Πρόχειρος τίτλος: Ο γείτονας
Κοιμόταν. Έναν βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα, όπως άλλωστε το συνήθιζε τους τελευταίους μήνες. Σε αυτό, βεβαίως, συνέβαλε και η βοήθεια της χημείας. Ζήτησε τη συνδρομή της γιατί χρειαζόταν ξεκούραση από τις σκέψεις και να χάσει τον έλεγχο του ονείρου.
Γιατί, ακόμα και όταν ονειρευόταν, σχημάτιζε τον χώρο, διάλεγε τους πρωταγωνιστές και τις καταστάσεις που συμμετείχαν και ας μην ήταν εφικτά στην πραγματικότητα.
Ξυπνούσε κάθιδρη. Τα ζούσε στον ξύπνιο της, θα τα ζούσε και στον ύπνο της;
Παρόλο που ο βαθύς ύπνος λειτουργούσε κι ως συσκευή ακύρωσης του θορύβου, ένας ενοχλητικός επίμονος ήχος από μακριά που ολοένα και πλησίαζε, κατάφερε να εισχωρήσει και να φτάσει στο συνειδητό της. Ανακάθισε στο κρεβάτι της.
Κάποιος είχε κολλήσει το δάχτυλό του στο κουδούνι της. Δεν περίμενε κανέναν. Δεν ήξερε κανέναν, ήταν καινούρια στη γειτονιά. Για λίγο σκέφτηκε να μην ανοίξει. Λογικά, θα ψάχνανε τον «Γεώργιο Σουκούρογλου» όπως έγραφε το όνομα στο κουδούνι της. Δεν το είχε αλλάξει.
Θα τον άφηνε να χτυπάει αυτόν τον άγνωστο μέχρι να βαρεθεί και να φύγει αλλά το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από τον πονοκέφαλο, ο ήχος ήταν ανυπόφορος. Γaμw τα αυτιά του τα πέτσινα, θυμήθηκε τη βρισιά που συνήθιζε να λέει ο παππούς της. Ήταν ένας καθώς πρέπει κύριος, δεν έβριζε ποτέ και μόνο όταν αγανακτούσε, φώναζε το παραπάνω. Σε αντίθεση με εκείνη που ήταν αθυρόστομη, δεν την έλεγες μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο.
Σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβάτι και φόρεσε μια ξεχειλωμένη φόρμα που ήταν πάνω στο ποδήλατο γυμναστικής, που εκτελούσε χρέη καλόγερου. Έσυρε τα πόδια της μέχρι την πόρτα. Πέρασε πάνω από τις κούτες και τα σελοφάν που ήταν διάσπαρτα στο σαλόνι της εδώ και δυο μήνες. Από τότε που μετακόμισε δηλαδή.
Από συνήθεια σήκωσε τις μύτες των ποδιών της να δει από το ματάκι, αλλά η πόρτα ήταν άνευ. Ματάκι λαστ γίερ, σκέφτηκε.
«Ποιος είναι;» ρώτησε
«Ο… από κάτω», ήρθε η απάντηση
«Ποιος;» ξαναρώτησε, περισσότερο για να κερδίσει χρόνο και να δει αν θα ανοίξει.
«Ο Πάνος, μένω στον τρίτο» της ξαναείπε ο άγνωστος
Άνοιξε την πόρτα.
Ένας ψηλός αδύνατος ξανθός με διαπεραστικά μπλε μάτια στεκόταν κρατώντας μια διαφανή σακούλα.
«Αυτά είναι δικά σου» της είπε δίνοντάς της την. Το περιεχόμενο της φαινόταν ξεκάθαρα, ένα εσώρουχο, ένα φανελάκι και μπόλικα μανταλάκια. «Εκτός αν βρέχει μπουγάδα στο μπαλκόνι μου» συμπλήρωσε κάνοντας χιούμορ και κοιτάζοντας ταυτόχρονα το εσωτερικό του σπιτιού.
«Ευχαριστώ», μίλησε και εκείνη και άπλωσε το χέρι της να τα πάρει.
Είχε μετακομίσει πρόσφατα κι όπως άπλωνε, τα ρούχα, κάνοντας μηχανικές κινήσεις, έχοντας το μυαλό της αλλού, της πέφτανε αβέρτα μανταλάκια. Δεν έδινε σημασία μέχρι που της γλίστρησε κι ένα εσώρουχο της κάτω, όπου κάτω ήταν το μπαλκόνι του γείτονα.
Απ’ όλα τα ρούχα αυτό έπρεπε να ρημαδοπέσει. Είχε σκεφτεί να ρίξει επίτηδες και μια μπλούζα στοχεύοντας το βρακί κάτω. Αν το πετύχαινε θα πήγαινε να χτυπήσει το κουδούνι, για να τα πάρει μαζί.
Έριξε ένα φανελάκι που δεν ήταν από τα αγαπημένα της αλλά δεν πέτυχε τον στόχο, έπεσε παραδίπλα. Να έδινε άλλη μία ευκαιρία στον εαυτό της; Κι αν είχε την τύχη της προηγούμενης; Ε, όχι, τι βλακείες κάνει, δε θα έριχνε όλη της την γκαρνταρόμπα της, στο μπαλκόνι του από κάτω.
Άσε που κανείς δεν της εγγυόταν ότι ο άγνωστος γείτονας θα την άφηνε να μπει μέσα στο διαμέρισμα του και να βγει στο μπαλκόνι του. Σταμάτησε να ρίχνει ρούχα και αποφάσισε ότι θα ζήσει χωρίς αυτά.
Θυμήθηκε τη γιαγιά της. «Να φοράς πάντα καλό εσώρουχο, καθαρό, χωρίς τρύπες, πες ότι σου συμβεί κάτι, οτιδήποτε» και χτυπούσε ξύλο, εννοώντας θέμα υγείας, και το σκηνικό αφορούσε σε νοσοκομείο, δρόμο, περαστικούς, γιατρό. Το μπαλκόνι του γείτονα, δε θα περνούσε από το μυαλό της, σκέφτηκε και της ξέφυγε ένα γέλιο.
Ξαφνιάστηκε και η ίδια με τον ήχο. Είχε να γελάσει μήνες.
«Τώρα μετακόμισες; Καλώς ήρθες, της είπε πάλι ο γείτονας που στεκόταν ακόμα στην πόρτα «Με λένε Πάνο», ξανασυστήθηκε και της άπλωσε το χέρι. «Εσένα;»
Εκείνη την ώρα χτύπησε στο κινητό της το temple of love των Sisters of Mercy. Ήταν το ξυπνητήρι αλλά άνετα θα μπορούσε να είναι ήχος κλήσης. Αν ήξερε κανείς το νούμερό της, βέβαια.
“Saved by the bell”, θυμήθηκε μια προϊστορική σειρά που έβλεπε στην τηλεόραση.
«Ευχαριστώ» του ξαναείπε και του ‘κλεισε την πόρτα σχεδόν στο πρόσωπο.
Κρίνοντας από την εμφάνισή του και την έκφρασή του πριν η πόρτα κλείσει, δε θα του συνέβαινε συχνά.
Δεν ήταν αυτός το θέμα. Το θέμα είναι ότι μετακόμισε στο διαμέρισμα του Γεώργιου Σουκούρογλου για να ηρεμήσει απ’ όλους και όλα, να τα βρει με τον εαυτό της και αυτό δεν περιλάμβανε τον γείτονα από κάτω, που τον λένε Πάνο. Δεν περιλάμβανε κανέναν.
Μόλις έβγαινε από τα συντρίμμια του Σταύρου, παραλίγο να θαφτεί ζωντανή σε αυτά.
«Είσαι ο έρωτας της ζωής μου, αν έχω εσένα, δε θέλω τίποτα άλλο, καμία άλλη», της έλεγε καθημερινά. Και γιατί να μην τα έλεγε; Λόγια ήταν δεν κόστιζαν τίποτα. Όχι σε εκείνον, τουλάχιστον.
Ένιωθε ακόμα σοκαρισμένη. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, προς τι το σοκ; Υπήρχαν τα σημάδια από την αρχή. Αστυνομικός είναι διάολε, δουλειά της είναι να βλέπει τα σημάδια, να τα βρίσκει, αν δεν είναι ξεκάθαρα. Απλώς, τα προσπερνούσε, δεν έδινε σημασία.
Είχε παραμυθιαστεί μόνη της γιατί τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και ό,τι δεν ήξερε για εκείνον, τα κενά, τα γέμισε με χρυσόσκονη.
Θυμήθηκε τα φαγωμένα λουκούμια, στις αρχές της σχέσης τους.
Την πρώτη φορά που της είπε ότι πάει ταξίδι, επαγγελματικό, «για μεταξωτά υφάσματα, παραδοσιακά χειροποίητα στο παζάρι» στην Κωνσταντινούπολη. Είχε γυρίσει φέρνοντας της δώρο ένα κουτί λουκούμια. Λες και τα πήγαινε στο γραφείο του.
Κι όχι μόνο αυτό. Το είχε ανοίξει και είχε φάει κάμποσα από μέσα.
«Δε σε πειράζει μωρό μου; Με έπιασε μια λιγουρίτσα, είπα να τσιμπήσω ένα, ε, κι ένα ίσον κανένα, καταλαβαίνεις, τι έγινε…» της είχε εξηγήσει γελώντας και την είχε κλείσει μέσα στην αγκαλιά του. Και εκείνη γελούσε, ένιωθε ευτυχισμένη.
Τώρα καταλάβαινε πολλά… ένα ίσον κανένα, μία ίσον καμία. Τον έπιασε μια λιγουρίτσα και έπρεπε να την ικανοποιήσει. Στα λόγια όμως ήταν πρώτος. Πάντα ήξερε να λέει τις κατάλληλες λέξεις την κατάλληλη στιγμή. Κι εκείνη έλιωνε μόνο που τον κοίταζε.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, που εκεί που καθόταν και κοίταζε κάτι χαρτιά της δουλειάς, το ένστικτό της που είχε καλά φιμώσει, της ούρλιαξε: «σου πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Σαν να έφυγε η ομίχλη μπροστά από τα μάτια της.
Όλον αυτόν τον καιρό την είχε υπό τον συναισθηματικό του έλεγχο. Έβαλε τα κομματάκια του παζλ στη θέση τους και ήταν τόσο καλή σε αυτό. Γι αυτό της είχαν δώσει προαγωγή, γι αυτό την άφησαν να φύγει για προσωπικούς λόγους, άνευ αποδοχών, για ένα διάστημα.
Στο επόμενο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, πήγε κι εκείνη. Ινκόγκνιτο, με την επόμενη πτήση. Βρήκε τα ίχνη του πολύ εύκολα. Και τον είδε. Ναι, ασχολούνταν με μεταξωτά, μεταξωτά βρακιά, που φορούσε ένας πολύ επιδέξιος κwλoς. Ένας ολοστρόγγυλος, πισινός, που αψηφούσε τη βαρύτητα, και που πάνω του επαναπαυόταν το δικό του χέρι.
Για λίγο ένιωσε να φλερτάρει με την τρέλα. Βρήκε ένα μπαρ και άρχισε να πίνει, είχε ακούσει ότι το ποτό μουδιάζει τον πόνο. Εκεί γνώρισε τον Σουκούρογλου και του είπε τα πάντα, όπως στις ταινίες κάποιοι λένε τα εσώψυχά τους στον άγνωστο μπάρμαν.
Εκείνος μόλις είχε πάρει σύνταξη και είχε αποφασίσει ότι την υπόλοιπη ζωή του θέλει να τη περάσει στα μέρη των προγόνων του. Έμενε ήδη στο αρχοντικό της γιαγιάς του και το διαμέρισμά του στην Ελλάδα, σκόπευε να το νοικιάσει.
Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, του είπε ότι ενδιαφέρεται. Κι έτσι, απλώς εξαφανίστηκε από τη ζωή του Σταύρου. Άλλαξε σπίτι, κινητό, πήρε τον χρόνο της από τη δουλειά.
ΝΤΡΙΙΙΙΙΝΝΝΝ, ξαναχτύπησε το κουδούνι της.
«Ναι;» ρώτησε
«Ο Πάνος από κάτω, πάλι», απάντησε ο γείτονας.
Χαμογέλασε. Ώπα! Ωραίο σημάδι μετά το γέλιο νωρίτερα. Είπαμε, ήταν πολύ καλή στο να αναγνωρίζει τα σημάδια.
Άνοιξε την πόρτα.
«Κερνάω καφέ, να σε καλωσορίσουμε στην πολυκατοικία μας».
Ο επίμονος κηπουρός, σκέφτηκε και ξαναγέλασε. Ώπα, σήμερα είναι η μέρα που το χαμόγελο και το γέλιο επέστρεψε στη ζωή μου, συνειδητοποίησε.
«Ναι, θα έρθω» του είπε. Κατέβηκε στον κάτω όροφο με τον Πάνο. Κάθισε στον καναπέ του, μέχρι εκείνος να φτιάξει καφέ. Κοίταξε έξω στο μπαλκόνι.
«Η πρασινάδα στις γλάστρες είναι αυτό που νομίζω;»
«Γιατί μπaτσoς είσαι;» τη ρώτησε γελώντας.
Εκείνη σκέφτηκε ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψει στη δουλειά και τη ζωή, γενικότερα.
«Υπαστυνόμος. Υπαστυνόμος Μάρθα Γεωργίου».
Εκείνος σάστισε για λίγο.
«Αλήθεια τώρα;»
«Τα παραμύθια δε μου αρέσουν».
«Δεν είναι παράνομο όταν χρησιμοποιείς το φυτό για θεραπευτικούς λόγους.
«Και ποιο είναι το πρόβλημα υγείας;»
«Εμ…έχω διάφορους πόνους… στο σώμα».
«Έχεις ιατρική γνωμάτευση που να το επιβεβαιώνει; Κάποια ιατρική συνταγή;»
«Ανάκριση, ε; Είσαι όντως αστυνόμος».
«Είμαι. Και γνωρίζω ότι όποιος για δική του αποκλειστική χρήση καλλιεργεί τέτοιου είδους… βότανα σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούν την ατομική χρήση, τιμωρείται με κράτηση μέχρι τριών μηνών και με πρόστιμο μέχρι χιλίων ευρώ».
«Να αφήσω τον καφέ και να βρω δικηγόρο, καλύτερα. Τι ήθελα να βγω στο μπαλκόνι σήμερα, μήνες είχα».
«Χαλάρωσε. Και μιας και είπα «χαλάρωσε», μήπως έχεις κάτι έτοιμο να χαλαρώσουμε;»
Είχε δοκιμάσει τη χημεία, ας έβλεπε λίγο και τα αποτελέσματα της φύσης. Άλλωστε, από φοιτήτρια ήθελε να το δοκιμάσει, όλη της η παρέα έκανε αλλά τελικά δεν το είχε τολμήσει. Να, που ήρθε η ώρα του ποτέ μη λες ποτέ.
«Εννοείς αυτό που καταλαβαίνω; Είναι παγίδα;» τη ρώτησε εκείνος μπερδεμένος.
«Όχι, είμαι εκτός υπηρεσίας. Και πονάω, οπότε σαν καλός γείτονας μπορείς να με βοηθήσεις;» του απάντησε.
Εκείνος αμφιταλαντεύτηκε λίγο και προχώρησε στα ενδότερα του σπιτιού του. Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν γύρισε με αυτό που του ζήτησε.
«Για να δοκιμάσουμε την πρασινάδα σου, Πάνο»
Εκείνος της έδωσε αυτό που κρατούσε και πήγε να βάλει μουσική στο πικάπ. Οι αισθησιακές νότες της τζαζ γέμισαν το σαλόνι.
«Ποια τραγουδάει;» τον ρώτησε. Τα μουσικά της ακούσματα ήταν μέταλ, χάρντ ροκ, δεν είχε ιδέα από άλλα είδη μουσικής.
«Η Adelaide Hall, μια από τις πρώτες τραγουδίστριες της τζαζ στον κόσμο και σημαντική μορφή της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Αν πατήσεις την Γκουγκλ, θα δεις ότι σήμερα γιορτάζουμε τα 122 χρόνια από τη γέννησή της.
«Στην Αδελαίδα λοιπόν» είπε εκείνη σαν να κάνει πρόποση!
Ένιωθε χαλαρή. Μετά από καιρό βίωνε ένα αίσθημα ευφορίας. Ένιωθε ανάλαφρη. Δεν πονούσε. Ήταν από το βότανο; Από τον γείτονα; Από την τζαζ; Επειδή πέρασε ο χρόνος ο γιατρός κι είχε αρχίσει να κλείνει σιγά σιγά η πληγή; Όλα μαζί;
Ποιος ξέρει. Σκέφτηκε να τον πλησιάσει λίγο περισσότερο. Εκείνος δε θα έκανε κίνηση. Τον είχε τρομάξει.
Λογικό.
Όχι σήμερα. Δεν ήταν η σωστή στιγμή. Τώρα ήταν η ώρα να δώσει το στίγμα της. Να ενημερώσει τους δικούς της ανθρώπους και την υπηρεσία της, πού βρίσκεται και τι σκοπεύει να κάνει. Θα πήγαινε στο διαμέρισμά της, θα έκανε ένα χλιαρό μπάνιο και θα άρχιζε τα τηλέφωνα.
Ήταν η ώρα να ξαναρχίζει να ζει και όχι απλώς να υπάρχει.