-
Χριστουγεννιάτικος έρωτας στο Κορακοβούνι;|Part 2
Χριστουγεννιάτικος έρωτας στο Κορακοβούνι, η συνέχεια του Part 1 «Λοιπόν, αρχικά θέλω να με πιστέψεις ότι δεν είμαι διαρρήκτης και ότι είμαι εντελώς ακίνδυνη!» «Παρόλο που βρίσκεσαι σε ξένο σπίτι, χωρίς τον ιδιοκτήτη του και αν μου φερνες το τηγάνι στο κεφάλι προηγουμένως, θα με άφηνες στον τόπο Χριστουγεννιάτικα! Φαντάζομαι όμως, ότι δεν είσαι ούτε το ξωτικό των Χριστουγέννων και αναρωτιέμαι, όπως καταλαβαίνεις, πώς βρέθηκες μόνη εδώ πάνω, στα βουνά με τους λύκους!» «Έχει λύκους έξω;» Ρώτησε εκείνη έντρομη. Ο νεαρός δεν της απάντησε αλλά την κοίταξε με ένα σκανταλιάρικο βλέμμα. Η κοπέλα έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Αν έκρινε από το ύφος του μάλλον την πείραζε. «Λοιπόν, η αλήθεια θα…
-
Χριστουγεννιάτικος Έρωτας στο Κορακοβούνι;|Part 1
Πλησίαζε, σύμφωνα με το GPS σε πέντε λεπτά θα έβλεπε την ταμπέλα «Ορεινό Κορακοβούνι». Το ήλπιζε δηλαδή, γιατί συχνά αυτό το μαραφέτι της έδινε παραπλανητικές οδηγίες! Της είχε δώσει ραντεβού στην είσοδο του χωριού, στη μαρμάρινη βρύση της μικρής πλατείας. «Δεν υπάρχει περίπτωση να χαθούμε», της είχε πει γελώντας. Ένιωθε μια αδιόρατη ενόχληση, δεν ήξερε γιατί ακριβώς. Έπρεπε να πετάει από τη χαρά της. Του ζητούσε εδώ και πολύ καιρό να πάνε εκδρομή οι δυο τους. Τώρα μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα, της έκανε το “χατήρι”… Πράγματι, μπαίνοντας στο χωριό που δέσποζε η εκκλησία της Παναγίας είδε το γκρι φορντ φόκους παρκαρισμένο μπροστά στην ταβέρνα – καφενείο του χωριού. Σταμάτησε…
-
Η Μαύρη Χήρα
Η μάνα του ποτέ δεν τη συμπάθησε. Την αποκαλούσε «Μαύρη χήρα», σκέφτηκε κοιτάζοντας τους ιστούς και τη σκόνη που συσσωρεύονταν στις γωνίες. Το σπίτι του ήταν αχούρι, έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, σαν εκείνον. Σκόρπια ρούχα παντού, άπλυτα στο νεροχύτη, αποτσίγαρα και κουτιά με μισοφαγωμένες πίτσες στο πάτωμα. Όντως, σαν αράχνη τον τύλιξε στον ιστό της και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Εκείνη που όσο ξαφνικά μπήκε στη ζωή του, έτσι βγήκε. Φεύγοντας, δεν είχε αφήσει τίποτα δικό της εκτός από το γαριασμένο και ξεθωριασμένο πλέον φανελάκι με τη διαφημιστική επιγραφή «Σουβλακερί Τάκης», που φορούσε στον ύπνο. Αυτό το φανελάκι ήταν το παυσίπονό του στον αφόρητο πόνο που ένιωθε, απ’ όταν εκείνη έφυγε. Δούλευε…
-
Τρεχάτε ποδαράκια μου|Γήπεδοοοοο!|ΑΕΚ!
Γήπεδοοοο Γήπεδόοοο! (Διάβασέ το ρυθμικά!) Έγινε επιτέλους -μόνο είκοσι χρόνια άργησε- το γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια! Θα το μαθες, δεν μπορεί! Αργά αργά γίνεται η αγουρίδα μέλι, το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, μπορεί να καθυστέρησε λίγο αλλαααα έγινε ένα γήπεδο κουκλί! Είναι στολίδι, πιστεύω είναι το ωραιότερο όλων, σίγουρα είναι το μόνο με «ταυτότητα» και ναι, είμαι ΑΕΚ αλλά δεν έχει σημασία, είμαι αντικειμενική! Μεγάλη συγκίνηση για πολύ κόσμο, ιδίως σε όσους έχουν Μικρασιάτικη καταγωγή και για κάποιους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές που δεν περίμεναν ότι θα προλάβουν να το δούνε έτοιμο! Στάσου μύγδαλα φίλε Ολυμπιακέ, ΠΑΟ ή όποια άλλη ομάδα είσαι, να διαβάσεις, δεν είναι αθλητική…
-
Η κόκκινη βαλίτσα
«Σήκω και φύγε, όπως είσαι». Οι λέξεις σκληρές και αμετάκλητες είχαν αντηχήσει ψυχρά στο μέχρι πρότινος ηλιόλουστο δωμάτιο βυθίζοντας το στην παγωνιά. «Σήκω και φύγε, όπως είσαι», έπαιζε επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά ταμπούρλο στο κεφάλι της κάνοντας τα μηνίγγια της να σφίγγονται, το σφυγμό της να χτυπάει δυνατά. Ένιωσε εγκλωβισμένη, το μεγάλο της σπίτι τώρα της φαίνονταν στριμωγμένο κελί. Σήκωσε το κεφάλι και το μάτι της έπεσε στη μικρή υδρόγειο σφαίρα που στόλιζε το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης. Ναι, αυτό είναι. Η υδρόγειος. Την πήρε στα χέρια της, τα γεμάτα κοψίματα και γρατζουνιές, και κλείνοντας τα μάτια της τη στριφογύρισε ελαφρά. Μετρώντας από μέσα της μέχρι το δέκα, ακούμπησε ένα δάχτυλό πάνω της,…
-
Σαν τον παθιασμένο έρωτα του Τριστάνου και της Ιζόλδης, δεν έχει!
Ο παθιασμένος έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης έχει το μεσαιωνικό ιπποτικό παραμυθένιο των εραστών της Τερουέλ αλλά στο πιο ολοκληρωμένο και στο λιγότερο απωθημένο. Βασίζεται στον «Tristan» του Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ αλλά οι περισσότεροι τον μάθαμε μέσω της όπερας που συνέθεσε ο Βάγκνερ, ο οποίος την εμπνεύστηκε όταν γνώρισε τον πλούσιο έμπορο Βέζεντονκ και τη γυναίκα του, την όμορφη Ματίλντε. Τη Ματίλντε κυρίως. Μισό, να τα πιάσω από την αρχή! Ο Βέζεντογκ ως μεγάλος θαυμαστής της μουσικής του Βάγκνερ, τον χρηματοδοτούσε επί σειρά ετών και του άνοιξε και το σπίτι του γιατί δεν ήξερε, δε ρώταγε, να του πούνε ότι οι μουσικοί και οι μπάρμεν με τα ποτά και…
-
Ο γιος του Άι Βασίλη!
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ας τον πούμε Βόρειο Πόλο, ζούσε ο Άγιος Βασίλης με τη γυναίκα του, τον εξωτικό ενήλικο γιο του κι ένα τσούρμο ξωτικά! Τα Χριστούγεννα ήταν η καλύτερη τους, τουλάχιστον για τους πρώτους και τους τελευταίους. Ο υιός του Άι Βασίλη πάλι ήταν διαφορετικός, δεν ήταν ακριβώς παιδί – Χριστούγεννο! Εκείνη την τελευταία μέρα του 2020 συνέβησαν διάφορα, παραλίγο να συμβεί και το αδιανόητο, εν τέλει όλα έγιναν! Τέλος καλό όλα καλά που λέμε, κι αν δεν είναι καλά, δεν είναι το τέλος, που πάλι ξαναλένε! Θα σας αποκαλύψω το παρασκήνιο ευθύς αμέσως! Ή σκέτο ευθύς ή σκέτο αμέσως! «Ταχυδρόοοομοοοοος», φώναξε το μικρό ξωτικό…
-
Το τσίμπημα της σφήκας
Ο ήλιος τρύπωνε σιγά σιγά αλλά δυναμικά μέσα στο μικρό υπνοδωμάτιο, ανέβηκε στο κρεβάτι της Μελίνας και χάιδεψε με το φως του το πρόσωπό της. Ακόμη μία φορά που είχε ξεχάσει να τραβήξει τις βαριές κουρτίνες αποβραδίς. Σήμερα όμως δεν ενοχλήθηκε και δεν έβρισε, αντιθέτως, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε διάπλατα στο πρόσωπό της. Με μισόκλειστα ματια γύρισε το κεφάλι της δεξιά να δει το ρολόι πάνω στο κομοδίνο. Οι κόκκινοι αριθμοί του αναβόσβηναν 9.30! Αχ, τι ωραία, σκέφτηκε, και δίνοντας μία στο πάπλωμα που τη σκέπαζε, σηκώθηκε όρθια! Αυτό το πρωινό ήταν ξεχωριστό. Περίμενε τις καλύτερες της φίλες, οι οποίες θα προσγειώνονταν στις 10.30, τοπική ώρα, στο αεροδρόμιο. Είχε μια ολόκληρη…
-
Έρωτας ήταν θαρρώ…
Νιώθω. Τι ρήμα κι αυτό. Δίνει δυναμική στις λέξεις που συνοδεύει. Νιώθεις την αγάπη, τον έρωτα, το πάθος, τη χαρά, τη μελαγχολία, τη λύπη, την αδιαφορία. Μάντεψε πώς νιώθω, του έγραφε. Νιώσε με. Πόση δύναμη έχει στην προστακτική του. «…νιώσε με, σώσε με, κι ό,τι θες σ’ το προσφέρω…» έλεγαν οι στίχοι ενός τραγουδιού. Η Λήδα, σταμάτησε να γράφει. Το χέρι σηκώθηκε από το πληκτρολόγιο κι έμεινε για λίγο μετέωρο στον αέρα. Το κατέβασε αργά κάτω. Δεν είχε νόημα να του γράψει τίποτα. Το ήξερε πολύ καλά πώς νιώθει, του το είχε πει, του το είχε δείξει. Ποιος ο λόγος για το «ραβασάκι»; Να κάνει τι; Επίκληση στο συναίσθημά του;…
-
Μια νύχτα στο μουσείο
Το κίτρινο σχολικό λεωφορείο με τα χαρούμενα χρωματιστά γράμματα «Άνοιξη» έβγαινε από τον προαύλιο χώρο και μέσα σε αυτό είκοσι οχτώ έξυπνα φατσάκια με χαρούμενα ματάκια γεμάτα προσμονή, ξεκίνησαν να τραγουδάνε. Κάποια από αυτά προσπάθησαν ν’ αλλάξουν θέση και να καθίσουν δίπλα σε άλλους συμμαθητές, αλλά οι δάσκαλοι που τα συνόδευαν, ο Μάρκος κι η Νάγια επενέβησαν και δεν το επέτρεψαν, γιατί το όχημα βρισκόταν πλέον εν κινήσει. Προορισμός του το Βιομηχανικό Μουσείο. Εκεί, μικροί – μεγάλοι θα είχαν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν με βιωματικό τρόπο, τη βιοτεχνική και βιομηχανική ιστορία της χώρας. Αυτό σκόπευαν να κάνουν τη μέρα. Τη νύχτα όμως; Γιατί, δε σκόπευαν να φύγουν από το μουσείο…