
Σοφία Λασκαρίδου| Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος
Καλλιθέα, Μέγαρο Τσίλερ, Οικεία Λασκαρίδη
«Κάνε μου τη χάρη να πεις στα κορίτσια, ότι το τσάι θα κρυώσει». Η Αικατερίνη Λασκαρίδη, η παιδαγωγός που είχε ιδρύσει το πρώτο «Ελληνικό Παρθεναγωγείο» στην Αθήνα και είχε φέρει την ιδέα του νηπιαγωγείου στην Ελλάδα, ζήτησε από την οικιακή βοηθό να φωνάξει τις κόρες της για την καθιερωμένη τους ιεροτελεστία του τσαγιού.
Οι θυγατέρες της Ειρήνη και Μελπομένη, εμφανίστηκαν εκείνη την ώρα στη σάλα χωρίς την αδερφή τους τη Σοφία.
«Ζωγραφίζει»; Ρώτησε η μητέρα τους.
«Όχι, γράφει ημερολόγιο. Για τον Περικλή», απάντησε η Ειρήνη, η μικρότερη κόρη, χαχανίζοντας. Αναφερόταν στον Περικλή Γιαννόπουλο, διάσημο διανοούμενο και λογοτέχνη της εποχής που η αδερφή της είχε σχέση, κάτι που στις αρχές του εικοστού αιώνα δεν ήταν καθόλου σύνηθες.
Όμως η Σοφία δεν είχε συνηθισμένη οικογένεια και είχε μεγαλώσει με ελευθερίες που άλλες δεν διανοούνταν.
Η μητέρα τους την κοίταξε και ένα μόνο βλέμμα της έφτασε για να την κάνει να ησυχάσει χωρίς να χρειαστεί να πει λέξη.
«Έχω καλά νέα» μπήκε στην κουβέντα κι ο πατέρα τους, ο Λάσκαρης Λασκαρίδης, φιλόσοφος και πλούσιος έμπορος από την Τραπεζούντα καταγόμενος από το τεράστιο τζάκι των Λασκαρίδων, διπλώνοντας την εφημερίδα του.
Ανοίγω παρένθεση:
[Η Δυναστεία των Λασκαριδών ήταν αυτοκρατορική βυζαντινή δυναστεία-οίκος, η οποία βασίλευε την περίοδο λίγο πριν και μετά από την Άλωση από τους Λατίνους το 1204.
Είχε ως πρωτεύουσα αρχικά την Κωνσταντινούπολη (1204) και είχε δημιουργήσει την Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1205-1261) με διάρκεια 56 χρόνια]. Κλείνω παρένθεση.
Τους εξήγησε ότι η Σοφία τους κατάφερε και έπεισε τον Βασιλιά Γεώργιο Α’, να θεσπίσει Νόμο που να επιτρέπει την εισαγωγή γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μέχρι και εκείνη τη στιγμή που μιλούσαν, φοιτούσαν μόνο άνδρες.
«Η Σοφία μας θα γίνει η πρώτη φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών. Θα έχει καθηγητές τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, το Νικηφόρο Λύτρα και το Γεώργιο Ιακωβίδη και μέχρι το καλοκαίρι του 1907, θα ‘χει πάρει πτυχίο», ανακοίνωσε.
«Θα γραφτεί το όνομά της στην ιστορία», σχολίασε με περηφάνια η μητέρα της.
«Η Σοφία τώρα είναι ερωτευμένη, δεν την νοιάζουν αυτά» σχολίασε η κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της, Μελπομένη.
«Έτερον εκάτερον. Άλλωστε, προηγείται η αγάπη της και το πάθος της για τη ζωγραφική», της απάντησε.
«Θα προτιμούσα να μην ασχοληθεί επαγγελματικά με τη ζωγραφική και δεν έχω αντίρρηση να κάνω γαμβρό μου τον Περικλή, που κατάγεται και από αρχοντική οικογένεια, βυζαντινής καταγωγής», σχολίασε ο πατέρας στις κόρες του «Όχι τώρα βέβαια, αργότερα» συμπλήρωσε και σταμάτησε να μιλάει γιατί εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε η Σοφία.
«Μητέρα, πατέρα, θα έρθει ο Περικλής να πάμε βόλτα στην Ακρόπολη» τους φώναξε φουριόζα και βγήκε από το Μέγαρο, να πάει με τον παίδαρο, διότι ο Περικλής ήταν ένας ξανθός γαλανομάτης κούκλος με φλογερό βλέμμα και περιποιημένο μουστάκι, ρομαντικές ιδέες και άρτιο λόγο.
«Σοφία γνωρίζω ότι έχεις όλη την Αθήνα στα πόδια σου. Ξέρω ότι κυκλοφορείς στα βασιλικά σαλόνια, και εδώ μαζί μου είσαι στα αλώνια», ξεκίνησε να της λέει στη διαδρομή.
«Ε, όχι δα.. καθημερινώς ζωγραφίζω με τις ώρες στην ύπαιθρο, μπορώ με τις ώρες να χαζεύω τη θάλασσα του Φαλήρου και να ζωγραφίζω βαρκούλες να αρμενίζουν», γέλασε εκείνη.
«Δεν είναι επικίνδυνο να είσαι μόνη σου στις ερημιές;» τη ρώτησε εκείνος με αγωνία.
«Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο, ένα μικρό αφρικάνικο, ατσάλινο μαχαίρι, αλλά και ένα ρεβόλβερ για προστασία» συνέχισε να γελάει εκείνη. Ήταν ευτυχισμένη. Τα είχε όλα, δεν της έλειπε τίποτα. Μέχρι και πτυχίο θα έπαιρνε από την Καλών Τεχνών.
«Πόσο διαφορετική είσαι από τις άλλες…» την κοίταξε με θαυμασμό εκείνος. Αλλά και με στενοχώρια γιατί προαισθανόταν ότι δε γινόταν ποτέ ολότελα δική του. Εκείνη διάβασε τις σκέψεις του στα μάτια του που ήταν ξάστερος ουρανός.
«Αλλιώς, δε θα μπορούσα να είμαι εδώ, μόνη μαζί σου, χωρίς να μας πετάνε πέτρες οι συμπολίτες μας» προσπάθησε να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Και μόνο που είμαι γυναίκα και συμμετέχω σε εκθέσεις ήδη από το 1897 φτάνει για να με κοιτάνε αποδοκιμαστικά, αλλά ποσώς με νοιάζει», συμπλήρωσε.
«Είμαι παράφορα ερωτευμένος μαζί σου» της είπε εκείνος. Από την πρώτη στιγμή, το πρώτο βλέμμα, με το που σήκωσα τα μάτια μου και σε είδα» εξέφρασε εκείνος αυτό που τον έκαιγε.
«Και εγώ μαζί σου Περικλή. Ξέρεις όμως ότι το πάθος μου για την Τέχνη είναι ανώτερο όλων. Και κάποια στιγμή θα φύγω στο εξωτερικό, να μαθητεύσω κοντά σε διάσημους ζωγράφους, να επισκεφθώ πινακοθήκες, να είμαι εκεί που χτυπάει η καρδιά της Τέχνης», του είπε σοβαρή.
«Θέλω να σε παντρευτώ» της είπε αν και ήξερε ότι η απάντηση δε θα ήταν θετική. Ήταν ήδη παντρεμένη με την Τέχνη της, ζούσε και ανέπνεε γι’ αυτήν.
«Έλα μαζί μου στο εξωτερικό», αντιπρότεινε εκείνη αλλά ήξερε. Δε θα εγκατέλειπε ποτέ την Ελλάδα, σε κάθε ευκαιρία στηλίτευε την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό», όπως τον ονόμαζε.
Όταν πρωτομετακόμισε στο Μοναχό για σπουδές, αλληλογραφούσαν ασταμάτητα. Όσο περνούσε όμως ο καιρός, τόσο αντιλαμβανόταν ότι η Σοφία δε θα γυρίσει ποτέ μόνιμα στην Ελλάδα, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, να νοικοκυρευτεί, να μη λέει και ο κόσμος.
«Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται», της έγραψε κάποια στιγμή.
«Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις», τον διόρθωσε εκείνη.
«Όχι, ξέρω τι λέω. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη», επέμεινε σε επόμενο γράμμα, εκείνος.
Είχε καταρρακωθεί με τη σκέψη ότι την έχανε. Η αγαπημένη του ζούσε πλέον ανάμεσα σε Μόναχο και Παρίσι, συμμετείχε σε εκθέσεις, μάθαινε κοντά στους καλύτερους, εξελισσόταν.
«Τέχνη – Περικλής, σημειώσατε 1», επαναλάμβανε ρυθμικά απελπισμένος.
Τότε, αποφάσισε αυτό που καιρό κλωθογύριζε στο μυαλό του και κάθισε και της έγραψε ένα τελευταίο γράμμα:
«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».
Η Σοφία με το που το έλαβε τρελάθηκε. Όπως ήταν, έριξε μια καπαρντίνα πάνω της και πετάχτηκε στο τηλεγραφείο. Του έστειλε μια μόνο λέξη.
«Έρχομαι».
Και πράγματι, πήρε το πρώτο πλοίο για την επιστροφή στα πάτρια εδάφη, αλλά δεν τον πρόλαβε.
Την ίδια ώρα ο Περικλής καβάλα στο λευκό του άτι κάλπαζε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Εκεί τράβηξε τη σκανδάλη.
Η κοσμική Αθήνα συγκλονίστηκε. Εφημερίδες κάλυπταν στήλες επί στηλών, ποιητές γράψανε ποιήματα και η Σοφία βίωσε την απόλυτη συντριβή. Προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά τελευταία στιγμή την έσωσε η μητέρα της.
Προσπαθώντας να συνέλθει, επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο, στη συνέχεια ταξίδεψε στο Παρίσι και όπως το συνήθιζαν μεγάλοι ζωγράφοι της Εποχής, που είχαν την οικονομική δυνατότητα, ταξίδευε σε διάφορες χώρες, ώστε να εμπνέεται και να δημιουργεί.
Ζωγράφιζε συνήθως τοπία αλλά και προσωπογραφίες. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ιμπρεσιονιστικά κινήματα και η επιρροή τους φαινόταν στα έργα της, που είχαν κυρίως ρομαντικό στιλ.
Συνέχισε να κάνει σεμινάρια με τους καλύτερους δασκάλους πάνω στην Τέχνη, να δημιουργεί Εκθέσεις και να γίνεται διάσημη, να της απονέμουν τιμητικά βραβεία και θετική κριτική.
Στην Ελλάδα ήταν γνωστή για τη ζωγραφική της, αλλά δυστυχώς υπήρχε πάντα και το κουτσομπολιό, ένας μόνιμος ψίθυρος ότι ήταν η αιτία που ο Περικλής είχε το τέλος που είχε. Και αυτό είναι άδικο, αν με ρωτάτε, γιατί είχε πολύ ταλέντο, το οποίο νομίζω ότι επισκίασε η ερωτική της σχέση.
Όταν επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα ανέλαβε το σχολείο που είχε ιδρύσει η µητέρα της και δίδαξε τα μικράκια ζωγραφική.
Παράλληλα, ζωγράφιζε ασταμάτητα μέχρι το τέλος της ζωής της. Το 1953 βραβεύτηκε από την Ακαδημία των Αθηνών για το σύνολο της καλλιτεχνικής της δημιουργίας.
Οι πίνακες της γίνονταν ανάρπαστοι, έγινε η αγαπημένη ζωγράφος της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας, εξέδωσε και βιβλία σχετικά με την Τέχνη, αλλά και ένα πιο προσωπικό, το «Μια μεγάλη αγάπη» που αφορούσε στον Περικλή που ποτέ δεν ξέχασε.
Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος, που άνοιξε τον δρόμο στις γυναίκες που θέλανε να σπουδάσουν ζωγραφική, έφυγε πλήρης ημερών, λίγο πριν κλείσει τα ενενήντα. Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στην Τέχνη. Τη θέση του Περικλή δεν την κάλυψε ποτέ κανείς.
Το σπίτι της στην Καλλιθέα το έκανε δωρεά στον δήμο και σήμερα στεγάζεται εκεί η Δημοτική Πινακοθήκη και μπορούμε να επισκεφθούμε. Τα περισσότερα όμως έργα της, δόθηκαν; Αγοράστηκαν; Yπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές, οπότε δεν μπορούμε να τα θαυμάσουμε.
About Author

