Να σου πω μια ιστορία;

Όσκαρ Ουάιλντ και Λόρδος Άλφρεντ| De Profundis

Μοιραστείτε το :

«Όσκαρ, σ αγαπώ. Και σε θαυμάζω. Όταν διάβασα το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, κάτι μέσα μου σκίρτησε. Είπα, “αυτόν τον άντρα, πρέπει να τον γνωρίσω”» ο Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας έκανε ερωτική εξομολόγηση στον Όσκαρ Ουάιλντ.
«Και εγώ σ’ αγαπώ, Άλφρεντ. Είσαι ο Ντόριαν Γκρέι μου, εκθαμβωτικά όμορφος, πλούσιος, νέος και τζέντλεμαν. Λόρδος όνομα και πράγμα!», ανταποκρίθηκε εκείνος.
«Και τι θα κάνουμε “με την αγάπη που δεν τολμά να φανερωθεί”;» τον ρώτησε εκείνος με αγωνία.
«Σήμερα, ειδικά, τίποτα. Είναι η μέρα του Σεντ Πάτρικ και εμείς οι Ιρλανδοί πάμε για μπίρες», του απάντησε χαμογελώντας του. «Άλλωστε…Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιστέκεσαι σε έναν πειρασμό, είναι να υποκύπτεις σ’ αυτόν».
Πόσο γοητευτικός είναι… σκέφτηκε ο Άλφρεντ, που θα τον ακολουθούσε όπου του ζητούσε, μέχρι την άλλη άκρη της γης!
Πράγματι, ξεχύθηκαν στους δρόμους και τις παμπ να απολαύσουν τη γιορτή του Αγίου Πατρικίου
Αγκαλιάζονταν και χόρευαν και τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και πίνανε και φιλιόντουσαν και ήταν σχετικά άνετοι, γιατί φορούσαν πράσινες περούκες και ασορτί καπελαδούρες και φάνκι γυαλιά σε σχήμα τριφυλλιού και πορτοκαλί γενειάδες. Νιώθανε αόρατοι μέσα στο πλήθος!
Δεν ήταν όμως, δε φορούσαν και το σχετικό δαχτυλίδι, και τους πήρε είδηση το μάτι του Σάρουμαν, δηλαδή του πάτερα του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας.
Ο μάτσο άλφα μέιλ Μαρκήσιος του Κουίνσμπερυ, που στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε μποξ, τους είδε την ώρα που επέστρεφε από προπόνηση.
Ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε. Ήθελε να πάει να σπάσει τα μούτρα του Ουάιλντ που παρέσυρε τον γιο του στις ακολασίες, αλλά τον συγκράτησε η γυναίκα του. Είχαν και ένα πρεστίζ να διατηρήσουν σαν οικογένεια.
Πέρασε στην αμέσως επόμενη επιλογή που ήταν να πάει στην Αστυνομία και να τον κατηγορήσει για σοδομισμό γενικά και αόριστα, όχι συγκεκριμένα για τον γιο του, το οποίο ήταν ποινικό αδίκημα.
Χίλιες φορές καλύτερα να ήσουν κλέφτης.
Ο Όσκαρ αποφάσισε ότι η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα και τον μήνυσε με τη σειρά του. Μπορεί να μην ήταν Λόρδος ή Μαρκήσιος αλλά δεν ήταν κανένας τυχάρπαστος.
«Τόλμησε να μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμηση;» Ο Μαρκήσιος πήγαινε πάνω κάτω πυρ και μανία.
Θυμήθηκε ότι εκείνη τη μέρα ο σάτυρος είχε την πρεμιέρα του «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός» που τα επόμενα χρόνια θα το αποκαλούσαν αριστούργημα.
Ντύθηκε βιαστικά κι οδήγησε προς το θέατρο. Πρώτα όμως έκανε μια στάση στη λαϊκή που είχε μόλις σχολάσει για να αγοράσει ό,τι ντομάτες είχαν περισσέψει!
Ώριμες ώριμες, ζουμερές και κατακόκκινες!
Σκόπευε να του τις πετάξει στη σκηνή, αλλά ο Ουάιλντ που ήταν ένα βήμα μπροστά, είχε δώσει τη φωτογραφία του στην Πόρτα και τον σταμάτησαν οι σεκιούριτι.
«Θα τα πούμε στις δικαστικές αίθουσες», ούρλιαξε ο Μαρκήσιος αφρίζοντας και πήρε τις ντομάτες σπίτι να τις δώσει στη γυναίκα του να τις κάνει γεμιστά.
«Οσκαρ μου, δε θα σταματήσει πουθενά, πατέρας μου είναι, τον ξέρω. Φύγε σε παρακαλώ, η μάνα του φεύγα δεν έκλαψε ποτέ», προσπαθούσε ο Λόρδος να τον πείσει στα καμαρίνια να πάει ένα ταξιδάκι μέχρι να ξεθυμάνει η ιστορία.
«Η δικιά μου μάνα λέει να μείνω και να τον αντιμετωπίσω.
Είμαι γιος ανδρείου ιππότη, που έχει τρία παιδιά με τη νόμιμη σύζυγο και τρία εκτός γάμου, αλλά και είμαι παντρεμένος με την Κονστάνς, την κόρη του πλουσίου συμβούλου της Βασίλισσας.
Κι έχουμε και δύο παιδιά. Αγόρια! Δε θα πιστέψει κανείς ότι είμαστε κάτι περισσότερο από δύο φίλοι κολλητοί», τον καθησύχασε.
Πράγματι, στη δικαστική αίθουσα, στην αρχή, με τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μπέρδεψε τους ενόρκους.
Μη ξεχνάμε ότι ήταν περιζήτητος θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο, πασίγνωστος για το λέγειν, τους πνευματώδεις διαλόγους και τις “αντιμιλιές”, που λέει και η κόρη μου.
Δύο φορές συνεδρίασαν οι ένορκοι στο μεταβικτωριανό Λονδίνο αλλά δεν κατάφεραν να βγάλουν απόφαση. Την τρίτη φορά όμως, τη φαρμακερή, τον καταδίκασαν σε δύο χρόνια καταναγκαστικών έργων.
Υπήρχαν αποδείξεις και ονόματα, ντοκουμέντα ότι έψαχνε το κορμάκι πόντο πόντο σε διάφορους. Τα κατέθεσε ενόρκως ο ντετέκτιβ που είχε πληρώσει ο Μαρκήσιος.
Στη φυλακή είχε αρκετό χρόνο να σκέφτεται τη ζωή του. Τις υποτροφίες του από τα κορυφαία κολλέγια και πανεπιστήμια, τα πτυχία του στις σχολές Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, τα ταξίδια που πήγαινε…
Μέχρι και στην Ελλάδα είχε φτάσει και του είχε μείνει αξέχαστο το ταξίδι.
Γι αυτό πάντα στην τσέπη του είχε τη φωτογραφία που τον αποθανάτιζε ανέμελο και ωραίο με τα μακριά του μαλλιά χαίτη και τη φούστα του τσολιά.
Πώς αυτός ο λάτρης της ομορφιάς, ένας ηδονιστής της ζωής είχε βρεθεί από την Ελλάδα του φωτός, την αφρόκρεμα του Λονδίνου και τα παριζιάνικα σουαρέ, σε αυτό το υγρό και ανήλιαγο κελί…
Καλά, δεν ήταν με τη γυναικούλα του την Κόνστανς; Ζωάρα κάνανε. Ιδίως το σπίτι τους στην οδό Τάιτ δεκάξι, ήταν παλατάκι και συχνά κοσμούσε τις σελίδες των περιοδικών.
Δεν ήταν αυτός για κακουχίες…
Όταν αποφυλακίστηκε, ήταν άρρωστος και πανί με πανί. Τα δικαστικά έξοδα ήταν πολλά και οι φίλοι και οικογένεια τον είχαν παρατήσει.
Αυτό που δεν τον παράτησε ήταν το χιούμορ του, που έκανε τον Λόρδο να γελάει…
Διέμεινε σε ένα κακόφημο παριζιάνικο ξενοδοχείο με κοινή τουαλέτα.
«Εγώ και η ταπετσαρία παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να φύγει» είπε στον Άλφρεντ που ήταν από τα λίγα άτομα που τον είχαν συναντήσει μετά τη φυλακή…
Ήταν αυτός…

About Author

Μοιραστείτε το :