Να σου πω μια ιστορία;

Χριστουγεννιάτικος έρωτας στο Κορακοβούνι;|Part 2

Μοιραστείτε το :

Χριστουγεννιάτικος έρωτας στο Κορακοβούνι, η συνέχεια του Part 1

«Λοιπόν, αρχικά θέλω να με πιστέψεις ότι δεν είμαι διαρρήκτης και ότι είμαι εντελώς ακίνδυνη!» 

«Παρόλο που βρίσκεσαι σε ξένο σπίτι, χωρίς τον ιδιοκτήτη του και αν μου φερνες το τηγάνι στο κεφάλι προηγουμένως, θα με άφηνες στον τόπο Χριστουγεννιάτικα! Φαντάζομαι όμως, ότι δεν είσαι ούτε το ξωτικό των Χριστουγέννων και αναρωτιέμαι, όπως καταλαβαίνεις, πώς βρέθηκες μόνη εδώ πάνω, στα βουνά με τους λύκους!» 

«Έχει λύκους έξω;» Ρώτησε εκείνη έντρομη. Ο νεαρός δεν της απάντησε αλλά την κοίταξε με ένα σκανταλιάρικο βλέμμα. 

Η κοπέλα έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Αν έκρινε από το ύφος του μάλλον την πείραζε. «Λοιπόν, η αλήθεια θα σου ακουστεί τραβηγμένη από τα μαλλιά, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι είμαι απόλυτα ειλικρινής. Βρίσκομαι εδώ, με έφεραν δηλαδή, για ρομαντικό διήμερο αλλά είχαμε ανατροπή ας το πούμε έτσι». 

«Ήρθες με τον ξάδερφό μου;» τη ρώτησε ξαφνιασμένος 

«Α, όχι, όχι. Με… φίλο του ξάδερφού σου» του διευκρίνησε μπερδεύοντάς τον περισσότερο. 

«Ο οποίος είναι πάνω;» συνέχισε να τη ρωτάει προσπαθώντας να βγάλει άκρη 

«Όχι, έφυγε» 

«Καλά, δεν ξαναρωτάω, θα περιμένω να ολοκληρώσεις!» της είπε 

«Ναι, όπως έλεγα, ήρθα με κάποιον εδώ που είχε τα κλειδιά του φίλου του, που είναι ο ξάδερφός σου απ’ ότι καταλαβαίνω, εκτός αν είναι ο ίδιος ο ξάδερφός σου, δεν μπορείς να είσαι σίγουρη για τίποτα σε αυτή τη ζωή, τελικά. Τέλος πάντων, λονγκ στόρι σορτ, ήρθαμε, και όταν άκουσε στο ράδιο ότι θα αποκλειστούμε, έφυγε εσπευσμένα γιατί έπρεπε να γυρίσει οπωσδήποτε πίσω» Στο μπερδεμένο βλέμμα του, παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα, συμπλήρωσε: 

«Γιατί είχαν κανονίσει με τη σύζυγό του Χριστούγεννα στο Παρίσι! Και έφυγε για να προλάβει ανοιχτούς τους δρόμους και γιατί μπορούσε. Είχε αλυσίδες στο πορτ μπαγκάζ του, σε αντίθεση με μένα που ήρθα ελεύθερη και ωραία». 

«Θα προσπεράσω την πληροφορία ότι το αγόρι σου είναι παντρεμένος με άλλη και ήρθατε παράνομο ζευγαράκι να ζήσετε τον έρωτά σας εδώ πάνω και θα ρωτήσω και τι σκόπευες να κάνεις; Να μείνεις στο ξένο σπίτι πάνω στο βουνό μόνη; Μέχρι πότε;» 

«Αρχικά, να πω ότι εκείνος ήρθε παράνομο ζευγαράκι. Εγώ ήρθα νόμιμο. Βόμβα μου πέταξε, αλλά δεν άφησε συντρίμμια γιατί μέσα μου ήξερα ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα και θα το τελείωνα σύντομα. Δεν ήταν έρωτας, ούτε καν, αλλά αυτά δεν έχουν τώρα σημασία. Όσο για το ότι θα έμενα μόνη εδώ, άγνωστο πόσο, δεν είχα και πολλές επιλογές, έτσι δεν είναι;». 

Εκείνος για λίγη ώρα επεξεργαζόταν αυτά που μόλις είχε ακούσει, παρατηρώντας την. Αποφάσισε ότι έλεγε αλήθεια, όσο τρελό κι απίθανο κι αν ακουγόταν το σκηνικό. «Όμορφη και ψύχραιμη. Άλλη στη θέση της θα ήταν πανικόβλητη, το λιγότερο αγχωμένη. Είναι ξεχωριστή», σκέφτηκε. 

«Μάλιστα» μίλησε τελικά. «Είμαι ο Χρήστος. Χρήστος Φωτεινός» της συστήθηκε απλώνοντας το χέρι του για χειραψία. 

Εκείνη με το που άκουσε το όνομά του άρχισε πάλι να γελάει! Με αυτό το νευρικό και ασταμάτητο γέλιο που την είχε πιάσει προηγουμένως. 

«Πού είναι το αστείο;» ρώτησε ήσυχα αυτός, όταν εκείνη ηρέμησε κάπως. 

«Με λένε Φωτεινή Χρήστου» του απάντησε και του άπλωσε το χέρι της. 

Άρχισε πάλι να γελάει και αυτή τη φορά παρέσυρε κι εκείνον σε αυτό το τσουνάμι γέλιου. 

«Αποκλείεται» της είπε. «Ταυτότητα να δω!»  

Εκείνη προχώρησε προς το πάσο της κουζίνας που είχε αφήσει την τσάντα της, έβγαλε το πορτοφόλι της και παίρνοντας την ταυτότητα από μέσα, του την έδειξε «Ορίστε»! 

Πράγματι η ταυτότητα επιβεβαίωνε, τα λεγόμενα της, δεν τον δούλευε. Τι ωραίο παιχνίδι της μοίρας! 

«Λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, αφού πρώτα ενημερώσω τον ξάδερφό μου για την όλη κατάσταση στο σπίτι του, προφανώς και δεν μπορώ να σε αφήσω να μείνεις εδώ. Ειδικά που ξέρω ότι το βράδυ θα ξεσπάσει χιονοθύελλα. Μπορεί να πέσει το ρεύμα, χίλια δυο μπορεί, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνεις και μάλιστα μόνη σου. Τσεκάρω μία το σπίτι, αφήνω να τρέχουν κι οι βρύσες και μετά φεύγουμε». 

«Εεε, δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λογικό να ακολουθήσω έναν άγνωστο…» έφερε αντίρρηση εκείνη. 

«Γιατί είδαμε όλοι πού οδήγησε όταν ακολούθησες στη μέση του πουθενά έναν γνωστό» 

Εκείνη την ώρα ακούστηκε η εξώπόρτα να ανοίγει και να κλείνει. 

«Χρήστο; Τι κάνεις τόση ώρα; Βρήκες ζημιές;»  ακούστηκε να ρωτάει μια γυναικεία φωνή και μία κυρία μεγάλης ηλικίας, γύρω στα ογδόντα, εμφανίστηκε μπροστά τους. Βλέποντας την κοπέλα κοντοστάθηκε.

Στο ερωτηματικό βλέμμα της, ο Χρήστος απάντησε: 

«Γιαγιά, ο Γιώργος έδωσε τα κλειδιά σε ένα φίλο του, που ήρθε με την κοπέλα εδώ και μετά συνέβη κάτι και έφυγε και την άφησε πίσω μόνη. Την κάλεσα σπίτι» 

«Πολύ καλά έκανες» είπε χωρίς δισταγμό εκείνη. «Τι άντρας ήταν αυτός που σε άφησε μόνη πάνω στο βουνό με χιόνια; Αν χρειαζόσουν το οτιδήποτε;» συμπλήρωσε θυμωμένη 

Η Φωτεινή την κοίταξε, είχε την παραδοσιακή εικόνα γιαγιάς, εκείνη των παιδικών της χρόνων. Φορούσε ένα μαντήλι στα μαλλιά που άφηνε κάποιες λευκές μπούκλες να ξεφεύγουν και να ακουμπούν στα μπόλικα αυλάκια με ρυτίδες στο πρόσωπό της που όμως δεν μπορούσαν να “κλέψουν” τον πρωταγωνιστικό ρόλο των καθάριων καταγάλανων ματιών της με το έξυπνο βλέμμα. «Έχουν το ίδιο βλέμμα με τον εγγονό της» σκέφτηκε. 

Κάτω από την χοντρή πατατούκα που φορούσε προεξείχε η ποδιά της. Στα πόδια της όμως φορούσε χοντρές μπότες για το χιόνι, επώνυμες μοντέρνες. «Λογικά, θα της τις έφερε ο εγγονός της χριστουγεννιάτικο δώρο», έκανε άλλη μία σκέψη. 

Ξαφνικά ένιωσε σαν να της άδειασε η μπαταρία, το προηγούμενο ακατάπαυστο γέλιο ακολούθησε κλάμα γοερό. «Αχ, σας παρακαλώ, μη σας βάζω σε… δε θέλω να…όλο αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει στην πραγματικότητα» έλεγε μέσα στα αναφιλητά της.  

«Κοπέλα μου, μην κλαις, όλα θα γίνουν» της είπε με μητρική στοργή η γιαγιά και την αγκάλιασε «Δεν είσαι μόνη τώρα, όλα θα τα φτιάξουμε». 

Και για να την πείσει να μην αισθάνεται άσχημα άρχισε να της εξηγεί ότι στα χωριά ο ένας βοηθάει τον άλλο και ότι ειδικά εκεί, σε αυτό το απομονωμένο ορεινό χωριό με τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού κατοικήσιμα σπίτια, θα τους έκανε και χάρη. 

«Οχτώ κάτοικοι όλοι κι όλοι θέλουμε παρέα! Τη μοναξιά τόσο καιρό έχουμε μάθει να την αντέχουμε περιμένοντας  το καλοκαίρι, τη γιορτή του Προφήτη Ηλία και τον Δεκαπενταύγουστο να «ξαναζωντανέψει» το μέρος, και τώρα που ήρθε άνθρωπος θα τον αφήσουμε μόνο; Και μάλιστα Χριστουγεννιάτικα;» είπε καλακάγαθα.  

Η Φωτεινή ηρέμησε και σταμάτησε να κλαίει. Θα πήγαινε μαζί τους. Άλλωστε δεν μπορούσε να πάει πουθενά αλλού και δεν ήταν δυνατόν να επιμένει να μείνει στο σπίτι που δεν ήταν δικό της. Με ποιο δικαίωμα; 

«Θα έρθω και σας ευχαριστώ» είπε στη γιαγιά. 

«Μπράβο το κορίτσι! Πάμε τώρα γιατί είναι η μικρή τόση ώρα μόνη της!» 

«Ποια μικρή;» Αναρωτήθηκε η Φωτεινή αλλά δε ρώτησε. Αντ’ αυτού, είπε, «μισό λεπτό, να φέρω το σάκο μου. Αν μου επιτρέπεται;» Πήρε την άδεια για να ανέβει στα πάνω πατώματα.
«Θα έρθω κι εγώ» είπε ο Χρήστος «να αφήσω τη βρύση στο πάνω μπάνιο να τρέχει και να ελέγξω τα παραθυρόφυλλα». 

Η γιαγιά κοίταξε τον εγγονό της με το έντονο διαπεραστικό της βλέμμα. 

«Να πάτε παιδιά μου» είπε «και ελάτε όταν ετοιμαστείτε σπίτι. Πάω στη μικρή»  

«Ποια είναι η μικρή;» ρώτησε εν τέλει η Φωτεινή ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα. 

«Το κορίτσι μου», της είπε εκείνος κοιτώντας την μες τα μάτια με το σκανταλιάρικο βλέμμα που είχε όταν της είπε για τους λύκους.

Εκείνη δεν μπόρεσε να αποφύγει μια αίσθηση απογοήτευσης και ματαίωσης στο άκουσμα αυτών των λόγων. 

«Άλλο πάλι και τούτο» σκέφτηκε «μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα βάζοντας την πιτζάμα της στο σάκο και στρώνοντας το κρεβάτι, να το αφήσει στην κατάσταση που το βρήκε.

«Αυτά θα είναι τα πιο περίεργα Χριστούγεννα έβερ» σκέφτηκε. «Θα τα περάσω σε σπίτι ξένων με μία γιαγιά και ένα ζευγάρι σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό το οποίο έχει αποκλειστεί από το χιόνι. Και άγνωστο μέχρι πότε! Εύχομαι να γίνει το θαύμα των Χριστουγέννων». 

Όταν μπήκε στο μπάνιο για να πάρει την οδοντόβουρτσά της και το νεσεσέρ με τα καλλυντικά της, έπεσε πάνω στον Χρήστο ο οποίος ετοιμαζόταν να βγει. Η κορμοστασιά του «έπιανε» όλον το χώρο. Μπαίνοντας εκείνη και βγαίνοντας αυτός, τα σώματά τους ακουμπήστηκαν και ηλεκτρίστηκαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και μετά εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της νιώθωντας αυτό που ένας συγγραφέας θα αποκαλούσε «πεταλούδες στο στομάχι». 

«Σε περιμένω κάτω!» της είπε εκείνος 

Όταν κατέβηκε με το σάκο της, τον είδε να την περιμένει στην πόρτα. 

«Είναι μακριά το σπίτι της γιαγιάς;» τον ρώτησε. 

«Όχι» της είπε και κοιτάζοντας τα αθλητικά της «με αυτά τα παπούτσια βέβαια, ίσως να σου φανεί μεγαλύτερη η απόσταση». 

Βγήκαν έξω και ο κρύος αέρας και οι χιονονιφάδες που πέφτανε στο πρόσωπό της, την αναζωογόνησε.  

«Εκεί, βλέπεις;» της έδειξε τον καπνό που βγαινε από μια καμινάδα». Θα δεις και το υπόλοιπο σπίτι όταν πλησιάσουμε. Προχωρούσε με δυσκολία, τα αθλητικά και οι κάλτσες της είχαν γίνει μούσκεμα, μέχρι που με το επόμενο βήμα βρέθηκε με τα γόνατα μέσα στο χιόνι. 

«Δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να γελάσω» του είπε. 

«Τα χεις κάνει και τα δύο» της είπε. Και συνέχισε «μου επιτρέπεις;» σηκώνοντάς την με μία απίστευτη ευκολία στην αγκαλιά του. 

«Φοράω αρβύλες ειδικές για το χιόνι και θα ξημερώσουμε αν το πας πεζή, Ok?» τη ρώτησε. 

Η Φωτεινή δεν αντιστάθηκε ούτε έφερε αντίρρηση, άλλωστε της άρεσε πολύ η αίσθηση της αγκαλιάς του, που για κάποιο λόγο την ένιωθε οικεία, κι ας ήταν ξένος. Ωστόσο, της πέρασε από το μυαλό ότι στην κοπέλα του σίγουρα δε θα άρεσε αυτή η εικόνα.  

Εκείνος με μεγάλες δρασκελιές τους πήγε σε δέκα λεπτά στο σπίτι της γιαγιάς κι η γιαγιά που περίμενε λες πίσω από την πόρτα, την άνοιξε διάπλατα. «Περάστε μέσα, καλώς όρισες κοπέλα μου» της είπε και βάζοντας στα χέρια του εγγονού της ένα πάκο με χοντρές κουβέρτες για το κρύο, του είπε «δείξε της το δικό σου δωμάτιο, εσένα θα σου στρώσω στον καναπέ»! 

Εκείνη τη στιγμή ένας σκύλος όρμησε πάνω στον Χρήστο! 

«Ήρεμα κούκλα μου, πριν μία ώρα μαζί ήμασταν» του είπε χαϊδεύοντάς τον και στη συνέχεια της είπε: «Φωτεινή να σου γνωρίσω το κορίτσι μου την Μπέλα» «να τη πάλι η σκανταλιάρικη σπίθα στα μάτια του. Το σκυλί εννοούσε προηγουμένως. Την πείραζε» σκέφτηκε εκείνη χαρούμενη που το κορίτσι του ήταν σκυλί κι όχι άνθρωπος. 

«Ήρθαμε να περάσουμε Χριστούγεννα με τη γιαγιά μας» συνέχισε εκείνος τις εξηγήσεις! 

«Έλα να σου δείξω το δωμάτιό σου. Το σπίτι δεν είναι πολυτελείας σαν του ξαδέρφου αλλά έχει κι αυτό τη χάρη του!» Πράγματι, το δωμάτιο, στρωμένο με κουρελούδες, αν και χαμηλοτάβανο, εκείνος δεν μπορούσε καν να σταθεί όρθιος, ήταν ζεστό και εξέπεμπε οικογενειακή θαλπωρή. Στον τοίχο κρεμόταν ένας καθρέφτης που έγραφε με μεγάλα γράμματα «Καλημέρα» και από κάτω είχε μια πάνινη θήκη με μια χτένα. Ο Χρήστος άνοιξε την ξύλινη ντουλάπα κι έβγαλε ένα ζευγάρι κάλτσες από το πάνω συρτάρι και της της έδωσε. «Θα σου πέσουν μεγάλες αλλά είναι στεγνές» της είπε. «Ήταν από τους τύπους που σκέφτονται και φροντίζουν τους άλλους» σκέφτηκε πάλι εκείνη. 

«Ελάτε», φώναξε από μέσα η γιαγιά, «μόλις έβγαλα την πίτα». Πήγαν στη σάλα που η γιαγιά τους είχε στρώσει. Πάνω στο τραπέζι άχνιζε η μυρωδάτη χορτόπιτα και υπήρχαν και δύο κρασοπότηρα και μια νταμιτζάνα κρασί. «Η γιαγιά τους είχε αφήσει μόνους και είχε πάει πάλι μέσα στην κουζίνα να φτιάξει κουραμπιέδες, όπως τους ανακοίνωσε. 

Ποτήρι το ποτήρι και κουβέντα τη κουβέντα, χαλάρωνε η Φωτεινή και έπιασε τον εαυτό της να περνάει πολύ ωραία. Λέγανε διάφορα, για τις δουλειές τους αλλά και τα προσωπικά τους, έρεε η κουβέντα άνετα και αβίαστα με τον συγκεκριμένο άντρα, παρατηρούσε μισοζαλισμένη. Τελικά τα απρόοπτα της ζωής είναι το αλατοπίπερό της, σκεφτόταν. 

«Σου αρέσει εδώ; Το Ορεινό Κορακοβούνι;» τη ρώτησε κάποια στιγμή ο Χρήστος και σηκώθηκε να βάλει μερικά ξύλα στο τζάκι. 

«Πολύ! Αν και οι συνθήκες είναι… ιδιαίτερες! Όλο το χωριό είναι σαν πίνακας ζωγραφικής έτσι όπως είναι χιονισμένο και κατάφυτο από δέντρα, με όλα αυτά τα παραδοσιακά αρχοντικά σπίτια, τη μαρμάρινη βρύση στην πλατεία και την εκκλησία της Παναγίας» του απάντησε και σηκώθηκε κι εκείνη. Πήγε προς το τζάκι να ζεστάνει τα χέρια της. 

«Χαίρομαι, και να σε ρωτήσω και κάτι άλλο» της είπε κοιτώντας τη μέσα στα μάτια, «Τις τιμάς τις παραδόσεις;» 

«Ναι, νομίζω δηλαδή» του απάντησε κάπως σαστισμένη με την ερώτηση που της έκανε.  

«Μάλιστα» της είπε και μετά γελώντας παιχνιδιάρικα, συνέχισε «κοίτα πού στεκόμαστε»! 

Η Φωτεινή σήκωσε το κεφάλι της. Πάνω τους κρεμόταν μεγαλόπρεπο ένα γκι. 

Λίγο το κρασί, που είχε χαλαρώσει τις άμυνες, λίγο το ένστικτο που είχε σταματήσει μετά από αρκετό καιρό να την «κλωτσάει» και της έλεγε «εδώ είσαι», λίγο το γκι, χαμογέλασε στον Χρήστο δίνοντάς του το πράσινο φως. Εκείνος πλησίασε ένα βήμα προς το μέρος της, έσκυψε και της άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη. 

«Αμήν Θεέ μου», σταυροκοπήθηκε η γιαγιά που είχε το νου της από την κουζίνα και συνέχισε να χτυπάει με δύναμη και ταχύτητα το βούτυρο με το σύρμα, μέχρι να ασπρίσει!

Το σπίτι σε λίγο μοσχοβολούσε φρέσκο βούτυρο, αγάπη και… Χριστούγεννα!  

About Author

Μοιραστείτε το :