Ξέρω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι!
Θέλω να ξεκινήσω την ανάρτηση αυτή λέγοντας ότι συμπάθησα πολύ τους ιδιοκτήτες και το προσωπικό του καταλύματος που μείναμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές κι ότι με το παρόν κείμενο έχω μοναδική πρόθεση να χαμογελάσουμε! Το αν θα τα καταφέρω είναι άλλη υπόθεση!
Οπόταν, ας πω ότι “παίζει” να υπάρχει και μυθοπλασία σε αυτό που θα διαβάσετε, μπορεί κι όχι,βέβαια! Σε κάθε περίπτωση, παρεξηγήσεις δε θέλω, εντάξει; Εντάξει!
Που λες, είδαμε μια σούπερ ντούπερ προσφορά για ένα ολ ινκλούσιβ χοτέλ, που δεν είμαι φαν των ολ ινκλούσιβ χοτέλς, αλλά η συγκεκριμένη ήταν πολύ δελεαστική κι έτσι την επιλέξαμε για τις φετινές μας οικογενειακές διακοπές!
Να σου θυμίσω εδώ τι έγινε την τελευταία φορά που μια σειρήνα μας μάγεψε και πατήσαμε αγορά σε μια αντίστοιχη σούπερ ντούπερ προσφορά και να το θυμηθώ κι εγώ όταν ματαξαναδώ μια υπερφανταστική συμφέρουσα αντίστοιχη πρόταση στο μέλλον!
Που ξαναλές, ξεκινήσαμε φορτωμένοι λοιπόν με τα μπαγκάτζια, ωσάν να κάνουμε μετακόμιση, συν γυναιξί και τέκνοις προς τον καλοκαιρινοδιακοπόπροορισμό μας, με κάτι προσδοκίες μεγαλύτερες κι από αυτές του Κάρολου Ντίκενς.
Τι ότι θα πίναμε κοκτέιλ αραχτοί στις ξαπλώστρες, πιστεύαμε, τι οτι τα παιδιά μας θα παίζουν με τα άλλα παιδιά και θα κάνουν δραστηριότητες με τους υπεύθυνους εκεί, τι ότι τα φουντούκια θα κοιμόντουσαν νωρίς τη νύχτα, κουρασμένα από το ολοήμερο παιχνίδι (ναι, μη φας,θα χουμε γλαρόσουπα), τι ότι θα ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΥΜΕ, ΘΑ ΑΡΑΞΟΥΜΕ, ΘΑ ΚΑΘΙΣΟΥΜΕ ΚΑΘΙΣΤΟΙ Ή ΚΑΙ ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΙ. Τέτοια!
Φτάνουμε λοιπόν, στο χοτέλ κι όπως λέει κι ο σοφός λαός, η καλή μέρα, από το πρωί φάνηκε.
Στη ρεσεψιόν, ο φουντουκοπατέρας συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει την ταυτότητα του. Οk, μικρό -ας πούμε- το κακό, είχα τη δική μου μαζί, οπότε το ξεπεράσαμε προς στιγμήν. Με τη δική του ταυτότητα, θα ασχολιόμασταν αργότερα!
Πιάνω μία το κινητό μου να στείλω ένα βάιμπερ στις φίλες και βλέπω ότι «δεν έκω ίντερνετ καρντιά μου». Μου το επιβεβαιώνουν οι του ξενοδοχείου ότι όντως υπάρχει πρόβλημα με το ίντερνετ, δεν έχει κεραίες και κάτι τέτοια σούξου μούξου μανταλάκια.
Ε, όχι, στον Άη Στράτη μου, που είναι Άγριος Βορράς, έχει σήμα, σήμα καμπάνα, πιάνει ευκολάκι τα 4G κι εδώ στάλα στάλα μες τη σάλα;
Ας το καταπιώ η Blogger κι αυτό αλλά το βλέπουμε όλοι, ότι δεν ξεκινήσαμε καλά!
Πάμε στο δωμάτιο μας μετά από ένα ατελείωτο τριτέταρτο, μέχρι να ετοιμαστεί εκείνο, κι έχοντας κάνει αισθητή εν τω μεταξύ την παρουσία μας στους υπόλοιπους ένοικους του χοτέλ!
Τουτέστιν, αν δεν κατάλαβες τι εννοώ, διάφορα του στιλ: “οοοοχι, στο δρόμο, έχει αυτοκίνητααααα, κάτσε κάτω, περίμενεεεεε, πρέπει να βάλουμε μαγιό για να βουτήξεις στη θάλασσα/ πισίνα, πρόσεξεεε θα ρίξεις το ποτήρι από το τραπέζ…ΚΡΑΤΣΣΣΣΣ, καθήστε ρε παιδιά στις καρέκλες λίγο, ΕΙΠΑ ΚΑΘΗΣΤΕΕΕΕΕΕΕ, ΕΕΕΕΝΑ, ΔΥΟΟΟΟ, ΤΡ.. κ.ο.κ”.
Μπαίνουμε λοιπόν στο εν λόγω δωμάτιο και βγαίνει το τσακίρ κέφι μας, που με τόσο κόπο ακόμα διατηρούσαμε, από την μπαλκονόπορτα.
Αφενός ήταν πολύ μικρό, όλα μας τα συμπράγκαλα συμπληρώσανε κάθε διαθέσιμο τετραγωνικό του, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε ρούπι.
Αφετέρου, ενώ είχαμε κάνει κράτηση ενός μπάγκαλόους με κουκέτα για τα παιδιά, το δωμάτιο διέθετε μόνο ένα διπλό κρεβάτι κι ένα ράντζο! Ένα ράντζο μιας άλλης εποχής με τα ελατήρια να φαίνονται!
Ξενέρωσα πολύ, πραγματικά βιδώθηκα. Πήγε ο φουντουκοπατέρας, που είναι ήρεμος -δεν ξέρω για πόσο ακόμα- αντί εμού που είμαι πιο εμ, χμ, νευρική; Νευρική it is.
Προσπάθησε να αλλάξουμε δωμάτιο, να γλιτώσει την γκρίνια μου.
Αυτό που κατάφερε ήταν α) να μας φέρουν ένα παρκοκρέβατο για τη μικρή μας και μια κουβέρτα να βάλουμε κάτω από το λεπτό στρωματάκι του ράντζου να μην πιαστούν τα παϊδια του παιδιού μου και β) η γκρίνια μου να γίνει «σου κρατάω μούτρα». Όχι οτι έφταιγε εκείνος, αλλά καταλαβαίνεις….
Κάπου εδώ να κάνω μια παύση για να πω το σχετικό – άσχετο ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χοτέλ έγινε κατά 95% γιατί είδαμε ότι το ινκλούσιβνες περιλάμβανε τρίωρη πρωινή και τρίωρη απογευματινή παιδική απασχόληση.
Αυτό ήταν το τυράκι που μας τράβηξε εκεί, γιατί όπως θα διάβασες και στην ανάρτηση του «Θέλω απλώς τη μαμά μου» έχουμε πάθει κι οι δυο υπερκόπωση και χρειαζόμασταν οπωσδήποτε ξεκούραση, την οποία θα την είχαμε με τη βοήθεια των έξτρα χεριών!
Τώρα, εσύ τι καταλαβαίνεις με το τρίωρη απασχόληση παιδιών; Πες μου, να δω μήπως είμαι μπίτερ βερσιόν της νουαζέτας, να γλυκάνω λίγο να μη μου πούνε κι οι Απαράδεκτοι «Γλύκανε μωρή λίγο, μην είσαι σαν κακό ψόφο να χεις»!
Δεν καταλαβαίνεις ότι θα υπάρχουν παιχνίδια, άτομα με εμπειρία που θα έχουν τη δυνατότητα να διασκεδάσουν τα παιδιά σου, να τους κρατάνε το ενδιαφέρον, να τους κάνουν πράγματα που θα τα κρατάνε εμ… απασχολημένα; Σαν τα άτομα που παίρνουμε στα παιδικά πάρτι; Κάτι τέτοιο; Ευχαριστώ!
ΓΚούχου γκούχου, η τρίωρη πρωινή και απογευματινή απασχόληση ήταν μια πολύ γλυκιά κοπελίτσα – νεραιδίτσα με κάτι χαρτιά χέλλοου κίττυ και μαρκαδόρους. ΑΥΤΟ.
That’s it. That’s all folks!
A, sorry, είχε και δύο πινέλα, όχι τρία, δύο. Τα πρώτα δύο παιδιά που θα ήταν τυχερά να τα προλάβουν θα ζωγράφιζαν με νερομπογιές, τα άλλα μαρκαδόρο. Πάρε χρυσή μου μερικά πινέλα από το τζάμπο, αν η ζωγραφική είναι η απασχόληση που θα προσφέρεις στα παιδιά.
Τσέκαρα, μέχρι και την τελευταία μας μέρα, τα πινέλα παρέμειναν δύο.
Όχι ότι είχε σημασία διότι η κόρη μου, η κόρη μου λέγω, πόσες πιθανότητες έδινες να της κρατήσει την προσοχή -και για πόση ώρα- η ζωγραφική, όταν η πισίνα ήταν μια ανάσα δρόμος κι όταν μετά τον πολύ ελκυστικό δρόμο διπλής κατεύθυνσης, υπήρχε το βαθύ μπλε της θάλασσας;
Μηδέν είπες; Σωστά μάντεψες!
Για το γιο μου, ετών επτά, με την στρογγυλοποίηση που θέλει να κάνω, καταλαβαίνεις… δε θα συζητήσουμε αν πήγε να ζωγραφίσει τα χαρτιά της χέλλοου κίττυ!
Τα παιδιά μου μόνο λέπια δε βγάλανε, ήταν συνέχεια στο νερό κι επειδή το λατρεύουν κι ελλείψει άλλης απασχόλησης.
Κι επειδή α) όταν ήμασταν θάλασσα, ο ένας κολυμπούσε εξαιρετικά βαθιά και κολυμπούσα κι εγώ μαζί του, «να πάμε να πιάσουμε τη σημαδούρα εκει κάτω», «εμ,ναι εντάξει», «το βουνό εκεί απέναντι», «εμ όχι, γυρίζουμε πίιισω», “οοοχι, μαμά να πάμεεεε” και
β) η μικρή ήθελε κι αυτή να ακολουθήσει αλλά δεν μπορούσε, συν ότι ήθελε την ασφάλεια της αγκαλιάς, θέλαμε – δε θέλαμε, κολυμπούσαμε κι οι δύο φουντουκοκαραμελογονείς.
Πώς λέμε ξεκούραση δηλαδή; Πώς λέμε αράζω σε μια ξαπλώστρα; Το καμία σχέση.
Ευτυχώς μας έκοψε νωρίς και συνειδητοποιήσαμε ότι στην πισίνα θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό με την ξαπλώστρα, έστω εναλλάξ!
Ο φούντουκας μπορούσε να είναι μόνος του, δε θα έφτανε -μαντρωμένος σε αυτήν- κολυμπώντας στη…Νέα Ζηλάνδία (έχει θάλασσα εκεί ή γίνομαι ρεζίλι τώρα άραγε; Να γκουγκλάρω πριν ανεβάσω το κείμενο).
Άρα, μπορούσε με δική μας επίβλεψη από την ξαπλώστρα, να παίζει με τα άλλα παιδιά πισινάτο μπάσκετ, να βάζουν «καλάθια» σε ένα μεγάλο σωσίβιο κλπ.
Η μικρή παρέμενε σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν από τους δύο μας, αυτό δεν άλλαζε, κι ο άλλος παρέμενε στεγνός στην ξαπλώστρα!
Παρεμπιπτόντως, αυτό με το «σκαρφαλωμένη» πάνω μας, δεν ήταν πρόβλημα. Το πρόβλημα μας ήταν τα μπρατσάκια φρόζεν Άννα κι Έλσα που φορούσε, που μας τρέλαναν στις γρατζουνιές!
Μιλάμε για πόνο, όχι αστεία! Χράτσα χρούτσα σε κάθε κίνηση που έκανε! Θα νόμιζε κανείς ότι έχουμε παίξει ξύλο με τόσα σημάδια!
Το πρώτο μας παιδί δεν είχε βάλει ποτέ μπρατσάκια και δεν ξέραμε μέχρι φέτος ότι ήταν φονικό όπλο! Κάνε ζουμ στο πρόσωπο μου να δεις τον πόνο ζωγραφισμένο.
Και δε γινόταν να μην τα φοράει γιατί ήταν υποχρεωτικό για να μπει στην πισίνα.
Υποχρεωτικό ήταν επίσης το να μη φοράμε αντιηλιακό αν θέλαμε να μπούμε στην πισίνα. «Να μην», ναι ναι, καλά διάβασες!
Υπήρχε μια λογική σ’ αυτό, αλλά ήταν αστείο κάθε φορά που έκανες ένα φσουτ με το αντιηλιακό πάνω σου να έρχεται ο λάιφγκαρντ ή αλλιώς ο «κύλιος ο ποτοκαλής», όπως τον έλεγε η κόρη μου γιατί φορούσε μπλουζα/μαγιό πορτοκαλί χρώματος, να μας πει τα
«κυρία, απαγορεύεται το αντιηλιακό (κι οι βουτιές/ το παιδί χωρίς μπρατσάκι/κλπ κλπ)!
Πού ξέρεις άνθρωπε μου ότι δε θα ξεπλυθώ στις ντουζιέρες πριν κολυμπήσω;
Όπου κάποια στιγμή βλέπω εκεί στο χιλιοστό μακροβούτι να βήχει ο γιος μου, είχε πιει νερό και τρέχω βουτάω να μπω μέσα, ενώ είχα βάλει αντιηλιακή κρέμα προηγουμένως (και απαγορεύονταν οι βουτιές).
«Εεε, κυρία…» ξεκίνησε να λέει από μακριά ο κύλιος ο ποτοκαλής, «κυριά και λιβάνια, πνίγεται το παιδί μου, κάνε στην μπάντα λέμε»!
Τεσπά, μια χαρά, όλα!
Καλός ήταν κι ο κύλιος ο ποτοκαλής κι όλο το προσωπικό! Και γάλα έξτρα μας δίνανε το βράδυ για τη μικρή και το μυστικό τους κωδικό για γουάι φάι, μήπως βολευτώ με το ίντερνετ και ποτά κερνούσαν τον φουντουκοπατέρα!
Τι άλλα κάναμε;
Όταν βγαίναμε από το νερό, πισινάτο ή θαλασσινό, τρώγαμε!
ΑΑΑΑΑ, από φαγητό όλα κι όλα! Είχε μπόλικο κάθε τρεις και λίγο, αφού δε γυρίσαμε διπλοί πίσω, πάλι καλά!
Τις πρώτες τέσσερις μέρες έφαγα παστίτσιο! ΑΑΑΑΧ, το Φχαριστήθηκα, γιατί δεν το φτιάχνω, το έχω στο μυαλό μου μπελαλίδικο και χρονοβόρο και το χόρτασα εκεί που το έβρισκα έτοιμο!
Μπόλικο το μακαρόνι γενικώς σε όλες τις βερσιόν του, που κι εγώ μακαρονού είμαι και κάποια στιγμή το βαρέθηκα. Βέβαια για να μαι δίκαιη μια μέρα που δεν είχε μακαρόνια, ο γιος μου έφαγε …πορτοκαλάδες και παγωτά, οπότε είχαν τον λόγο ύπαρξης τους! Τώρα κάτι άλλες επιλογές τύπου μπάμιες ή αγκινάρες, που είδα στο μενού, δε θα σχολιάσω…θα προσπεράσω!
Να πω ότι ένα βράδυ είχε μπάρμπεκιου και ο ψήστης μας είχε σπάσει τη μύτη από πολύ νωρίς! ‘
Όταν ήρθε η ώρα να σερβιριστούμε πέσανε πάνω του όλοι σαν ακρίδες! Λες κι είχαν να φάνε πέντε χρόνια οι ίδιοι άνθρωποι που δύο ώρες πριν τσακίζαμε τα σουτζουκάκια!Οι άλλοι έτσι; Όχι εμείς προς θεού!
Είχε και ζυμωτό πσωμάκι που του άλειβα μερέντα κάθε πρωί και καταπληκτική σπανακόπιτα! Καταπληκτική όμως! Τα συγχαρητήρια μου στον μάγειρα!
Α, το καλό να το λέμε! Φάγαμε καλά!
Αν εξαιρέσουμε ότι δεν ξεκουραστήκαμε, ότι κυνηγούσα τον άσπρο ξέξασπρο άντρα μου, λες κι είχα τρία παιδιά να βάλει καπέλο κι αντιηλιακό που είχε γίνει σαν αστακός, ότι πάτησα ένα γυαλί από ένα σπασμένο μπουκάλι κι ότι έγινα ρόμπα στον διπλανό κύριο του διπλανού μπαγκαλόους όλα τα υπόλοιπα ήταν καλά!
Να πω τι μου έτυχε με τον άνθρωπο του διπλανού μπαγκαλόους; Ρομπιά μοιρασμένη, ρομπιά εξαφανισμένη! Τι, όχι; Τώρα το σκέφτηκα το ρητό, αλλά νομίζω σε ένα βαθμό ισχύει!
Που λες, ένα βράδυ, κοιμόμασταν, όταν στον ύπνο μου, μου ήρθε φλασιά ότι δεν έχω ξεπλύνει τα μαγιό μας.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι, ξεπλένω και πάω να τα απλώσω στην απλώστρα στην κοινή αυλή μας -3 o clock το ξημέρωμα, όλο αυτό.
Σκέφτηκα ότι σιγά καλέ, τσουπ, θα κάνω μια κει χάμου γρήγορη και θα αφήσω το μαγιό στην απλώστρα, ποιος να περνάει εκείνη την ώρα.
Όντως, κανείς δεν περνούσε ΑΛΛΑ καθιστός στο μπαλκονάκι ήταν ο διπλανός που είχε αυπνίες και ξαφνικά βλέπει μπροστά του Φάνη μπαστούνι την ημίγυμνη γειτόνισσα.
Υποχωρώ ατάκτως κι αμέσως μέσα στο δωμάτιο με τα μαγιό στο χέρι να στάζουν στο πάτωμα. Τι ήταν αυτό το ξαφνικό… τα αφήνω στο μπάνιο και πέφτω για ύπνο. Όπου το ερ κοντίσιον έχει κολλήσει και αρχίζω να σκάω από τη ζέστη.
Σηκώνομαι και πάω να ανοίξω την μπαλκονόπορτα να μπει λίγο αεράκι.
Μέχρι να ξαναξαπλώσω στο κρεβάτι, αρχίζω να κάνω σενάρια, μήπως ο δίπλα νομίζει ότι είναι κάλεσμα το άνοιγμα της μπαλκονόπορτας, μήπως το ένα, μήπως το άλλο, σε χρόνο ντε τε έχω δημιουργήσει ένα σενάριο της σειράς 10ης εντολής.
Ξαναματασηκώνομαι και πάω και κλείνω την μπαλκονόπορτα καλύτερα να σκάσουμε από τη ζέστη, παρά να συμβεί τίποτα χειρότερο. Καλύτερα γαιδουρόδενε, παρά γαιδουρογύρευε και τα σχετικά!
Πόσα έγραψα πάλι! Έφτασες ως εδώ ρε θηρίο;
Σε ευχαριστώ πολύ κι εύχομαι να είχες ένα σούπερ ντούπερ καλοκαίρι το οποίο ακόμα να συνεχίζεται!
Το δικό μας, εφόσον τα παιδιά μου το καταευχαριστήθηκαν και καταδιασκέδασαν θα θεωρηθεί καλό! Όσο για την ξεκούραση, αναβάλλεται!
Σε φιλώ!
ΥΓ1: Ήμασταν τόσο κουρασμένοι που αν και φύσει κοινωνικά όντα, δεν είχαμε κουράγιο για νέες γνωριμίες, να κάνουμε παρέα με άλλους γονείς και τέτοια. Κάποια στιγμή έρχεται το φουντούκι μου το λατρεμένο και μας λέει:
«μαμά, μπαμπά, ελάτε να δείτε, κάτι υπέροχες οικογένειες στο γρασίδι, ελάτε κι εσείς». Η αγάπη μου… παίζανε όλοι του οι φίλοι στο γκαζόν και ήταν κι οι γονείς τους εκεί και κάναν κι εκείνοι πλάκα και παρέα, ευχάριστοι τύποι φαίνονταν, και σου λέει το παιδί «γιατί οι δικοί μου κάθονται μόνοι σαν το λεμόνι».
ΥΓ2: Άλλαξα γνώμη, δεν έχει δεύτερο υστερόγραφο. Θα κάνω καινούρια ανάρτηση, αυτή σε μέγεθος έφτασε ένα μικρό διήγημα!
Σε χαιρετώ!