
Το σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς
Trigger Warning
Δεν είναι σαν τα κείμενα που σας έχω συνηθίσει! Έχει θεματολογία -περιγραφές, που μπορεί να ενοχλήσουν/προκαλέσουν στρες.
Ένιωθε ότι θα σπάσει η καρδιά της από αυτόν τον έρωτα που τελείωσε νωρίς, που δεν ήταν αληθινός και προφανώς όχι αμοιβαίος. Το «σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς», σκέφτηκε μηχανικά κάτι που είχε διαβάσει πρόσφατα σερφάροντας στο διαδίκτυο.
«Θα ήθελα μια απάντηση τώρα» πληκτρολόγησε στο κινητό της, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά και δειλιάσει. Για ένα μόνο δευτερόλεπτο, λιγοψύχησε και μετά πάτησε το κουμπί της αποστολής.
Ο ήχος του μηνύματος που δεν άργησε να έρθει, την έκανε να αναπηδήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και διάβασε:
«Δεν είναι όλα τα πράγματα μόνο άσπρο ή μαύρο. Θα το συζητήσουμε από κοντά».
Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει άγρια, ακανόνιστα. «Όχι πάλι, όχι», ούρλιαζε η εσωτερική της φωνή.
«Απάντησε μου τώρα, σε παρακαλώ. Ναι ή όχι;», του ξαναέστειλε, ξαφνιάζοντας τον εαυτό της, πιο πολύ κι από εκείνον. Δεν ήξερε ότι μπορούσε να ναι τόσο ψύχραιμη. Μήπως να τα κουκούλωνε όλα κάτω από το χαλί; Μήπως ήταν καλύτερα να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει; Μέχρι να περάσει η μπόρα;
«Αν πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις μια απάντηση, κι αν έχω μόνο αυτές τις δύο επιλογές, τότε θα πρέπει να διαλέξω το «ναι», ήρθε το μήνυμά του, χωρίς ίχνος συναισθήματος.
Ήταν ήδη ένας ξένος.
Ο Ψεύτης, που τόσο όμορφα ψέματα συνήθιζε να της λέει, «είσαι ο ήλιος μου, η αναπνοή μου, μακριά σου δε ζω», αυτή τη φορά, επέλεξε να της πει την άσχημη αλήθεια. Και τώρα εξαιτίας αυτής της αλήθειας, δε θα άκουγε ποτέ ξανά τα παραπάνω.
Ένιωθε μουδιασμένη, σοκαρισμένη. Όμως δε θα έπρεπε. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, το ήξερε. Καιρό τώρα.
Άρχισε να κλαίει. Έριξε ποτάμια δακρύων αλλά δεν ένιωσε κάποια ανακούφιση στον βαθύ πόνο που ένιωθε. Χρειαζόταν κάτι πιο ισχυρό.
Κοίταξε το βάζο με τα τριαντάφυλλα στο τραπέζι δίπλα της, που εκείνος είχε φέρει. Το πήρε και το έριξε με ορμή στον τοίχο. Το βάζο έγινε χίλια κομμάτια, γυαλιά, νερά, λουλούδια σκορπίστηκαν παντού στο πάτωμα.
Πήρε ένα κομμάτι γυαλί από κάτω, αυτό που ήταν πιο κοντά της, και άρχισε να κόβει τον εαυτό της. Έκοψε τον Ψεύτη από πάνω της, έκοψε την ίδια που τον αγαπούσε και που έκανε ότι δεν καταλαβαίνει, έκοψε την θλίψη της, τη χρόνια, που είχε αποκτήσει στέρεες ρίζες, βαθιά μέσα της.
Είχε ανάγκη να πονέσει τον εαυτό της, να πονέσει περισσότερο απ΄ όσο μπορεί να το κάνει εκείνος. Κι ας ήταν αντιφατικό, το να νιώθει καλύτερα με το να πονάει και να πληγώνει τον εαυτό της.
Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να φέρει δίφυλλο ρολό χαρτί Γλάρος. Έκοψε μπόλικα χαρτιά και τα ακούμπησε ταμποναριστά, τρυφερά στις πληγές της.
Στη συνέχεια πήγε στο φαρμακείο που είχε το κουτί με τους επιδέσμους. Τύλιξε τα χέρια της και κρατώντας τα πάνω στην κοιλιά της μουρμούρισε καθησυχαστικά… «έλα, τελείωσε τώρα, πάει πέρασε».
Αφού φρόντισε και παρηγόρησε τον εαυτό της, άρχισε να μαζεύει από κάτω τον χαμό, νερά, γυαλιά, αίματα.
Έβγαλε το δαχτυλίδι που εκείνος της είχε χαρίσει και το πέταξε μαζί με τα λερωμένα χαρτιά στον κάδο με τα σκουπίδια.
Το κόκκινο αίμα που έβαφε τους λευκούς επιδέσμους της την έκανε να αναλογιστεί ότι μάλλον χρειάζεται ράμματα. Το είχε ξανακάνει, παλιότερα, το δήλωναν οι αχνές ουλές που υπήρχαν στα σημεία και είχαν παραμείνει για ενθύμιο, αλλά τώρα είχε κόψει πιο βαθιά.
Έβαλε μια φόρμα και τα αθλητικά της, φόρεσε και το μπουφάν της και βγήκε έξω, από το σπίτι της. Μπήκε στο μικρό αγροτικό της και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Το κέντρο υγείας δεν ήταν μακριά.
Η κατάσταση εκεί ήταν δραματική και χαοτική. Το είχε ακούσει ότι ήταν υποστελεχωμένο και ότι οι λίγοι γιατροί και νοσηλευτές ξεπερνούσαν τον εαυτό τους για να εξυπηρετήσουν τους ασθενείς.
Η ουρά με τους ταλαιπωρημένους αρρώστους ήταν μεγάλη. Δίπλα της ένα παιδάκι έριξε ένα ξερατό, σχεδόν πάνω στα παπούτσια της κι η μαμά του αλαφιασμένη έβγαλε αμέσως μαντηλάκια από την τσάντα της κι έσκυψε να της τα καθαρίσει.
Ένιωσε μεγάλη ντροπή που εκείνη βρισκόταν εκεί επειδή μόνη της προκάλεσε κακό στον εαυτό της.
Ένας νοσοκόμος, που πέρασε από δίπλα τους, κοίταξε τα μπανταρισμένα της χέρια και εκτιμώντας γρήγορα την κατάσταση, της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.
Στο δωματιάκι των πρώτων βοηθειών, αφού της ζήτησε το ονοματεπώνυμο και το ΑΜΚΑ της, της έβγαλε προσεκτικά τους επιδέσμους. Κοίταξε τα τραύματά της και της τα περιποιήθηκε χωρίς να σχολιάσει κάτι, σιωπηλός.
Όταν τελείωσε με τα ράμματα, τοποθέτησε πάνω τους από ένα καθαρό επίδεσμο, ώστε να τα προστατεύει από τη σκόνη και τις βρομιές.
«Να αλλάζεις τον επίδεσμο κάθε μέρα, αφού πρώτα περάσεις την περιοχή με αντισηπτικό», της εξήγησε. «Τα ράμματα πρέπει να μείνουν στεγνά για τουλάχιστον σαράντα οχτώ ώρες, για να αποφύγεις τον κίνδυνο μόλυνσης. Κατά τη διάρκεια του ντους κάλυψε τα χέρια σου με μία πλαστική σακούλα κι όταν τελειώσεις σκούπισε απαλά τα σημεία με μία καθαρή και στεγνή πετσέτα, για να βεβαιωθείς ότι δεν παρέμεινε υγρασία στην περιοχή», κατάλαβες; Τη ρώτησε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Θα σου γράψω και μια αντιβίωση, πρόσθεσε εκείνος. Έπειτα, κοιτώντας τη βαθιά μέσα στα μάτια, συμπλήρωσε: «Υπάρχει δωρεάν Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης, καλώντας στο 10306 από σταθερό ή κινητό, χωρίς χρέωση»
Έγραψε το νούμερο σε ένα ποστ ιτ και της το έδωσε.
Το ενδιαφέρον του τη συγκίνησε. Πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν της. Θα έπαιρνε τηλέφωνο, απόψε κιόλας.
Πνευματικά δικαιώματα, αλέρτ! Η φωτογραφία που συνοδεύει το διήγημα είναι ευγενική χορηγία της my soulmate Σοφίας για το συγκεκριμένο κείμενο και φυσικά απαγορεύεται να τη δανειστεί οποιοσδήποτε άλλος!
About Author

