
Ο Έρωτας του Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι για την Τατιάνα Γιακόβλεβα
Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Είχε ξαναερωτευτεί και ήξερε. Μάλιστα, γι’ αυτό ήταν στη Γαλλία. Έπαιρνε απόσταση, έβαζε χιλιόμετρα ανάμεσα σε αυτόν και τη Λίλι Μπρικ, τον μεγαλύτερο -μέχρι τότε- έρωτα της ζωής του, που όμως ήταν παντρεμένη με τον Εκδότη του.
Όχι ότι αυτό τους εμπόδισε, καλά περνούσαν, αλλά αυτό το τρίο, δεκατρίο χρόνια μετά, είχε φτάσει πλέον σε ένα τέλμα. Οι καυγάδες μεταξύ τους και η θλίψη άρχισαν να τον ρίχνουν ψυχολογικά. Δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς τις μαύρες σκέψεις που έκανε και σίγουρα δεν υπήρχε επίσημη διάγνωση κατάθλιψης. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να θεσπιστεί η μέρα ψυχικής υγείας.
Είχε κάνει και μια στάση στο Μεξικό, να αλλάξει παραστάσεις, μήπως φτιάξει η διάθεσή του. Αν και γνώρισε εκεί την Αμερικάνα Έλι Τζόουνς, με την οποία απέκτησαν μία κόρη, δεν είχε συνέλθει.
«Ο έρωτας με έρωτα περνάει», σημείωσε στα γρήγορα την έμπνευση της στιγμής, στο σημειωματάριο που είχε πάντα στην τσέπη του. Πριν το ξαναβάλει στη θέση του, συμπλήρωσε:
«Ο έρωτας είναι έμπνευση, ζωή, το γιατρικό που πρέπει να λάβεις».
Ξαφνικά ένιωθε πιο καλά από ποτέ. Καθισμένος σ ένα ιατρείο της πόλης του φωτός, εκεί που η Έμιλι ιν Πάρις ανέβαζε φωτογραφίες στο ίνσταγκραμ και κατάφερε μέχρι και τη σύζυγο του Μακρόν να εμφανιστεί σε σειρά του Νέτφλιξ.
Η ψηλή, ξανθιά, με τα γαλάζια μάτια -θάλασσες, που του είχε τραβήξει την προσοχή, είχε όλα τα βλέμματα πάνω της, κανείς όμως δεν τολμούσε να της μιλήσει. Εκείνου όμως, ουδεπόποτε του έλειπε το θάρρος.
Σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος της.
«Δεσποινίς, με λένε Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και είμαι κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής».
«Μετριόφρων σας βρίσκω» γέλασε εκείνη αποκαλύπτοντας τα πυκνά μαργαριταρένια δόντια της.
«Εγώ σας βρίσκω το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου» της απάντησε εκείνος, συνεχίζοντας νοερά τον στίχο «για εμένα είσαι εσύ εσύ εσύ».
«Τατιάνα Γιακόβλεβα» είπε εκείνη το όνομά της.
«Ενσαντέ, Τατιάνα» της φίλησε το χέρι εκείνος.
«Και τι ποίηση γράφετε;» τον ρώτησε.
«Τα ποιήματα μου αφορούν στον έρωτα και την επανάσταση αλλά και την τέχνη. Έχω σπουδάσει τέχνη, και εραστής θα έλεγα», γέλασε εκείνος.
Η αυτοπεποίθηση είναι ως γνωστόν αφροδισιακή και ο Βλαδιμίρ της τράβηξε το ενδιαφέρον.
Κάτι, κάτι, είχε αυτός ο ποιητής και αν και δεν είχαν κοινά, ίσως επειδή τα αντίθετα έλκονται, έκανε σχέση μαζί του. Άλλωστε ήταν πολύ κολακευτικό να της γράφει ποιήματα ένας διάσημος ποιητής και η αλήθεια είναι ότι ο έρωτάς του για εκείνη, τη συγκλόνιζε.
Βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι θα τον ακολουθούσε πίσω στη Ρωσία. Στην πρότασή του να φύγει μαζί του, απάντησε αρνητικά. Άλλωστε, αφού ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της, ας έμενε αυτός στο Παρίσι.
«…Δεν με νοιάζει τίποτε,
εσένα
κάποια στιγμή θα σε πάρω –
μόνη
ή μαζί με το Παρίσι….» της έγραψε εκείνος ποστ ιτ, πάνω στην καφετιέρα με τον γαλλικό καφέ και βγήκε να φέρει μια φρεσκοψημένη μπαγκέτα για το πρωινό τους.
Ναι, χωρίς αμφιβολία, της άρεσε που ο έρωτας του για εκείνη, την είχε χρίσει μούσα του, αλλά δε θα άφηνε τα κρουασάν και τον πύργο του Άιφελ για να γυρίσει στην Ρωσία.
Η ορμή, το πάθος του το ασυγκράτητο, η έντονη ενασχόλησή του με τα κοινά και την πολιτική, την τρόμαζαν.
Αυτή ήθελε πιο χαλαρά πράγματα, ήταν γυναίκα του σαλονιού, ήθελε να πίνει το τσάι της και να κρατάει το φλιτζανάκι με το μικρό της δαχτυλάκι απλωμένο. Και εκείνος μπορεί να καταγόταν από ευγενείς, αλλά από μικρή σχετικά ηλικία διαδήλωνε κατά της τσαρικής Ρωσίας και πριν καν ενηλικιωθεί φυλακίστηκε τρεις φορές λόγο της πολιτικής του δράσης. Άσε που κι ο Στάλιν είχε εκνευριστεί μαζί του με κάτι σατιρικά έργα που έγραψε, και που να μπλέκει τώρα με επαναστάτες και τέτοια.
Ο Μαγιακόφσκυ με την καρδιά σπασμένη σε χίλια κομμάτια, έβγαλε ουάν γουέι τίκετ με προορισμό τη Μόσχα.
Στο δρόμο για το αεροδρόμιο, σταμάτησε σε ένα ανθοπωλείο. Τους έδωσε όλα τα χρήματα που είχε πάνω του και λίγα ακόμα. Μόλις είχε πληρωθεί και ήταν βαριά η τσέπη. Έδωσε εντολή κάθε βδομάδα, βρέξει χιονίσει, να στέλνουν το πιο ωραίο μπουκέτο με λουλούδια στην Τατιάνα.
Είχε λίγο καιρό πίσω στη Μόσχα, όταν ένα βράδυ εκεί που έπινε τη βότκα του στον καναπέ του,πήρε την απόφασή του. Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο του. Τράβηξε πιο κοντά του το μελανοδοχείο. Βούτηξε μέσα την πένα του.
[…Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών..].
Υπέγραψε την επιστολή -ποίημα και πήρε το πιστόλι του από το συρτάρι του ίδιου σεκρετέρ. Με μια σφαίρα, έφυγε πάλι με ουάν γουέι τίκετ, αυτή τη φορά για το μεγάλο ταξίδι.
Η Μάγια, διαλύθηκε όταν άνοιξε την τηλεόραση και είδε τον Ευαγγελάτο σε ολόγραμμα στο σαλόνι του Μαγιόφσκι να μεταδίδει την τραγική είδηση.
Μπορεί να ζούσαν χώρια, όμως όσο εκείνος υπήρχε, κατά κάποιον τρόπο τον είχε κοντά της, και ποτέ δεν ξέρεις, αν οι ίδιοι άλλαζαν γνώμη ή αν η μοίρα τους τα ‘φερνε αλλιώς, ίσως μελλοντικά να ξαναήταν μαζί.
Την επόμενη εβδομάδα «Ντριν ντριν, χτύπησε το κουδούνι της.
«ποιος να είναι πρωί πρωί;» αναρωτήθηκε και βάζοντας μια ρομπ ντι σαμπρ, πήγε να ανοίξει την πόρτα.
«Λουλούδια για την κυρία»
«Από ποιον;»
«Έχει κάρτα»
«Από τον Μαγιακόφσκυ» διάβασε στην κάρτα.
Μπορεί να είχε πεθάνει αλλά το ανθοπωλείο, πιστό στη συμφωνία τους, κάθε βδομάδα έστελνε ένα μπουκέτο λουλούδια από εκείνον σε εκείνη.
Περνούσαν τα χρόνια, όλα άλλαζαν, τα πάντα ρει. Το μόνο σταθερό ήταν το μπουκέτο με τα πανέμορφα λουλούδια.
Ήταν νια -22 ετών- και γέρασε, αλλά κάθε βδομάδα το ανθοδοχείο της φιλοξενούσε το πιο ωραίο μπουκέτο με λουλούδια!
Η ερωτική τους ιστορία έχει περάσει στην αιωνιότητα. Συζητιόταν στους καλλιτεχνικούς κύκλους στο Παρίσι και στην Μόσχα για το αν είναι αληθινή ή με το πες πες πες, απέκτησε μόνη της οντότητα.
Ένας συμπατριώτης της όταν την επισκέφθηκε, ηλικιωμένη πλέον, ήθελε πολύ να μάθει αν ισχύει αυτό το λαβ στόρι, αλλά ντρεπόταν να κάνει την αδιάκριτη ερώτηση.
Σκέφτηκε όμως ότι μισή ντροπή δική μου, μισή δική της και τη ρώτησε: «αληθεύει η ιστορία με τα λουλούδια; Ότι σας στέλνει ακόμα λουλούδια από τον άλλο κόσμο;»
«Πιείτε αγαπητέ μου το τσάι σας πριν κρυώσει και εύχομαι να μη βιάζεστε» του απάντησε εκείνη ήσυχα.
Δεν πέρασαν δέκα λεπτά όταν ΝΤΡΙΝ ΝΤΡΙΝ, χτύπησε το κουδούνι.
«Κάνετε τον κόπο να ανοίξετε;» τον παρακάλεσε.
Εκείνος σηκώθηκε και ανοίγοντας είδε έναν νεαρό που κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια.
«Λουλούδια για την κυρία Τατιάνα Γιακόβλεβα από τον κύριο Βλαμιντίρ Μαγιακόφσκι»! είπε εκείνος σοβαρά σοβαρά.
«Αγαπητέ, πήρατε την απάντησή σας», σχολίασε η Τατιάνα Γιακόβλεβα.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω.
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί!…
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
About Author

