Τέχνη

Ο nature lover ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Claude Monet

Μοιραστείτε το :

«Mον αμούρ, μεγαλούργησες πάλι!» είπε η κοπέλα χαζεύοντας τον πίνακα που έβαζε τις τελευταίες πινελιές ο αγαπημένος της, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα την κοιλιά της.

«Μερσί, Καμίλ μου, μερσί! Θα ρωτήσω και τον Ρενουάρ, πώς του φαίνεται!»

«Τον διπλανό σου στο θρανίο στην Ακαδημία του Σαρλ Γκλερ;»

«Ναι, είναι από τους λίγους που παραδέχομαι! Έχουμε το ίδιο στιλ ζωγραφικής! Και στο μέλλον θα γίνουμε εκπρόσωποι του ρεύματος του Ιμπρεσιονισμού».

«Του ποιου;»

«Ε, άστο τώρα αυτό, δεν είναι του παρόντος! Έλα να σου πω τα νέα! Καμίλ, δέχτηκαν το έργο μου στο Σαλόν ντε Παρί, που όπως ξέρεις είναι η επίσημη έκθεση ζωγραφικής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού!»

«Τρε μανιφίκ, μον αμούρ! Εκείνο που ζωγράφιζες τις προάλλες στο λιβάδι, όταν μάζευα λουλούδια;»

«Ναι αγάπη μου, έμπνευσή μου, μούσα μου», της είπε ο Μονέ και τραβώντας την στην αγκαλιά του, τη σήκωσε ψηλά και τη στριφογύρισε στον αέρα!»

«Σιγά σιγά αμούρ, γιατί ζαλίζομαι! Στον μπαμπά σου μίλησες;»

«Τώρα έλεγα να του στείλω μήνυμα στο βάιμπερ!»

«Μονέ, τι βάιμπερ; Φέις του φέις να του το πεις!»

«Αμούρ, δεν τον ξέρεις τον μπαμπά…»

«Μονέ, δεν είναι δυνατόν να του πεις ότι θα αποκτήσουμε παιδί από μήνυμα!»

«Καμίλ μου, είναι παλαιών αρχών και…»

«Έχουμε χίλια οκτακόσια σαράντα,  δικό του πρόβλημα αν ζει στον Μεσαίωνα! Κάνε ό,τι νομίζεις αλλά πες του το επιτέλους!»

Ο Μονέ πήγε στο υπνοδωμάτιο και πήρε βαιμπεροκλήση τον πατέρα του, στον οποίο βασιζόταν και για το παντεσπάνι του, να τα λέμε κ αυτά!

Ο μπαμπάς του έγινε Χουλκ όταν άκουσε τα καθέκαστα και είπε ένα ευγενικό: «τσακίσου κι έλα στη Χάβρη κwλόπαιδο, που μου έγινες καλλιτέχνης και βάζεις όπου να ναι το πινέλο σου, γιατί από μένα δε θα ξαναδείς φράγκο ζωγραφιστό»!

Πράγματι, ο Μονέ σκεπτόμενος και το παντεσπάνι που λέγαμε, έφτιαξε το βαλιτσάκι του και πήγε στο σαλόνι που καθόταν η Καμίλ.

«Πώς πήγε;» τον ρώτησε

«Ε, κομσί κομσά», απάντησε διπλωματικά εκείνος, αλλά νααα, θα πρέπει να λείψω για λίγο»

«Πόσο λίγο;»

«Μόνο εννέα μήνες», της είπε με σκυμμένο το κεφάλι.

Η Καμίλ τον αγριοκοίταξε αλλά το δέχτηκε, ίσως να έπαιξε ρόλο και το παντεσπάνι. Γέννησε μόνη της στο Παρίσι, όσο οι δύο Μονέ παρέμεναν στη Χάβρη. Όμως, η υπομονή έχει και τα όριά της κι ένα πρωινό η Παναγιά του ήρθε να τον δει στην ακρογιαλιά, και του έδωσε τελεσίγραφο:

«Claude Oscar Monet, αν σε είκοσι τέσσερις ώρες δεν είσαι σπίτι μας, δε θα μας ξαναδείς ούτε ζωγραφιστούς!»

«Α, πάγαινε ρε, να μη σε βλέπω» έδωσε την άδειά του ο Μονέ ο πρεσβύτερος, όταν τον είδε περίλυπο. Ταυτόχρονα ήπιε λίγο ξύδι, και τους έστελνε πού και πού κάποια χρήματα, που ίσα που φτάνανε για την μπαγκέτα και το τυρί τους, άντε και για κάνα κρουασάν!

Ο Μονέ έπαιρνε δανεικά και αγύριστα από τους φίλους του για τα υπόλοιπα ψώνια του σούπερμάρκετ, τους οποίους όμως διαβεβαίωνε ότι μια μέρα που θα γίνει πλούσιος, διάσημος και πετυχημένος θα τους τα επιστρέψει με τόκο!

Προς αυτήν την κατεύθυνση ζωγράφιζε μανιωδώς λιβάδια, πάρκα, κήπους, κοπέλες και ζευγαράκια να κάνουν πικνίκ εκεί αλλά οι πίνακές του έτρωγαν συνεχείς χυλόπιτες από το Σαλόν ντε Παρί, οι οποίες τον βύθιζαν σε μεγάλη θλίψη.

Ήταν μετά από μία ακόμα καλλιτεχνική χυλόπιτα του Σαλόν, όταν ο Μονέ βούτηξε από ψηλά στον Σηκουάνα με κακές προθέσεις για τον εαυτό του.

Με το που έπεσε στο νερό καθάρισε το μυαλό του κι ευτυχώς ήξερε καλό κολύμπι και αποφεύχθηκε το μοιραίο και ξανάευτυχώς, δε διάβαζε Καρυωτάκη που είχε γράψει ότι «αν ξέρεις κολύμπι, θα ήταν καλύτερο…»[ψάξτε τι είπε γιατί με έπιασε το πολίτικαλ κορέκτ].

Με αυτά και με εκείνα ήρθε το καλοκαίρι του 1869 κι ο πόλεμος με την Πρωσία όλο και πλησίαζε.

Ο Μονέ που ήθελε να κάνει έρωτα και όχι πόλεμο, απέφυγε τη στράτευσή του, αρχικά με το να παντρευτεί την Καμίλ, γιατί τους παντρεμένους με παιδιά τους φωνάζανε τελευταίους, και στη συνέχεια ταξιδεύοντας στο Λόντον μπέιμπι!

Και ταξίδι του Μέλιτος και μακριά μέχρι να περάσει η μπόρα! Το τερπνόν μετά του ωφελίμου!

Όταν επέστρεψε, αφού είδε κι αποείδε ότι με το Σαλόν δε θα δει χαΐρι, σκέφτηκε ότι το καλό το παλικάρι βρίσκει άλλο μονοπάτι!

Συνεργάστηκε με τον Ντεγκά για μία ανεξάρτητη Έκθεση κι ολοκλήρωσε μέσα σε μία μέρα έναν πίνακα για την Έκθεση αυτή.

Τον ονόμασε ‘‘Impression, soleil levant’’, που μπορεί να είναι φανταστικός και να τον λάτρεψε κόσμος και κοσμάκης στο μέλλον, όμως οι κριτικοί του παρόντος το κατάθαψαν.

Δεν τους άρεσαν καθόλου τέτοιες μοντερνιές!

Εν τω μεταξύ, έκανε στενή παρέα με τον Έρνστ Οσεντέ, τον ιδιοκτήτη ενός από τα πρώτα πολυκαταστήματα του Παρισιού.

Τον καλούσε σε οικογενειακά τραπέζια κι εκείνος ανταπέδιδε στολίζοντας τα μαγαζιά του με τους πίνακες του νέου φίλου του.

Γενικά περνούσαν καλά και ανθηρά μέχρι που  η οικονομία κατέρρευσε.

Σε κανέναν δεν περίσσευαν χρήματα για Τέχνη, οι Μονέ ήταν καταχρεωμένοι το ίδιο κι ο Οσεντέ που αποφάσισε να φύγει μετανάστης στο Βέλγιο, αφήνοντας όμως πίσω τη γυναίκα του την Αλίς και τα τέσσερα παιδιά τους.

Μη με ρωτάτε «γιατί», δεν το γνωρίζω.

Ο Μονέ ως ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση, κάλεσε την Άλις και τα τέσσερα παιδιά της να μείνουν μαζί του και με την Καμίλ και τα δύο παιδιά του στο σπίτι του στο χωριό Βετέιγ.

Όταν η Καμίλ αρρώστησε βαριά, η Άλις τη φρόντιζε, έκανε το νοικοκυριό, χωρίς πλυντήρια και σκούπες ρομπότ, και πρόσεχε τα έξι παιδιά!

Επίσης, φρόντιζε και πρόσεχε ιδιαιτέρως και τον Μονέ, ιφ γιου νόου γουάτ άι μιν! Πού έβρισκε χρόνο για σεξ, απορώ.

Κάποια στιγμή, η Καμίλ και ο Οσεντέ αποχαιρέτησαν τον μάταιο τούτο κόσμο κι ο Μονέ με την Άλις παντρεύτηκαν!

Το σενάριο της ζωής του γίνεται και ωραία ταινία, σκέφτομαι τώρα.

Εκεί που λέγανε το ψωμί ψωμάκι, η οικονομία ανέκαμψε, το ζεύγος με τα παιδιά μετακόμισαν σε ένα ευρύχωρο σπίτι με μεγάλο κήπο στο χωριό Ζιβερνύ, και τέλος πάντων γύρισε ο τροχός και τουρου ρου του ρου ρου ο φτωχός!

Άρχισε να ζωγραφίζει σειρές πινάκων, βασισμένων σε ένα θέμα, το οποίο όμως απέδιδε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο και τεχνοτροπία.

Έπαιρνε πολλούς μουσαμάδες, σημείωνε στο πίσω μέρος τους την ώρα της ημέρας που τους δούλευε, και τους ζωγράφιζε με τη σειρά.

Με τη βοήθεια αρχιτεκτόνων κήπων αλλά και πολλές δικές του εργατοώρες, δημιούργησε τον προσωπικό του παράδεισο, φυτεύοντας δέντρα, τριανταφυλλιές, παιώνιες, νούφαρα και γεράνια, τα οποία ζωγράφιζε καθημερινώς!

Ειδικά με τα νούφαρα στον κήπο του είχε πάθει έρωτα!

Ζωγράφισε διακόσιους πενήντα πίνακες με αυτά,και τους έδωσε στον πρωθυπουργό Ζωρζ Κλεμανσώ, να τους εκθέσει στο Μουσείο Ορανζερί στο Παρίσι!

Απεβίωσε σε ηλικία 86 ετών έχοντας καταφέρει να γίνει πλούσιος και αναγνωρισμένος ζωγράφος.

Όπως ακριβώς έλεγε στους φίλους του, τους οποίους, φαντάζομαι, ξεχρέωσε γιατί ποτέ κανείς δεν τον άκουσε να ισχυρίζεται ότι οι ωραίοι έχουν χρέη.

About Author

Μοιραστείτε το :