Να σου πω μια ιστορία;

Ο Νικολό Παγκανίνι και το βιολί του

Μοιραστείτε το :

«Μόλις σερβίρισα τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι, στην υψηλοτάτη Ιωσηφίνα», είπε η καινούρια οικονόμος των Ανακτόρων στον Μπάτλερ.
«Ποια Ιωσηφίνα, ανόητη;» την αποπήρε εκείνος.
«Του Ναπολέοντα, ποια άλλη».
«Έχεις χάσει επεισόδια. Αυτή είναι η πρώην σύζυγος. Την νυν σερβίρισες, τη Μαρία Λουίζα της Αυστρίας».
«Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μας», του είπε εκείνη που ανυπομονούσε να μοιραστεί τα νέα.
«Ποιο είναι;»
«Άκου κουτσομπολιό. Είναι με έναν τύπο. Τους πέτυχα την ώρα που αυτός στεκόταν από πάνω της και έπαιζε το…»
«ΣΤΟΠ», τη διέκοψε κοιτάζοντας τρομαγμένος γύρω γύρω. «Δε θέλω να ακούσω άλλη λέξη» συμπλήρωσε.
«Βιολί» θα έλεγα, τι πειράζει;» ρώτησε απορημένη εκείνη.
«Έτσι το αποκαλείς εσύ;», απόρησε με τη σειρά του εκείνος.
«Ρε το βιολί του έπαιζε, το όργανο, το μουσικό όργανο» διευκρίνισε εκείνη, που κατάλαβε τι νόμιζε αυτός.
«Α, ναι, είναι ο Νικολό Παγκανίνι, τον υποδέχτηκα νωρίτερα και τον οδήγησα στο μπαλκόνι. Τρόμαξα γιατί είναι μεγάλος γυναικάς και λέω «έχει γούστο».
«Ποιος είναι γυναικάς, αυτός ο τύπος που μοιάζει με τον οξαποδώ; Αλλιώς τους είχα τους Ιταλούς στο κεφάλι μου» είπε η νεαρή οικονόμος χαχανίζοντας.
«Αυτός ανίδεη, είναι ο κορυφαιότερος βιρτουόζος όλων των εποχών!
Παίζει δώδεκα νότες το δευτερόλεπτο και σε κάθε συναυλία έχει τέτοιο πάθος που σπάνε οι χορδές από το βιολί του και συνεχίζει το κονσέρτο μόνο με μια χορδή!»
«Σώπα» απάντησε με δέος εκείνη.
Ο Μπάτλερ της εξήγησε ότι αυτός που ήταν με την υψηλοτάτη, είχε εμπνεύσει τους πιο διάσημους συνθέτες και μουσικούς, όπως ο Γιοχάνες Μπραμς, ο Σοπέν, ο Φραντς Λιστ, ο Σούμαν.
Μετά την πρώτη του συναυλία στη Βιέννη το 1828, είχε φύγει για περιοδεία με τους Μπον Τζόβι σε όλη την Ευρώπη, Γερμανία, Πολωνία, Στρασβούργο, Παρίσι και Γιου Κέι και λογικά η βαλίτσα θα πήγαινε ακόμα πιο μακριά, στο Γιου ες έι.
«Δε θα πάει. ‘Άκουσα ότι ανοίγει Καζίνο στο Παρίσι» τον διέκοψε εκείνη.
«Πού το άκουσες;»
«Έχω μια φίλη, που έχει μια φίλη, που έχει μια φίλη, η οποία είναι φίλη της Antonia Bianchi, η οποία τραγουδάει συχνά στα κονσέρτα του και έχουν αποκτήσει και ένα παιδί μαζί, τον Αχιλλέα Αλέξανδρο, το οποίο θα κληρονομήσει μελλοντικά δυόμισι εκατομμύρια ιταλικά φράγκα».
«Να πεις στη φίλη της φίλη, την φίλη, ω, φίλη, της Αντωνίας, να τον συμβουλέψει να μην το κάνει, γιατί δε θα πάει καλά και θα αρχίσει να πουλάει τα όργανά του. Τα μουσικά όργανα, βεβαίως βεβαίως».
Πράγματι, ο σοφός μπάτλερ είχε δίκιο. Αλλά ο Παγκανίνι δεν έπαιρνε από συμβουλές γιατί είχε πάθει Μπρίτνει Σπίαρς.
Είχε τόσο πιεστεί και καταπιεστεί από τον πατέρα του, που είχε αντιληφθεί το ταλέντο του και τον έβαζε από πέντε ετών να μελετάει μαντολίνο και βιολί από το πρωί έως το βράδυ και να τρέχει σε συναυλίες, που δεν άκουγε τίποτε ούτε για το καλό του, ούτε για το κακό του.
Βέβαια, έγινε διάσημος και έκανε μια τεράστια περιουσία και ακόμα τεραστιότερη υστεροφημία, αλλά με μεγάλο κόστος.
Πλέον, ήθελε να ζει μια χαλαρή ζωή που περιλάμβανε πολλές γυναίκες, ποτό και τζόγο.
Ο πατέρας του προσπάθησε να του κάνει αυτό που έκανε ο πατέρας της Μπρίτνει Σπίαρς στην Μπρίτνει Σπίαρς, αυτό με την κηδεμονία, να ελέγχει την περιουσία και την προσωπική του ζωή, αλλά δεν τα κατάφερε.
Κάποια στιγμή κατέληξε στη Νίκαια, όχι αυτή του Πειραιά, αυτή της Γαλλίας.
Δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Στα προβλήματα που είχε εκ γενετής, είχε προστεθεί η σύφιλη και η φυματίωση.
«Τζέραλντ, μου είπε η φίλη της φίλης της φίλης της Αντωνίας, ότι ήρθε ο διάολος να πάρει την ψυχή αυτού του Ιταλού, του Παγκανίνι» είπε ένα πρωινό η οικονόμος του παλατιού στον Μπάτλερ.
«Πολύ Φάουστ διαβάζει», απάντησε εκείνος.
«Ο επίσκοπος της Νίκαιας έστειλε έναν ιερέα να τον μεταλάβει και την πρώτη φορά τον έδιωξε και την άλλη η θεία μετάληψη έπεσε από το στόμα του. Τι σημαίνει αυτό ε; ε;»
«Ότι ήταν αδύναμος και στα τελευταία του;»
«Όχι, αποδεικνύει ότι είχε κάνει συμφωνία με τον διάολο. Αντάλλαξε την ψυχή του με το ταλέντο, την δεξιοτεχνία, να τον κάνει καλύτερο όλων και να αποκτήσει δόξα, φήμη, λεφτά»!
Την ίδια γνώμη είχε και η εκκλησία. Και είχε και άλλη απόδειξη, τα χωμένα μάτια μες τις κόγχες, το οστεώδες πρόσωπό του, τα επιμηκυμένα δάκτυλά του.
Δε δεχόταν να θάψει τον οξαποδώ, ούτε στη Γένοβα, ούτε στη Μασσαλία.
Πήγαινε βόλτες το φέρετρο, οι από εδώ το στέλνανε στους από κει και οι από εκεί στους από δω.
Για λίγο ξαπόστασε σε ένα λεπροκομείο της Βιλλαφράνκα, αλλά ούτε οι λεπροί το θέλανε και τελικά κατέληξε σε μια παραλία. Χωρίς ομπρέλες μπιτς μπαρς, και ξαπλώστρες και άρα χωρίς επισκεψιμότητα, σαν το ποστ μου ακριβώς από κάτω.
Κάποια στιγμή επενέβη η Μαρία Λουίζα που είχαν πιει το τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι και το μεταφέρανε στη Πάρμα, όπου και παρέμεινε, μέχρι που ο Αχιλλέας Αλέξανδρος, ο κληρονόμος υιός, έπραξε τα δέοντα και ηρέμησε η ψυχούλα του πατέρα του.

About Author

Μοιραστείτε το :