Caravaggio, διάσημος, μπαρόκ και επικηρυγμένος
Οι δύο γυναίκες, πίνανε τις σαμπούκες τους, το ιταλικό λικέρ, στο χαμαιτυπείο της Ρώμης που συχνάζανε και μέχρι να πιάσουν δουλειά, συζητούσανε τα νέα τους.
«Φιλενά, γνώρισα κάποιον…»
«Πες τα μου όλα!»
«Έχει κορμί φέτες, το έμπειρο μάτι μου τον σκάναρε κάτω από τα μαύρα ρούχα που φορούσε, σίγουρα γυμνάζεται, έχει μαύρα μάτια κάρβουνο, είναι μυστηριώδης, σκοτεινός, σημαδεμένος, σέξι! Μου είπε ο Μπαμπίνος ο Σουγιάς ότι τον ξέρει, κάνανε ένα φεγγάρι μαζί φυλακή».
«Κατάλαβα, είναι κάτι χαρακτήρες, τελειωμένοι αναπτήρες…»
«Ε, είναι μπαντ μπόι! Ξέρεις το στιλ μου! Αλλά δε σου είπα το καλύτερο! Είναι ζωγράφος!»
«Σώπα! Έχει ταλέντο; Ή απλώς μουτζουρώνει χαρτιά;»
«Ήταν μαθητής των μαθητών του Τιτσιάνο και άλλων διάσημων ζωγράφων, μιλάμε για ταλεντάρα, γι’ αυτό δεν τον αφήνουν φυλακή οι ισχυροί φίλοι του. Ρώτησα και έμαθα ότι έχει ταχύτητα και ακρίβεια, ζωγραφίζει κατευθείαν πάνω στον καμβά, χωρίς προσχέδια!»
«Ισχυροί φίλοι, είπες; Δηλαδή είναι ευγενής; Νόμιζα ότι ήταν του δικού μας συναφιού»
«Είναι και του σαλονιού και του αλωνιού, απ’ ότι κατάλαβα. Που λες, με ζωγράφισε, του άρεσαν τα κόκκινα μαλλιά μου! Έτσι τον γνώρισα».
«Γυμνό;»
«Όχι ντυμένη ήμουν, την Παναγία έφτιαχνε».
«Ιιιιιι» έβγαλε μια στριγκιά φωνή η φίλη της.
«Τι έπαθες και κάνεις σαν την Ζουμπουλία;»
«Την Παναγία με κόκκινα μαλλιά; Μα, είναι βλάσφημος!»
«Μαρή, τόσοι καρδινάλιοι δεν έχουν πρόβλημα, ολόκληρος Πάπας Ουρβανός Η’ κάθισε να του κάνει το πορτραίτο και σοκάρεσαι εσύ; Πού να δεις πώς ζωγραφίζει τις υπόλοιπες χριστιανικές μορφές!» την ειρωνεύτηκε η φίλη της.
«Πολύ προκλητικό τον βρίσκω, θα πέσει φωτιά να τον κάψει, Μαντόνα μία» σταυροκοπήθηκε εκείνη.
«Τέλος πάντων, ελπίζω να θέλει να κάνει κανένα γυμνό, τον ρώτησα πότε θα τον ξαναδώ αλλά μου είπε ότι δουλεύει νον στοπ πάνω σε έναν πίνακα και ότι όταν δουλεύει, ξεχνάει και να φάει».
«Όταν δε ζωγραφίζει όμως, στο να χέρι το σπαθί, στο άλλο χέρι το πιοτί» σχολίασε η φίλη της.
«Δε με νοιάζει, αυτά τα μαύρα μάτια κάρβουνα μου ανάψαν φωτιές».
«Μόνο τα μάτια, δεν προχώρησε η φάση;» ρώτησε πονηρά η φίλη της.
«Περιέργως όχι, μόνο με ζωγράφισε…»
«Μάλιστα. Και πώς τον λένε τον λεγάμενο;»
«Μικελάτζελο».
«Καλέ, αυτόν που έφτιαξε το θόλο, την Καπέλα Σιξτίνα λες; Τη γέννηση του Αδάμ; Την Πιετά;» τη ρώτησε η φίλη της όλο ενθουσιασμό.
«Όχι, συνωνυμία είναι. Ο δικός μου, είναι πιο σκοτεινός, νταρκ σου λέω! Μικελάτζελο Μερίζι τον λένε αλλά χρησιμοποιεί για επίθετο του το όνομα ενός χωριού του Μιλάνου, το Καραβάτζο ή Καραβάτζιο, ανάλογα την προφορά».
«Όπως ο Έλληνας τραγουδιστής Πάριος, που τον λένε Βαρθακούρη;»
«Α, γεια σου! Που λες, είναι άγριος αλλά και ευαίσθητος ταυτόχρονα. Είμαι σίγουρη ότι δεν το έκανε επίτηδες, που σκότωσε τον Καραμπινιέρο στο Μιλάνο».
«Ναι ρε συ, εκείνος σκόνταψε πάνω στο σπαθί του».
«Σκέψου τις απώλειες του, μικρό παιδί έχασε τους παππούδες, τον πατέρα του, τον θείο του, ξέρεις, λόγω Πανώλης. Η μητέρα του μεγάλωσε αυτόν και τα αδέρφια του ολομόναχη, δεν είχαν να φάνε, μιλάμε για μεγάλη εξαθλίωση και τιτανοτεράστιο παιδικό τραύμα.
«Όλοι κάποιον χάσαμε τότε, το ένα πέμπτο του πληθυσμού του Μιλάνου πέθανε, δεν πήραμε όμως τα σπαθιά μας παραμάσχαλα και όποιον πάρει ο Χάρος».
«Εγώ πιστεύω ότι η ζωή του έδειξε το σκληρό της πρόσωπο»
«Ενώ σε εμάς χαμογέλασε διάπλατα», γέλασε πικρά εκείνη.
«Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευαισθησίες, έτσι;» τον υπερασπίστηκε με σθένος η φίλη της.
«Ναι, είμαστε αναίσθητοι όσοι δεν πηγαίνουμε φιρί φιρί για καυγάδες!»
«Ένιγουέι, αν δεις τους πίνακες του, θα πάθεις δέος με το ταλέντο του! Πρέπει να δεις πώς παίζει με τον φωτισμό, πώς χειρίζεται την τεχνική της φωτοσκίασης!
«Κάνει κοντούρινγκ στους πίνακες;»
«Το κιαροσκούρο, αν έχεις ακουστά!».
«Ναι, το γνωρίζω, ο Λεονάρντο Νταβίντσι το είχε χρησιμοποιήσει πρώτος, μου το είπε η Νουαζέτα σε άλλη ανάρτησή της!»
«Είναι δεξιοτέχνης αυτής της τεχνικής. Ζωγραφίζει τις φιγούρες πάνω σε ένα σκοτεινό φόντο, φωτίζοντας τους πρωταγωνιστές της σύνθεσης στα κατάλληλα σημεία! Τι δραματουργία, τι μυστήριο, τι θεατρικότητα, προσδίδει στους πίνακες!
Και το άλλο το προχώ που κάνει, είναι ότι ζωγραφίζει τις χριστιανικές μορφές σαν απλούς ανθρώπους και ποζάρουνε άτομα του περιθωρίου, σαν και μένα και σένα, που η ζωή τους έριξε στα Τάρταρα. Ενώ όλοι οι άλλοι ομότεχνοί του, παρουσιάζουν τους Αγίους, ξέρεις, ντοντ τατς, ντοντ τζαζ.
Αν θες, πάμε μια βόλτα από τη βια ντελ Σαλβατόρε που ενώνει την πιάτσα Ναβόνα με το Πάνθεον, γιατί εκεί υπάρχει μια εκκλησία που φιλοξενεί τρία αριστουργήματα που έφτιαξε «Η κλήση του Αγίου Ματθαίου», «ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος» και «Το μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου!»
«Για τον Καραβάτζιο λέτε», χώθηκε στη συζήτηση κι ο νεαρός μπάρμαν του καταγωγίου που ήρθε να τους φέρει κερασμένα σφηνάκια.
«Ναι, τον ξέρεις;»
«Ναι, με ζωγράφισε σαν Έρωτα. Μου έστειλε μήνυμα ότι είχε ένα ατύχημα και θα πάει στη Μάλτα να γίνει ιππότης, για να του δώσει χάρη ο Πάπας».
«Τι ατύχημα;»
«Χωρίς ρούχα σε ζωγράφισε;»
Ρωτήσανε ταυτόχρονα οι γυναίκες.
«Ε, κάποιον σκότωσε», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους εκείνος και συμπλήρωσε «Ναι, γυμνός, ορίστε», τους έδειξε τη φωτογραφία που τράβηξε τον πίνακα με το κινητό του: Ήταν όπως τον γέννησε η μαμά του, με ανοιχτά φτερά, τόξο και ένα μάτσο βέλη στο χέρι. Δείτε και αυτούς τους πίνακες που μου έδειξε, είπε ο νεαρός μπάρμαν, σκρολάροντας προς τα κάτω το κινητό.
«Σημείωσε τα λόγια μου…τι χρονιά έχουμε σήμερα; 1600; Θα περάσει στο πάνθεον με τους σπουδαιότερους ζωγράφους θρησκευτικών σκηνών. Δεν υπάρχει άλλος σαν και αυτόν. Αντισυμβατικός, φασαριόζος και μπα-ρόκ. Γι αυτό έχει τόσους προστάτες, μαρκησίους, καρδινάλιους, πρίγκιπες…»
«Και πώς θα μπει στο τάγμα της Μάλτας; Οι Ιππότες της Μάλτας πρεσβεύουν τα πέντε «όχι», όχι ποτό, όχι πορν, όχι τζόγο και πυξ λαξ!»
«Όντως, όλα αυτά ακριβώς σημαίνουν #Caravaggio».
«Ε, πρώτα ζει και μετά ζωγραφίζει, η τέχνη μιμείται τη ζωή και η ζωή την τέχνη…» είπε ο μπάρμαν, που όλοι ξέρουν ότι έχουν σπουδάσει τη ζωή.
«Σοβαρά τώρα, είναι δυνατόν να τον πάρουν;»
«Σιγουράκι. Είναι διάσημος και υπερταλαντούχος ζωγράφος, κι αυτό ανοίγει πόρτες (σπιτιών, εκκλησιών, φυλακής!»
Λίγο καιρό αργότερα, της έστειλε μια επιστολή για να την ευχαριστήσει που του είχε ποζάρει σαν Παναγιά! Όλοι σχολίαζαν τα κόκκινα μαλλιά της κι ο πίνακας του είχε γίνει βάιραλ.
Της έγραφε:
«Τσάο Μπέλα,
ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, έγινα δεκτός στο τάγμα της Βαλέτα και τώρα σου γράφω ως Ιππότης της Μάλτας.
Μόλις άφησα το πινέλο, έκανα τον «Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή» , που θα θεωρηθεί ως ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά μου. Το έκανα για να καλοπιάσω τον μεγάλο Μαγίστρο αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω.
Τσακώθηκα με έναν υψηλόβαθμο ιππότη και τον πυροβόλησα με πιστόλι, τραυματίζοντάς τον σοβαρά και τώρα σου γράφω μέσα από ένα μπουντρούμι που περιμένω τη μοίρα μου.
Πιστεύω θα τη γλιτώσω, αλλά θα πρέπει να φύγω και από εδώ.
Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες
Μια ζωή με παρανόμους και ξενύχτες
Μια ζωή τα ίδια λόγια να μου λένε
Έχω βαρεθεί τον κόσμο κι όλα μου φταίνε.
Θα φύγω εξόριστος στη Νάπολη, που υπάρχει και ο νονός (μου).
Έχω πολλούς εχθρούς, ντάξει, κι εγώ δεν καθόμουν φρόνιμος, να εκμεταλλευτώ αυτό το θείο δώρο που είχα στη ζωγραφική, αλλά ορκίζομαι ότι οι μπελάδες με βρίσκουν, δε φταίω.
Είδα σε όραμα ότι θα πεθάνω στα 39 μου, και αιώνες μετά θα αναρωτιούνται πώς πέθανα και θα ψάχνουν το χαμένο (μου) κορμί.
Έως τότε,
Αριβερτέντσι Ρόμα,
Μικελάτζελο Μερίζι ντε Καραβάτζ-ι-ο.