Αγαπητό μου ημερολόγιο,  Να σου πω μια ιστορία;

Τρεχάτε ποδαράκια μου|Γήπεδοοοοο!|ΑΕΚ!

Μοιραστείτε το :

Γήπεδοοοο Γήπεδόοοο! (Διάβασέ το ρυθμικά!)

Έγινε επιτέλους -μόνο είκοσι χρόνια άργησε- το γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια! Θα το μαθες, δεν μπορεί! Αργά αργά γίνεται η αγουρίδα μέλι, το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, μπορεί να καθυστέρησε λίγο αλλαααα έγινε ένα γήπεδο κουκλί! Είναι στολίδι, πιστεύω είναι το ωραιότερο όλων, σίγουρα είναι το μόνο με «ταυτότητα» και ναι, είμαι ΑΕΚ αλλά δεν έχει σημασία, είμαι αντικειμενική!

Μεγάλη συγκίνηση για πολύ κόσμο, ιδίως σε όσους έχουν Μικρασιάτικη καταγωγή και για κάποιους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές που δεν περίμεναν ότι θα προλάβουν να το δούνε έτοιμο!

Στάσου μύγδαλα φίλε Ολυμπιακέ, ΠΑΟ ή όποια άλλη ομάδα είσαι, να διαβάσεις, δεν είναι αθλητική η ανάρτηση, δε θα γίνω Χρήστος Σωτηρακόπουλος στα τελευταία! Όχι ότι δε θα μπορούσα έτσι; Ο παππούς μου πάντα έλεγε «μίλα βρε παιδάκι μου λίγο πιο αργά, δεν μεταδίδεις ποδοσφαιρικό αγώνα»!

Που λες, προχθές ήταν ο πρώτος αγώνας της ΑΕΚ «σπίτι» της. Ο φουντουκοπατέρας, που εξαιτίας του άλλωστε η απλή μου συμπάθεια προς την ΑΕΚ έγινε αγάπη, ήθελε να πάει. Και γιατί να μη θέλει; ΑΕΚτζής είναι, δίπλα στο σπίτι του είναι, vip διαρκείας έχει, τι ζήτησε τον ουρανό με τ άστρα; Βατή επιθυμία.

Μου το είχε πει από το πρωί, να δω το πρόγραμμά μου! Είχα απαντήσει ότι άνετα το χουμε. Ε, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις! Κάπου εδώ να κάνω μια παρένθεση να πω ότι αν υπήρχε πρωτάθλημα σκυταλοδρομίας, νομίζω θα είχαμε συλλογή από χρυσά μετάλλια. Το τελευταίο πολύ μεγάλο διάστημα, μπαίνει ο ένας, βγαίνει ο άλλος, δίνουμε ο ένας στον άλλο, χέρι χέρι, τα δυο παιδιά για να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στις διάφορες υποχρεώσεις και δραστηριότητες.

Το απόγευμα που σχόλασα από το γραφείο, άρχισα τον αγώνα δρόμου για να προλάβει ο φουντουκοπατέρας να δει τον αγώνα ποδοσφαίρου ΑΕΚ στις 8 το βράδυ.

Είχα μια υποχρέωση στα δικά μου πάτρια εδάφη, στην Αγ. Παρασκευή που δε γινόταν να αναβληθεί / ακυρωθεί γιατί αυτό είχε συμβεί ήδη μόνο δεκαπέντε φορές. Λέω εντάξει, θα κάνω ένα γρήγορο τουρ στο λεκανοπέδιο Αττικής, θα προλάβω. Τροχάδην προς το μετρό στο κέντρο της Αθήνας, αλλάζω σε κόκκινα και μπλε χάπια εεεε, γραμμές, κατεβαίνω Νομισματοκοπείο, παίρνω λεωφορείο, φτάνω πλατεία Αγ Παρασκευής, ξανά τροχάδην, φτάνω προορισμό, κάνω τη δουλειά μου σε χρόνο ντε τε.

Σταματώ να πάρω μια ανάσα, βρισκόμουν και 3’ απόσταση από το σπίτι της μαμάς μου, να μην της πω να κατέβει στην πιλοτή να της δώσω ένα φιλί; Να της πω. Κατεβαίνει και στο όρθιο λέμε τα νέα μας εν τάχει! Μου δίνει και κάτι τυριά και κάτι πεσκέσια από τον Αη Στράτη μη φύγω με άδεια χέρια.

Πάω λοιπόν στην πλατεία καρφί στην πιάτσα των ταξί. Ανοίγω πόρτα του ταξί, τσεκάρω ταυτόχρονα πορτοφόλι μη γίνω ρόμπα, είχε μέσα ένα χαζαπλάστ, μια αρχαία κάρτα μου της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, μια κάρτα τραπέζης που τέλος του μηνός, φαντάζεσαι τι είχε μέσα, ξανακλείνω την πόρτα. Γκαντ ντέμιτ, θα πάρω λεωφορείο. Προς το παρόν το θεωρώ γκαντέμιτ το όλο σκηνικό, αλλά μετά κατάλαβα το κάθε εμπόδιο για καλό που λένε!

Παίρνω λοιπόν το λεωφορείο από την αφετηρία, κάθομαι κιόλας και ξεκινάαααμε!

Σε λιγότερο από πέντε στάσεις το λεωφορείο μεταμορφώθηκε σε πουλμανάκι. Και δε χρειαζόταν να ρωτήσουμε «πού πάει το πουλμανάκι», στην ΑγιαΣοφιά, πήγαινε, όλοι με τις κιτρινόμαυρες φανέλες – σημαίες – κασκόλ!

Η ώρα τικ τακ τικ τακ, να κυλάει πιο γρήγορα από το συνηθισμένο και σίγουρα πιο γρήγορα από το λεωφορείο, που μπροστά του ο βραδύποδας της ζωούπολης ήταν ο φλας ο κεραυνός. Ρε Μέρφυ, σκέφτομαι, έλεος, πάρε κανά ρεπό! Κοιτάζω ρολόι και βλέπω ότι η ώρα έχει πάει 7 και είμαι ακόμα πολυυυυ μακριά από το σπίτι. Και λεφτά να είχα στο πορτοφόλι και να είχα πάρει ταξί, δε θα φτάνανε, νεφρό θα πρεπε να δώσω στη συγκεκριμένη διαδρομή τη συγκεκριμένη μέρα!

Το λεωφορείο κάποια στιγμή με τα χίλια ζόρια έστριψε στη λεωφόρο Ηρακλείου. Και φυσικά ακινητοποιηθηκε. Μπροστά του είχε όλα τα αυτοκίνητα της Αθήνας, και της Θεσσαλονίκης μη σου πω. Τσούλησε λίγα μέτρα ακόμα με την πρώτη ταχύτητα και μετά σήκωσε χειρόφρενο.

Ο Φουντουκοπατέρας το πήρε απόφαση ότι δε θα πάει γήπεδο. Όπως το συνηθίζει, δεν παραπονέθηκε, δεν γκρίνιαξε, μου στειλε απλώς ένα  στενοχωρημένο «δε θα προλάβω να πάω, προχωράμε παρακάτω» και τέλος.

ΕΕΕ, όχι. Δεν προχωράμε παρακάτω. Κυριολεκτικά με το λεωφορείο και μεταφορικά, όχι δε θα τα παρατήσουμε. Και οι γονείς έχουμε ψυχή και δικαίωμα στην απόλαυση. Θα πήγαινε στο γήπεδο. Τέλος. Το πήρα προσωπικά.

Προχωρώ αποφασιστικά μπροστά στον κύριο οδηγό, παρόλο που βεβαίως γενικά συμφωνώ στο μην ομιλείτε εις τον οδηγό. Ειδικά όμως, δεν οδηγεί, είμαστε αγαλματάκια ακούνητα, μπήκαμε μέρα και ήρθε η νύχτα, δεν υπάρχει κίνδυνος.

Τραβάω στην άκρη την πλαστική αντικόβιντ κουρτίνα που μας χωρίζει και σαν τον Θάνο Καλλίρη το 1994 – το νου σου κύριε οδηγέ, γλιστράω στις χειρολαβές.

«Κύριε Οδηγέ, συγγνώμη, κύριε οδηγεεεε, μήπως μπορείτε να ανοίξετε την πόρτα; Πρέπει οπωσδήποτε να κατέβω»

«Οι πόρτες ανοίγουν στη στάση», μου απαντάει.

«Ναι, το γνωρίζω αλλά είναι επείγον το θέμα, πρέπει να κατέβω»

«Θα κατέβεις στην επόμενη στάση»

«Μα, μέχρι να φτάσουμε στη στάση, θα χει αλλάξει η χρονιά»

«Δεν ανοίγω τις πόρτες όπου να ναι. Είναι επικίνδυνο».

«Θα προσέξω, μην ανησυχείτε, δική μου η ευθύνη»

«Η ευθύνη είναι δική μου, δεν ανοίγω»

«Αχ, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, πρέπει να κατέβω»

«Θα κατέβεις στη στάση»

«Να σας πω, είμαι συνάδελφος, δουλεύω στην HELLENIC TRAIN, την πρώην ΤΡΑΙΝΟΣΕ δηλαδή, δηλαδή στον προαστιακό προσλήφθηκα, δουλεύω στο σιδηρόδρομο τέλοςπάντων, να και η κάρτα μου», είπα με μια ανάσα, ανοίγω το πορτοφόλι, βγάζω χαζαπλάστ και κάρτα πεπαλαιωμένη της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από το 2007 που πλέον με το ζόρι έβλεπες ονοματεπώνυμο, όσο για τη φωτογραφία, θα μπορούσε να δείχνει τον Τσιόδρα, δεν ξεχώριζες χαρακτηριστικά. «Ανοίξτε μου να χαρείτε ό,τι αγαπάτε,» κατέληξα και πήρα αναπνοή.

Με κοιτάζει, τον κοιτάζω, αναμετριόμαστε με το βλέμμα, αναρωτιέται αν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσω ήσυχο μέχρι να τελειώσει η βάρδια του, καταλαβαίνει ότι σκοπεύω να είμαι το ενοχλητικό ζουζούνι στο αυτί του, ανοίγει το στόμα του, περιμένω με αγωνία να μιλήσει και ακούω τη μουσική τιρινίνη του 1987- τιρινίνιιιι τιρινινιιί τιρινίνιιιι – its the final countdown!

«Τέλος πάντων, πήγαινε στη μεσαία πόρτα, θα ανοίξω»

«ΧΙΛΙΟΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΕΊΣΤΕ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΤΑΤΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ ΠΟΥ ΥΠΆΡΧΕΙ!» Όλο το λεωφορείο -κοινό που έβλεπε το σόου μου ξεσπά σε χειροκροτήματα, κάνω μια υπόκλιση, κατεβαίνω και «τρεχάτε ποδαράκια μου μην πάτε αργά δεν κάνει γιατί ο φουντουκοπατέρας, την ΑΕΚ θα τη χάσει».

Αρχίζω ένα σπριντ, μα ένα σπριντ, που τσάμπα αγχωνόμουν ότι δε θα προλάβω να κάνω προπόνηση για το Μαραθώνιο. Να τρέχω σαν τον Κεντέρη, πηγαίνοντας παράλληλα με το τραίνο του ΗΣΑΠ στη διαδρομή Πευκάκια – Περισσό.  Όλες οι προπονήσεις σε μία! Και με βάρη, έτσι; Κουβαλούσα και τσάντες, τσαντάκια, τυριά από τον Αη Στράτη, ταπεράκια με σπανακόρυζο που δεν είχα προλάβει να φάω στη δουλειά.

Ταυτόχρονα να κρατώ κινητό στο χέρι και να στέλνω λαχανιασμένα φωνητικά μηνύματα στον φουντουκοπατέρα «βάλε παπούτσια, αχ-βαχ έρχομαι, θα πας γήπεδο, αχ-βαχ, κατέβα πιλοτή σε δεκαπέντε» λαχανιάσματα και χλάπα χλούπα οι τσάντες τα τσαντάκια.

Περνώ το σπίτι του λαού, περνώ όλα τα αμάξια, προσπερνώ τα βλέμματα των οδηγών, των πεζών, κάποιων φιλάθλων. Φτάνω εκεί που είχα παρκάρει το πρωί για να πάρω το τραίνο να κατέβω κέντρο. Και παθαίνω σοκ. Σκέφτομαι ότι άμα βγω εγώ έτσι όπως μου είχαν κολλήσει μπρος-πίσω-δεξιά και αριστερά και οι παρκαρισμένοι και οι απαρκάρωτοι που ψάχναν μια τρύπα να τρουπώσουν, να μου τρυπήσεις τη μύτη.

Είχαν εξαντληθεί όλες οι θέσεις πάρκινγκ στη Ν. Φιλαδέλφεια και αναζητούσαν μια θεσούλα στον Περισσό! Με το που είπα ότι θέλω να ξεπαρκάρω, 40 νοματαίοι ξεπετάχτηκαν σαν μανιτάρια και άρχισαν να με βοηθάνε εποφθαλμιώντας τη θέση που θα άφηνα φυσικά.

«Και πάρτο όλο δεξιά και ίσιωσε και ευθεία, ελα έλα» λες και έμπαινα σε πλοίο δεκαπενταύγουστιάτικα. Όπου δεν ξέρανε ότι μιλάνε ΣΕ ΜΕΝΑ και νόμιζαν ότι απευθύνονται σε κανονική οδηγό, διότι εκεί που μου δείχνανε να πάω εγώ έβλεπα ότι δε χωρούσα, τελικά εκ του αποτελέσματος χωρούσα -κολυμπούσα, κάποια στιγμή ελευθερώθηκα από εκείνο το σημείο και μετά γκάζωσα ωσάν να μουν ο Σουμάχερ. Παραλίγο να πατήσω και κάποιους ΑΕΚΤΖΗΔΕΣ που περπατούσαν στη μέση του δρόμου αντί του πεζοδρομίου, μπικοζζζζ, γουάι νοτ; Μπορούσαν.

Φτάνω κάτω από την πολυκατοικία σαν μαντ μαξ με σκόνες και κwλιές, σκαρφαλώνω πάνω στο πεζοδρόμιο, το αφήνω εκεί – όχι ότι αν ήθελα να το παρκάρω αλλού θα έβρισκα θέση, χειρόφρενο, φεύγει πατέρας, ανεβαίνει η μητέρα!

ΕΝΤ ΟΦ ΣΤΟΡΙ!

Για την ιστορία, 4 γκολ η ΑΕΚΑΡΑ και μεγάλη νίκη!

 ΥΓ: Και η μέρα μου δεν τελείωνε εκεί φυσικά, έτσι;

Να μαζευτούμε, να κάνουμε επανάληψη για το τεστ γλώσσας και τα χρονικά επιρρήματα και μετοχές, να παίξουμε κυνηγητό με τον Τσέκωφ (ο σκύλος του φουντουκοπατέρα) που με περιμένει πώς και τι να παίξουμε, πλυσίματα, βραδινά, τάπερ, μαγειρέματα. Και μετά αναρωτιέμαι γιατί σέρνομαι και σιγά «αφού δε σκάβω κιόλας!».

Καλά μεσάνυχτα έπεσα για ύπνο, όπου το χάμστερ μας έδωσε τα ρέστα του στον θόρυβο που έκανε μέχρι που φλέρταρα με την ιδέα να τον βγάλω μπαλκόνι. Όμως το χάμστερ είναι μια άλλη ιστορία για μια άλλη φορά!

About Author

Μοιραστείτε το :