Νικόλαος Γύζης: Ο διάσημος Έλληνας Ζωγράφος του 19ου αιώνα
«Μαργαρίτα, πού είναι ο Νίκος;»
«Πού να ‘ναι, Ονούφριε μου; Ζωγραφίζει στην κάμαρή του»
«Φώναξε τον! Κι αυτόν και τα πέντε αδέρφια του. Θέλω να σας μιλήσω»
Πράγματι η μητέρα τους βγήκε στη βεράντα και έβαλε μια φωνή που ακούστηκε σε όλο το Σκλαβοχώρι Τήνου: «Γυζάαααακια, γρήγορα σπίτι». Στη συνέχεια, μπήκε μέσα και πήγε στο δωμάτιο του μικρού της γιου.
«Νικόλα μου, αγόρι μου, μας θέλει ο πατέρας σου». Το μικρό αγόρι υπάκουο, σηκώθηκε, άφησε τα πινέλα και ακολούθησε τη μητέρα του.
Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί και τα αδέρφια του στη σάλα.
«Πήρα μια απόφαση…» είπε. «δε μας φτάνουν οι παράδες από την καλλιέργεια της γης. Θα πάμε στην πρωτεύουσα και θα ανοίξω εκεί ένα εργαστήρι ξυλουργικής.1850 έχουμε, οι προοπτικές και οι ευκαιρίες είναι πλέον, αμέτρητες», συμπλήρωσε.
Κι έτσι έγινε.
Πράγματι, ο πατέρας και ο μικρός γιος με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες, ξημεροβραδιάζονταν στο εργαστήρι ξυλουργικής και οι δουλειές πήγαιναν καλά, οπότε όταν ο Νικόλας τελείωσε το Δημοτικό, μπόρεσε να τον γράψει στο Σχολείο Καλών Tεχνών.
Μια μέρα ο Όθωνας, εκεί που σκεφτόταν τι δώρο να κάνει στην Αμαλία του, του ήρθε η φλασιά να επισκεφθεί τους εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες!
Θα έβρισκε έναν ωραίο πίνακα για να στολίσει εκείνη κάποιον από τους τοίχους του παλατιού.
Λουλούδια δεν ήθελε να της πάρει, ολόκληρο κήπο είχε φτιάξει, που από Βασιλικός θα μετονομαζόταν το 1972 Εθνικός.
Την προσοχή του, τράβηξε ο νεαρός από την Τήνο.
«Πώς σε λένε παιδί μου;» τον ρώτησε πλησιάζοντάς τον.
«Νικόλαος Γύζη του Ονουφρίου, Μεγαλειότατε» του απάντησε εκείνος στεκόμενος προσοχή.
«Παιδί μου έχεις χέρι. Θα γίνεις μεγάλος ζωγράφος!», προφήτεψε σωστά ο Όθωνας.
Αυτός ο βασιλικός έπαινος, λειτούργησε σαν το ενεργειακό ποτό με τον ταύρο και τα φτερά.
Ζωγράφιζε με άλλο αέρα και κέρδισε το βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό της Σχολής, με θέμα έναν πελαργό, που είχε δει στη Μύκονο όταν πετάχτηκανε κάποτε για μονοήμερη απέναντι με την οικογένεια.
Ήταν να μην πάρει το πρώτο βραβείο, μετά το ποπ δεν είχε στοπ! Έπαιρνε τη μία τιμητική διάκριση μετά την άλλη, έχοντας πάντα δίπλα του, τους καλύτερους δασκάλους Έλληνες και ξένους.
Η γνωριμία -σταθμός όμως ήταν με τον Nικηφόρο Λύτρα, σπουδαίο επίσης ζωγράφο και από τους κορυφαίους Nεοέλληνες καλλιτέχνες.
Του σύστησε τον πλούσιο Φιλότεχνο Νάζο, που στο μέλλον θα γινόταν πεθερός του, ο οποίος μεσολάβησε για να πάρει υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα Ναού Ευαγγελιστρίας της Τήνου.
Στη συνέχεια τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, που ήταν τοπ οφ δε τοπ της εποχής για όποιον ήθελε να γίνει επαγγελματίας ζωγράφος.
«Φύγαμε Μόναχο;» τον ρώτησε ο Νικηφόρος που στο μεταξύ είχαν γίνει κολλητοί, αφού είχαν κοινά χόμπι και έβλεπαν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο
«Μπορν ρέντι» του απάντησε εκείνος.
Η Σχολή του Μονάχου ή αλλιώς ακαδημαϊκός ρεαλισμός, ήταν το σημαντικότερο εικαστικό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, με σαφή επιρροή από τη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και λογικά είχε παίξει τον ρόλο του και ο Όθωνας σε αυτό. Ξέρετε, επειδή ήταν Βαυαρός.
Στο Μόναχο που λέτε, ο Νικόλας μεγαλουργούσε, όμως ήταν χόμσικ, του έλειπε ο ήλιος και η θάλασσα, οπότε το 1872 μπήκε σε ένα καράβι και επέστρεψε στην Αθήνα.
Στα πάτρια εδάφη όμως, ο τύπος κι οι κριτικοί τέχνης τον αποκαλούσανε «γερμανικότερο των Γερμανών» και τον πλήγωναν, οπότε ξαναέφτιαξε βαλίτσες και με τον φίλο του τον Νικηφόρο, αφού ταξίδεψαν στο Παρίσι και σε μερικές ακόμα χώρες, επιστρέψανε μόνιμα στο Μόναχο.
Τα έργα του σάρωναν τα βραβεία, οι γερμανικές εφημερίδες τον αποθέωναν, τα περιοδικά τον είχαν στο εξώφυλλό τους και σε αφίσες στο εσωτερικό τους!
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, εκλέχθηκε καθηγητής εκεί και οι μαθητές βάζανε βύσμα, για μια θέση στην τάξη του. Ήταν περιζήτητος!
“Με τω μεταξύ”, που λέει και η κόρη μου, είχε παντρευθεί την κόρη του Νάζου, του πλούσιου φιλότεχνου όπως σας είπα νωρίτερα, την Άρτεμις και είχε αποκτήσει μαζί της τέσσερις κόρες και ένα γιο.
Δεν πήγαιναν μόνο τα επαγγελματικά του καλά, αλλά και τα προσωπικά του!
Φυσικά και ζωγράφισε την Αρτέμιδα, τι μόνο ο Μοντιλιάνι θα ζωγράφιζε τη Ζαν, ο Κλιμτ την Αντέλ ή ο Πικάσο την Μαρί Τερέζ;
Προσωπογραφίες της ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές.
Στο τέλος της ζωής του υπήρξε πρωτοπόρος στα νέα κινήματα της Αρτ Νουβό και του συμβολισμού.
«Αν θα γράψετε ποτέ την βιογραφία μου, μη λησμονήσετε να γράψετε ότι επιτέλους, εγήρασα ονειρευόμενος.» Νικόλαος Γύζης