απορρίψεις και ματαιώσεις μέχρι να τα καταφέρουν και το 1892 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση.
Διάβασα ότι ως τελειομανής, με ολίγη από ανασφάλεια, κατέστρεψε αρκετούς πίνακές της.
Ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, από την άλλη δεν μπορείς και να μη δημοσιεύεις τίποτα πιλατεύοντας και ξαναπιλατεύοντας ατέρμονα αυτό που δημιουργείς, γιατί στο τέλος δε θα κάνεις τίποτα και κανείς δε θα δει τίποτα από σένα, δε θα σε μάθει, δε θα προχωρήσεις.
Από την άλλη ούτε τη δική μου βιασύνη, που γράφω και ανεβάζω συστήνω, γιατί μετά τα διαβάζω δεύτερη φορά και θέλω να αλλάξω τα πάντα!
Προφανώς η γυναίκα τα κατάφερε και σήμερα λέμε για εκείνη ότι ήταν σημαντική εκπρόσωπος του ιμπρεσιονισμού αντάξια των διάσημων ανδρών ιμπρεσιονιστών που όλοι γνωρίζουμε ή μάθαμε σήμερα λίγες γραμμές πιο πάνω!
Από πίνακες, που μου αρέσουν τα πάντα όλα της, επέλεξα την «Κούνια» να συνοδέψει το κείμενό μου.
Είναι ένα πορτρέτο της αδερφής της Μπερτ, που κοιτάζει το μωρό της ενώ κοιμάται. Αυτό σε πρώτο επίπεδο αναγνωσης.
Η αδερφή της όπως και η ίδια, είχαν πάρει μαθήματα ζωγραφικής μέχρι που παντρεύτηκε έναν αξιωματικό του Ναυτικού, και έκανε οικογένεια.
Διάβασα στο protagon ότι είχε γράψει επιστολές στην Μπερτ, στις οποίες εκμυστηρεύονταν ότι συχνά το έσκαγε κρυφά για να εισπνεύσει “τον βερνικωμένο αέρα του ατελιέ, που κάποτε μοιράζονταν οι δυο τους”.
Οπότε καταλαβαίνουμε ότι μπορεί Οικογένεια – Τέχνη, να σημείωσε 1, αλλά το έκανε με πόνο ψυχής, για να μην πούμε ότι δεν είχε επιλογή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εποχή που ζούσανε.
Σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του πίνακα, εκτός από την κουρασμένη μητέρα που σηκώνει το πέπλο που κρύβει το μωρό της που κοιμάται, είναι μια γυναίκα που κοιτάζει τις κρυφές, καλυμμένες της επιθυμίες, το εσωτερικό μας παιδί, που λέμε.
Βέβαια, ο καθένας ερμηνεύει και βλέπει αυτά που θέλει μέσα από τα έργα τέχνης, έτσι δεν είναι;

About Author

Μοιραστείτε το :