Μπιζζζζ, ποιος δε βλέπει Άγριες Μέλισσες;
Ε, δε θα γράφουμε μόνο για τις ξένες σειρές έχουμε και τις δικές μας και μάλιστα εξαιρετικής αισθητικής και κινηματογραφικού αέρα!
Μπιζζζζ, ποιος δε βλέπει Μέλισσσες Άγριες; Εσύ; Χάνεις!
Έχω φάει κόλλημα με τη σειρά, συγκλονίζομαι λέμε! Ρίχνω ΤΟ κλάμα, με ένα πακέτο χαρτομάντηλα παραμάσχαλα την παρακολουθώ.
Έχω καιρό να νιώσω έτσι με ελληνική σειρά. Τελευταία φορά που παρακολουθούσα φανατικά ελληνικά σίριαλ, υπήρχε ακόμα το Μέγκα Τσάνελ κι οι Απαράδεκτοι.
Δε βλέπω γενικά τηλεόραση, αφενός γιατί πλέον παίζει μόνο Νικελόντεον, αφετέρου, δεν μπορώ να δεσμευτώ, να είμαι πιστή συγκεκριμένη μέρα, ώρα και τέτοια!
Για να καταλάβεις, δεν έχω δει ούτε το “Νησί”, που οκ, δεν πρέπει να υπάρχει άλλος άνθρωπος που να μην το έχει δει, 100% τηλεθέαση έκανε, αλλά εγώ έμεινα στο “διαβάστηκε”.
Στη συγκεκριμένη σειρά που λες, μακιγιέζ είναι η φίλη μου Γεωργία Απαλοδήμα, η οποία κάνει εξαιρετική δουλειά, έχει τρομερό ταλέντο -αν χρειάζεσαι μακιγιάζ, πες μου να μεσολαβήσω- οπότε το ξεκίνησα και κόλλησα. Καλά, στο YouTube το παρακολουθώ, όποτε βρίσκω ελεύθερο, ας τον αποκαλέσω έτσι, χρόνο, όχι στην τηλεόραση.
Που ξαναλες και ξαναλέω, κόλλησα. Από το υπέροχο τραγούδι των τίτλων αρχής έως το τέλος κάθε επεισοδίου.
Η υπόθεση;
Στο θεσσαλικό Διαφάνι (χωριό είναι αυτό) του 1958, τρεις φτωχές κι όμορφες αδερφές, ενωμένες μια γροθιά, με επικεφαλής τη μεγαλύτερη που έχει πάρει το ρόλο του υιού που δεν απέκτησε η οικογένεια, αντιμετωπίζουν χίλια δυο προβλήματα όταν χάνουν τον πατέρα τους.
Η μεγαλύτερη τα “φοράει τα παντελόνια”, που λέει κι η έκφραση, γίνεται κανονικά ο άντρας του σπιτιού σε μια πατριαρχική, σκληρή κοινωνία που οι γυναίκες ήταν για “μες το σπίτι” κι όχι για πολλά πολλά. Δυναμική και ασυμβίβαστη, πεισματάρα και “δεν έχω ανάγκη κανέναν”, μέχρι και το αλέτρι ζεύεται κάποια στιγμή.
Έχουν κάτι λίγα χωράφια που τα θέλει ο ισχυρός του χωριού που έχει δικό του όλο τον κάμπο και δε δέχεται το “όχι” κανενός στα «θέλω» του. Αφού δοκίμασε τα πάντα και για πρώτη φορά δεν κατάφερνε να γίνει το “δικό του”, παντρεύει τον μεγάλο του γιο με τη μεγαλύτερη αδερφή με τη συμφωνία να πάρει τα πολυπόθητα χωράφια ως προίκα.
Το πρώτο βράδυ του γάμου οι τρεις αδερφές σκοτώνουν τον γαμπρό που τον λες και κάθαρμα. Ήταν ξεκάθαρη άμυνα, απλώς προσπαθούσαν να τον σταματήσουν από το να βιάσει τη μικρή αδερφή.
Κι έτσι ξεκινάνε όλα…
Τι ωραία που παίζουν, τι ωραία που παίζουν! Συγκλονίζομαι, λέμε! Μονολογώ κι εγώ μπροστά στην οθόνη, μιλάω στους πρωταγωνιστές, όπως έκανε η γιαγιά μου όταν έβλεπε τις αγαπημένες της σειρές!
Δυνατές ερμηνείες, γυναικείες και αντρικές και τι ωραία άρθρωση που έχουν!
Άκου τώρα τι πρόσεξε, θα σκέφτεσαι! Ε, πρώτη φορά μου κινεί το ενδιαφέρον η άρθρωση των ηθοποιών. Σε κάθε επεισόδιο είναι από αυτά που παρατηρώ…τι να πει κανείς…μπορεί να μεγαλώνω και να παραξενεύω…
Που λες, εκεί που κλαίω, και κλαίω λέμε, όχι αστεία, γελάω. Υπάρχουν και σκηνές κωμικές, ρόλοι που υπάρχουν γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, για να αποφορτίζουν το όλο κλίμα.
Η γυναικάρα καφετζού Θεοφανία Παπαθωμά, ο υπάλληλος της, ο ξάδερφός του υπαλλήλου της, ο κουρέας, η προξενήτρα, είναι ρόλοι δε θα τους πω κωμικούς αλλά σε κάνουν και γελάς. Γέλιο βγάζουν κι οι -αγαπημένοι μου- διάλογοι ανάμεσα στον κύριο γλυκούλη, μαμάκια, γεροντοπαλίκαρο ενωμοτάρχη και τη μαμά του.
Καλά, η μαμά του δεν υπάρχει! Πόσο απολαυστική είναι! Καθηλωμένη στο κρεβάτι, χόμπι της είναι να εξιχνιάζει μυστήρια, έχοντας αποφοιτήσει από την ανωτάτη σχολή αστυνομικής μυθιστορηματικής λογοτεχνίας!
Με ένα αστυνομικό βιβλίο στο χέρι και άξιος εκπρόσωπος του στερεότυπου του “ζακέτα να πάρεις” και “πότε θα μου κάνεις εγγόνια” αλλά ταυτόχρονα και καμία γυναίκα δεν είναι αρκετά καλή για τον γιόκα μου”, έχει μύτη λαγωνικού και βοηθάει τον υιό της που τα ‘χει βρει σκούρα με την τάξη και την ηθική του χωριού.
Και οφθαλμόλουτρο μπορείς να κάνεις, αν και οκ, είναι ο τελευταίος λόγος για να δεις τη σειρά. Αλλά να μην πω ότι αγαπώ τον Γιάννη Στάνκογλου; Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια. Να μην πω για τον Γιάννη Κακουράκη; Θα πω! Καινούρια κολώνια!
Δεν τον ήξερα, αλλά τώρα τον έμαθα! Τι κωλοπαίδι! Ο χαρακτήρας που υποδύεται, όχι ο ηθοποιός, έτσι; Αλλά κατά βάθος είναι καλός. Εντάξει, αρκετά βάθος, αλλά να το πούμε κι αυτό. Δε φταίει. Είναι πολύ βαρύ να νιώθεις ότι οι γονείς σου κάνουν διακρίσεις στα παιδιά τους κι ό,τι και να κάνεις, αγαπάνε και σέβονται όλα σου τα αδέρφια περισσότερο από σένα. Χοντρό.
Να σχολιάσω και κάτι άλλο που πρόσεξα για τον “Κωνσταντή”, από το δωδέκατο επεισόδιο και μετά, μου φάνηκε ότι βελτιώθηκε το παίξιμό του. Όχι ότι δεν ήταν καλός πριν, αλλά έγινε καλύτερος! Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο κ.ο.κ.
Και θα πω και την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσαν κι οι κακοί – κακοί, ο “Μικρά Αγγλία” Σέργιος, που αν με ρωτάς, μέγα λάθος να τον σκοτώσουν στο πρώτο επεισόδιο, αν είναι δυνατόν, καλά που υπάρχει και κανα φλας μπακ, αλλά κι ο μπαμπάς του ο Δούκας!
Κι οι γυναίκες, όμως δεν πάνε πίσω. Η Μυρσίνη, τι αρχοντιά! Πολύ ωραία γυναίκα, όπως κι οι υπόλοιπες, δε θέλω παρεξηγήσεις!
Η σειρά έχει ωραία εικόνα, φωτογραφία και μουσική ταξιδιάρικη, αλλά αυτό που προσωπικά με “ταξιδεύει” περισσότερο είναι οι ατάκες, τα γλυκόλογα που λέγανε τότε οι άντρες στις αγαπημένες του και τέτοια… είμαι ρομαντική, τι να κάνουμε.
Έχει ερωτικά τρίγωνα, απαγορευμένες αγάπες και μυστικούς έρωτες, μίση, πάθη, οικογενειακά δράματα, μυστικά, πολλά μυστικά, όλα τα συστατικά τέλοςπάντων για επιτυχία.
Όλοι οι ρόλοι, είναι διανεμημένοι σοφά. Ένας κι ένας! Μπράβο στον Κάστινγκ Νταιρέκτορ! Κι όλοι έχουν αρκετό χρόνο, να ξεδιπλωθούν, να αναπτυχθούν, να εξελιχθούν, κι οι πρωταγωνιστικοί και οι μικρότεροι.
Ο “τρελός” του χωριού, ο παππάς, ο καφετζής, ο δάσκαλος, η προξενήτρα-μαμή-ξεματιάστρα, η ράφτρα, ο κοινοτάρχης, ο δάσκαλος, η οικονόμος, ο παραγιός, ο συνταξιούχος Ταξίαρχος Ηρακλής Πουαρό, ο πλούσιος, ο κακός, (πόσο καλός στο να κάνει τον κακό είναι ο ηθοποιός που κάνει τον Μελέτη), η θεία από το Σικάγ,εεε, από τη Γαλλία, όλοι είναι εκεί κι οι ηθοποιοί όπως είπα, είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους!
Το βλέπεις; Θα το δεις; Τι έχεις να πεις επ’ αυτού;
ΥΓ1: Τι υπέροχο νεανικό χαμόγελο, αυτό της Κάτιας Δανδουλάκη
ΥΓ2: Θέλω κι εγώ μια γραφομηχανή σαν του Νικηφόρου- Άγιε Βασίλη, λαμβάνεις;
ΥΓ3: Γιάννης Κακουράκης. Αυτό, τίποτα άλλο.