Τέχνη

Ο πληθωρικός Φερνάντο Μποτέρο

Μοιραστείτε το :

Μια φορά και έναν καιρό στην Κολομβία, ένα αγόρι που το λέγανε Φερνάντο Μποτέρο,κρατώντας στο χέρι του σφιχτά το κόκκινο πανί, που του είχε δώσει ο θείος του, περνούσε το κατώφλι της μεγάλης των ταυρομάχων σχολή.

Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν χτύπησε το τηλέφωνό του θείου του, και εκείνος είδε στην αναγνώριση τους καθηγητές της σχολής.

Μαύρα φίδια τον ζώσανε.

Έχε γούστο να τον χτύπησε κάνας ταύρος! Και τι θα ‘λεγε στη μητέρα του; Είχε χάσει τον άντρα της, είχε τρία παιδιά να θρέψει, κι αυτός την είχε πείσει ότι, αν ο γιος της γίνει ταυρομάχος, η οικογένεια θα έπαιρνε οικονομική ανάσα, θα έμπαινε ένας σταθερός μισθός στο σπίτι.

«Ναι, ναι, τι συμβαίνει;» σήκωσε το τηλέφωνο αγχωμένος

«Ναι, για τον Μποτέρο σας παίρνουμε… είστε ο κηδεμόνας του;»

«Πείτε μου», τους είπε με αγωνία.

«Κοιτάξτε, εδώ δεν είμαστε σχολή ζωγραφικής. Εδώ βγάζουμε σπουδαίους ματαντόρ (ες)»

«Δεν καταλαβαίνω…»

«Λέω, ότι ο ανιψιός σας έρχεται εδώ και ζωγραφίζει ταύρους στις ακουαρέλες αντί να τους πολεμά. Ίσως να τον γράψετε σε άλλη σχολή»!

Αργότερα την ιδια μέρα στο σπίτι, ο θείος πρακτικό πνεύμα, άρχισε να του κάνει κήρυγμα:

«Παιδί μου, ζωγράφος θα γίνεις; Θα πεθάνεις στην ψάθα. Πόσους Πικάσο μπορεί να χωρέσει αυτός ο κόσμος;»

«Σε αυτόν τον κόσμο, λείπει σίγουρα ένας Μποτέρο!» του είπε με μια κάποια αλαζονεία. «Θα δεις θειε. Θα έρθει η μέρα που όλος ο ντουνιάς θα καταλαβαίνει ότι κάτι είναι δικό μου, χωρίς να χρειάζεται να δει την υπογραφή μου».

«Η αλήθεια είναι ότι έχουμε οικογενειακώς καλλιτεχνική φλέβα! Μην ξεχνάμε ότι και εγώ είμαι μοδίστρα, κι αν είχα γεννηθεί στο Παρίσι, η Σανέλ θα έτρωγε τη σκόνη μου», τον υπερασπίστηκε η μανούλα.

«Ναι, οκ… ό,τι πείτε. Προς το παρόν όμως τι θα κάνουμε; Γιατί νηστικό αρκούδι δε χορεύει, ούτε ζωγραφίζει!» προσπάθησε να τους προς-γειώσει εκείνος.

«Θα φροντίσω εγώ!» είπε ο Φερνάντο

«Οι ακουαρέλες δεν τρώγονται, ανιψιέ!»

«Όχι, αλλά πωλούνται! Η El Colombiano αγόρασε τα πρώτα μου σκίτσα!» δήλωσε με περηφάνια!

«Μα αυτή είναι από τις σημαντικότερες εφημερίδες της χώρας!», είπε εντυπωσιασμένος ο θείος του.

«Ακριβώς! Και θα τα δημοσιεύσει στο επόμενο φύλλο!» είπε θριαμβευτικά ο νεαρός Μποτέρο, μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τον ενθουσιασμό του!

Και δικαίως! Αυτή ήταν η αρχή της επιτυχίας του!

Το επόμενο βήμα ήταν να μετακομίσει στην Μαδρίτη για να σπουδάσει όντως σε Ακαδημία Τεχνών και πιο συγκεκριμένα, σε αυτήν του Σαν Φερνάντο.

Όσο σπούδαζε, πούλησε κάποια σχέδια και πίνακες ζωγραφικής στο πασίγνωστο Μουσείο του Πράδο.

Με αυτά και με εκείνα, έφτασε τα 20 του χρόνια που τηλεφώνησε στη μαμά του τρισευτυχισμένος!

«Μαμά, κέρδισα το δεύτερο βραβείο στην ταινία Salón Nacional de Artistas της Μπογκοτά κι έκλεισα ένα εισιτήριο με πλοίο για την Ευρώπη!» της ανακοίνωσε

«Παιδί μου, ζακέτα να πάρεις» είπε η μαμά του συγκινημένη που ο γιος της άνοιγε τα φτερά του!

Ταξίδεψε πράγματι με μια ομάδα καλλιτέχνες και πέρασε έναν χρόνο μαθαίνοντας για τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης και τους σπουδαίους Ευρωπαίους ζωγράφους (και όταν μεγάλωσε περισσότερο και απέκτησε λεφτά, έγινε και συλλέκτης των έργων τέχνης που εκείνοι είχαν φτιάξει!)

Το μεγάλο μπαμ, το μπιγκ μπαμ που θα έλεγε και ο Φλιξ δύο αναρτήσεις πιο κάτω, έγινε όταν, σε μια ξαφνική έμπνευση ζωγράφισε ένα τεράστιο μαντολίνο με πολύ μικρή τρύπα ήχου!

Ο πίνακας αυτός ήταν η αρχή της καριέρας και του θριάμβου που θα ακολουθούσε!

Τοποθετήθηκε σε έκθεση στην Ουάσιγκτον και το όνομα του έγινε τοκ οφ δε τάουν στους πιο διάσημους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής.

Από κει και πέρα άρχισε να ζωγραφίζει ευμεγέθη αντικείμενα και ανθρώπους, ογκώδεις φιγούρες, ένα πολύχρωμο, έξτραόρντινέρι κόσμο, ένα σύμπαν κάπως ντι λού λου!

Ήταν μια κατηγορία μόνος του, έφερε επανάσταση στην σύγχρονη τέχνη, και το στιλ του που ονομάστηκε «Μποτερισμός», ήταν αναγνωρίσιμο στους πάντες, όπως είχε προβλέψει!

Η μανούλα καταχαρούμενη μεν, με πολλές απορίες δε:

«Και γιατί Φερνάντο μου ζωγραφίζεις τους πάντες τόσο εύσωμους; Για να το πω, πολίτικαλ κορέκτ. Τόσο ογκώδεις; Τόσο τεράστιους;»

«Γιατί αυτό είναι το στιλ μου και το σεξαπίλ μου, μάδερ», απαντούσε εκείνος.

«Συγγνώμη πάλι γιε μου, αλλά αυτός ο πίνακας δεν είναι αλλουνού; Δεν τον έχω ξαναδεί κάπου;» ρωτούσε η μάνα

«Είναι παράφραση της Μόνας Λίζας! Έχω κάνει το ίδιο και σε άλλα διάσημα έργα τέχνης, μου αρέσει να παίζω μαζί τους!»

«Και αυτά εδώ τι είναι;» συνέχιζε τις ερωτήσεις εκείνη

«Αναπαραστάσεις της καθημερινής ζωής, τραγούδια, χοροί, χαρές, κάποιες γυμνές – φίλες από το χωριό δεν τις ξέρεις, κάτι πορτραίτα πολιτικών και φυσικά έχω άποψη και την αποτυπώνω εικαστικά για διάφορα κοινωνικά φαινόμενα όπως η βία και τα ναρκωτικά, κλπ».

«Να σου πω μήπως να αφήσεις τα τελευταία γιατί ο Εσκομπάρ δεν αστειεύεται;» Έμπαινε και ο θείος στην κουβέντα

«Γιατί, τι θα μου κάνει;» απαντούσε αγέρωχα ο Μποτέρο.

Δεν ξέρω αν του έκανε κάτι ο συγκεκριμένος, αλλά γλυπτά του που βρίσκονται στη γενέτειρά του έχουν βανδαλιστεί /βομβαρδιστεί σε τρομοκρατική επίθεση.

Σας είπα ότι ήταν και γλύπτης; Όπου τα γλυπτά του ήταν η τρισδιάστατη μορφή της ζωγραφικής του!

Την επιτυχία συνόδεψαν χρήματα. Πολλά χρήματα, που ανησυχούσε ο θείος του! Τα είχε καταφέρει και είχε αναγνωριστεί εν ζωή!

Αν και το πάθος για τη χώρα του ήταν τέτοιο, ώστε να του χαρίσει τον τίτλο του «πιο Κολομβιανού από τους Κολομβιανούς καλλιτέχνες», απέκτησε σπίτια σε διάφορες χώρες, στα οποία πήγαινε και καλλιτεχνούσε!

Στο Παρίσι, ζωγράφιζε τις ελαιογραφίες του, στο Μόντε Κάρλο και στη Νέα Υόρκη χρησιμοποιούσε ακουαρέλες, στην Τοσκάνη δημιουργούσε τα μπρούντζινα γλυπτά του.

Ποιο όμως ήταν το χάπι πλέις του;

Η δικιά μας Εύβοια! Γιατί, στην Ελλάδα βρήκε τον έρωτα, στην Ελληνίδα γλύπτρια και ζωγράφο, Σοφία Βάρη!

Αυτά σε δυο –και λίγες παραπάνω- γραμμές, για τον Φερνάντο Μποτέρο!

Δεν είναι για όλα τα γούστα, αλλά εμένα μου αρέσει! Εσάς;

About Author

Μοιραστείτε το :