Να σου πω μια ιστορία;

Ο παράφορος και παράλογος έρωτας του Αλμπέρ Καμύ και της Μαρία Κασαρές

Μοιραστείτε το :

«Χωρίς εσένα θέλω να πεθάνω. Οπουδήποτε γυρίζω, βλέπω νύχτα», της είπε κοιτώντας την με λατρεία και πόνο.

Εκείνη ήταν η Μαρία Κασαρές, μόλις 21 ετών και πασίγνωστη ηθοποιός.

Εκείνος ήταν ο Αλμπέρ Καμύ, και τον αποκαλούσαν φιλόσοφο του παραλόγου. «Παράλογο;» φώναζε, εκείνο απαντούσε και εκείνος συνέχιζε να ζει τη ζωή του ανεξάρτητα από αυτό.

Ήταν 30 ετών και είχε ήδη γράψει τα δύο μπεστ σέλλερ του «Ο Ξένος» και «Ο Μύθος του Σίσυφου».

Αυτοί οι δύο δεν είχαν συναντηθεί τυχαία. Τους ένωνε η αόρατη κόκκινη κλωστή του σύμπαντος που γράφω και στην «Οδό Σχεδίας» και που θα παρουσιάσω στη Θεσσαλονίκη σε λίγες μέρες.

Η Μοίρα όταν τους σύστησε, τους ρώτησε:

«Πιστεύετε στον έρωτα με την πρώτη ματιά;»

Πίστευαν και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα, με έναν έρωτα παράφορο χωρίς λογική, παράλογο- σι γουάτ άι ντιντ δέαρ;

«Καμύ γιατί να είσαι ο Καμύ, ο διάσημος νομπελίστας και να μην είσαι κάποιος ανύπαντρος που ξεκινάει τώρα τη ζωή του;» του αποκρίθηκε με δάκρυα στα μάτια εκείνη.

Του έδωσε ένα τελευταίο φιλί και λέγοντάς του «αντιός», πέρασε το τσεκ ιν, και προχώρησε στο γκέιτ που την περίμενε το αεροπλάνο για το Παρίσι.

«Ορεβουάρ, μη λες αντιός μον αμούρ» ψιθύρισε καταρρακωμένος ο Αλμπέρ ο Καμύ.

Θα αναρωτιέστε γιατί χώριζαν.

Η Φρανσίν Φορ, που ήταν πιανίστρια, μαθηματικός και σύζυγός του, όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά, ερχόταν από την Αλγερία, την πατρίδα του.

Ο Καμύ ίσως να είχε σκεφθεί να χωρίσει, δεδομένου ότι με την Κασαρές είχε νιώσει αισθήματα που δεν ήξερε ότι είναι ικανός να νιώσει.

Η Φρανσίν όμως, του είχε τηλεγραφήσει τέσσερις λέξεις: «θα γίνεις πατέρας. Έρχομαι».

Περίμεναν δίδυμα, οπότε θα αναλάμβανε τις ευθύνες του.

ΦΟΡ ΓΙΕΡΣ ΛΈΙΤΕΡ

Ο Αλμπέρ και η Μαρία έπεσαν τυχαία θα έλεγε κάποιος, μοιραία θα πω εγώ, ο ένας πάνω στον άλλον στο Παρίσι, την ώρα που εκείνη έβγαινε από ένα φούρνο κρατώντας φρεσκοψημένες μπαγκέτες και εκείνος έμπαινε για να αγοράσει αφράτα, βουτυράτα κρουασάν.

Οι μπαγκέτες πέσαν κάτω, παραλίγο και η ίδια, αλλά εκείνος πρόλαβε να την πιάσει και να την κλείσει στην αγκαλιά του.

Την ένιωσε μέσα του παντού, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το χθες του χωρισμού πα ρα πα πααα παααα πααα…

Το πάθος που σιγόκαιγε αυτά τα χρόνια που ήταν χώρια μεν, μιλούσαν καθημερινά στο μέσεντζερ δε, φούντωσε και έγινε πυρκαγιά.

Δεν τους ένωνε μόνο η χημεία και το φίσικαλ ατράξιον, είχαν και πολλά κοινά ενδιαφέροντα.

Αγαπούσαν και οι δύο το θέατρο και τη φιλοσοφία και μιλούσαν γι αυτά με τις ώρες. Άλλωστε, αυτά τους γνώρισαν.

Το 1944 όταν οι Συμμαχικές Δυνάμεις αποβιβάζονταν στα παράλια της Νορμανδίας που ήταν το σπίτι του Γάλλου Σεφ από το Έμιλι ιν Πάρις, ο Καμύ ανέβαζε ένα θεατρικό έργο που είχε γράψει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο ο καστ νταιρέκτορ τον είχε δώσει τυχαία ή μοιραία στην Κασαρές.

Έτσι είχε επιλέξει η Μοίρα να τους γνωρίσει.

Αυτά τα χρόνια που ήταν χώρια και επικοινωνούσαν μέσω μηνυμάτων, είχαν μάθει πολλά ο ένας για τον άλλον.

Ο Καμύ της είχε πει τα πάντα για τη ζωή του, ότι μεγάλωσε στο Αλγέρι, ότι έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα του σχολείου και αργότερα, για ένα φεγγάρι, επαγγελματικά, μέχρι που αποφάσισε να γίνει δημοσιογράφος σε εφημερίδα.

Ότι έγραφε χωρίς φόβο και πάθος τις ιδέες του, έως ότου εκνεύρισε την κυβέρνηση και απολύθηκε και δεν έβρισκε πουθενά δουλειά.

Ότι είχε σκάσει τότε από τη στενοχώρια και το άγχος του και ήθελε να σπάσει τα μούτρα όσων του έλεγαν «κάθε εμπόδιο για καλό».

«Είχαν δίκιο όμως! Ήρθα στη Γαλλία, ανέπτυξα τις φιλοσοφικές μου ιδέες, γνώρισα τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, γίναμε κολλητοί, τσακωθήκαμε, το 1957 τιμήθηκα με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου μου και ΠΑΝΩ ΑΠ ΌΛΑ, γνώρισα εσένα, μικρέ μου γλάρε» της είπε με το χαϊδευτικό που της είχε βγάλει και χαρούμενος που ήταν πάλι μαζί!

«Ναι, μη φάω, έχει γλαρόσουπα» του είπε εκείνη. «Αφού είσαι παντρεμένος», πρόσθεσε με παράπονο και κρυφή ελπίδα μαζί.

«Οι 865 επιστολές που γράψαμε ο ένας στον άλλο, οι οποίες έχουν ήδη συγκεντρωθεί και θα εκδοθούν στο μέλλον από την κόρη μου την Κάθριν, θα αποδείξουν ότι αυτό που έχουμε είναι αληθινό και πάνω από τις δυνάμεις μας», της απάντησε κοιτώντας τη μες τα μάτια.

«Σε αγαπώ, Αλμπέρ»

«Και εγώ, Μαρία. Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι», της αφιέρωσε το διάσημο, σε όλους, κουότ του.

«Και τι θα γίνει με τη Φρανσίν;» τον ρώτησε με αγωνία.

«Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να μη μας απασχολούν πολύ οι άλλοι», απάντησε φιλοσοφώντας.

«Δε μου φαίνεται σωστό αυτό…»

«Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα, κι η Φρανσίν ξέρει».

«Αλμπέρ, δεν μπορείς να απαιτείς από μένα να είμαι μόνο δική σου και εσύ να είσαι παντρεμένος!»

«Ξέρω πολύ καλά ότι το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να πω κάποιες λέξεις και να γυρίσω την πλάτη μου σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Αλλά έδωσα τον λόγο μου και υπάρχουν δεσμεύσεις που δεν μπορώ να σπάσω».

«Μα, αυτό είναι παράλογο»

«Γι αυτό και είμαι ο πατέρας της φιλοσοφίας του παραλόγου!»

«Αλμπέρ εσύ έλεγες, και το ξέρει όλος ο κόσμος, έχει γίνει βάιραλ, η ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας».

Ο Άλμπερ δεν είχε να απαντήσει κάτι σε αυτό. Δικά του λόγια ήταν.

Η Φρανσίν όντως γνώριζε και δεν το είχε πάρει καθόλου καλά. Η θλίψη είχε δώσει τη σκυτάλη στην κατάθλιψη, μέχρι που προσπάθησε να κάνει κακό στον εαυτό της αλλά ευτυχώς την είχε προλάβει.

Είναι σκληρό και άδικο, αλλά το μικρό φτερωτό αγγελάκι, δε ρωτάει πριν ρίξει τα βέλη του. Τα ρίχνει και όποιον πάρει ο χάρος.

Το έζησε ο Καμύ και η Κασαρές, παρόλο που λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ήταν συχνά χώρια. Έγραφαν όμως συνέχεια ο ένας στον άλλον.

Στη μεταξύ τους πολύχρονη αλληλογραφία που πράγματι εξέδωσε η κόρη του χρόνια αργότερα διαβάζουμε αδιάκριτα να της γράφει:

«Αν σηκώσεις τα μάτια σου προς τον ουρανό απόψε, ας πέσουν σαν βροχή στο όμορφο πρόσωπό σου τα πεφταστέρια, υπενθυμίζοντάς σου την αγάπη μου».

Και εκείνη να του απαντάει:

«Ήμουν πολύ νέα όταν σε γνώρισα για να καταλάβω πλήρως ό,τι αντιπροσωπεύει η λέξη «εμείς». Ίσως ήταν αναγκαίο να χτυπήσω το κεφάλι μου πάνω στη ζωή για να επιστρέψω με μια ασταμάτητη δίψα για σένα και για νόημα».

«Πέφτω στο πάτωμα, συνεχίζω να φαντάζομαι τη στιγμή που κλείνουμε την πόρτα του υπνοδωματίου», της έγραφε εκείνος.

«Εγώ βράζω μέσα και έξω, όλα καίγονται, η ψυχή μου, το σώμα, έξω, μέσα, η καρδιά μου και η σάρκα μου» του απαντούσε εκείνη.

Τα Χριστούγεννα του 1959, ετοιμάζοντας βαλίτσες για να πάει να τη βρει, της έστειλε στο μέσετζερ:

Σου στέλνω αυτήν την «τελευταία επιστολή», πριν βρεθούμε από κοντά.

Είμαι τόσο ευτυχισμένος στην ιδέα να σε δω ξανά που γελάω ενώ σου γράφω… Σου στέλνω φιλιά και αγκαλιές μέχρι την Τρίτη».

Αυτή η Τρίτη δεν ήρθε ποτέ για εκείνον… Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο φίλος και Εκδότης του, τράκαρε σε ένα δέντρο.

«Έφυγε» ακαριαία στα σαράντα έξι του. Κοιτώντας από ψηλά που βρέθηκε στα ξαφνικά, μονολόγησε «είναι παράλογο ότι πέθανα με αυτόν τον τρόπο».

About Author

Μοιραστείτε το :