Μ'αεροπλάνα και βαπόρια

Μαδρίτη, ένα νεανικό, παρορμητικό ταξίδι

Μοιραστείτε το :

Σας έχει τύχει ποτέ να κανονίζετε με μια φίλη σας ταξίδι στο εξωτερικό, να οργανώνετε τα διάφορα, να συζητάτε τις λεπτομέρειες και τελικά να φτάνετε στον προορισμό σας με μία μέρα διαφορά; Και να το καταλαβαίνετε αφού προσγειωθείτε στην ξένη χώρα και την πάρετε τηλέφωνο;

Εμένα, όπως ήδη καταλαβαίνετε από την εισαγωγή, μου έχει τύχει! Παλιάααα πολύ παλιαααά, τόσο παλιά που θα χε παραγραφεί αυτό το ταξίδι, αν δεν ήταν τόσο ξεχωριστό και όμορφο και ωραίο και…αξέχαστο!! Αχ, να ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία!

Όλα ξεκίνησαν όταν με τη φίλη – συνάδελφο που καθόταν στο διπλανό γραφείο  συζητούσαμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές που είχαν μόλις προηγηθεί! Εκεί που λέγαμε πώς είχαμε περάσει και τα σχετικά, μου είπε ότι γνώρισε και έκανε πολύ παρέα με κάτι παιδιά που είχανε προσφερθεί να τη φιλοξενήσουν, αν πήγαινε ποτέ στη χώρα τους.

Ε, λίγο που εκείνη δε θα πήγαινε μόνη της, πολύ που εγώ πετάω τη σκούφια μου για ταξίδια και δεν αφήνω καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, κάναμε αποδοχή της πρότασης και κλείσαμε εισιτήρια για Ισπανία, συγκεκριμένα για Μαδρίτη και ακόμη πιο συγκεκριμένα, για Αλκαλά.

Το συζητούσαμε καθημερινώς μέχρι να έρθει η ώρα για αναχώρηση, οπότε το πώς έγινε και βρέθηκα στο ισπανικό αεροδρόμιο ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα από τη φίλη μου, ακόμα δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε. Ξέραμε ότι είχαμε «κλείσει» με διαφορετικές αεροπορικές εταιρείες, που δε θυμάμαι όμως το γιατί, κι αυτό από μόνο του κουλό είναι, αλλά «πετούσαμε» την ίδια μέρα. Ή έτσι νομίζαμε τουλάχιστον!

Παίρνω λοιπόν την πτήση μου, απογειώνομαι – προσγειώνομαι στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης, και της τηλεφωνώ να δω αν προσγειώθηκε κι εκείνη ή αν είναι κλειστό, άρα πετάει ακόμη. Το σηκώνει άνετη, «έλα, πού είσαι, έτοιμη;»

«Πανέτοιμη! Μόλις προσγειώθηκα!»

«Πού προσγειώθηκες; Τι εννοείς;»

«Μαδρίτη, πού να προσγειώθηκα δηλαδή;»

«Τι εννοείς προσγειώθηκες Μαδρίτη, αφού αύριο πετάμε.»

«Ναι, εντάξει, ωραίο αστείο, χο-χο ,για πες, πού είσαι; »

«Στην Αθήνα είμαι, αύριο πετάω…Πλάκα κάνεις…Έτσι;»

Κάπου εκεί αρχίζω και συνειδητοποιώ ότι μιλάει σοβαρά και ότι βρίσκομαι μόνη μου στην ξένη χώρα και με περιορισμένο μπάτζετ που δεν προέβλεπε έξτρα ξενοδοχείο.

Κάπου εκεί συνειδητοποιεί κι εκείνη ότι και εγώ μιλάω σοβαρά και βρίσκομαι όντως στην Ισπανία.

Και τι θα κάνεις τώρα;» με ρωτάει

«Θα καμωθώ, τι να κάνω. » της απάντησα

«Κάτσε να πάρω το παιδί», (ένα μέλος της παρέας που θα μας φιλοξενούσε)

Να μην τα πολυλογώ, τον παίρνει τηλέφωνο, συνεννοείται με τον άνθρωπο, έρχεται εκείνος στο αεροδρόμιο, «κρατάω τριαντάφυλλο», με αναγνωρίζει τέλος πάντων, περνάμε στο παρασύνθημα. Ο συγκεκριμένος μιλούσε και ωραιότατα ελληνικά, γιατί τα δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και γενικότερα ήταν φιλέλληνας.

Μετά τα «με λένε Έφη», «σε λένε Χοσέ» ξεκινήσαμε προς το σπίτι. Ελαφρώς αμήχανα εγώ, ντρέπομαι λίγο τον ξένο άνθρωπο, αλλά όποιος ντρέπεται στερεύεται και είναι και πρακτικό το πρόβλημα, αυτό της διαμονής.

Φτάνουμε στην πολυκατοικία, η οποία δεν έχει ασανσέρ κι ο άνθρωπος, ιππότης, δεν μπορώ να πω, σηκώνει τη βαλιτσάρα που ζύγιζε ένα τόνο και είχε μέσα τα άπαντα από τις ντουλάπες μου και την ανεβάζει τέσσερις ορόφους, στενούς και στριφογυριστούς. Οριακά χωρούσε ένα άτομο στο κάθε σκαλί. Το έκανε με την καρδιά του, χωρίς ύφος ή ίχνος δυσαρέσκειας, αλλά ok, του βγήκε η πίστη. Μου γνώρισε τους δύο επίσημα -τρεις ανεπίσημα- συγκατοίκους του κι έφυγε για τη δουλειά του στο πανεπιστήμιο. Παρεμπιπτόντως, ήταν κι ο μόνος που δούλευε, οι άλλοι ήταν πιο μποέμ τύποι, κάνανε κάτι ζογκλερικά στους δρόμους, ξέρετε που οι περαστικοί αφήνουν κέρματα στο καπέλο, δεν ξέρω αν πληρώνονταν έξτρα για κάτι ακροβατικά που κάνανε, τέλος πάντων, το κατάλαβες το στιλ.

Το σπίτι χρωματιστό & ιδιαίτερο, «της θείας μου της Χίπισσας», περίμενα από στιγμή σε στιγμή να βγει ο Τσιβιλίκας πίσω από το διαχωριστικό της πόρτας με τις χάντρες. Χαλιά – κουρελούδες κρέμονταν από τα ταβάνια, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, πράσινο -κίτρινο – μπλε- κόκκινο-μπορδοροδοκόκκινο σε χαϊμαλιά, μαξιλάρες, καναπέδες, τοίχους, ονειροπαγίδες, αυτό το στιλ, κατάλαβες. Βάζω μια φωτό έντονα βαμμένη τσιρκολίκι, ασορτί με το σπίτι δηλαδή !

Γνώρισα λοιπόν τους άλλους δύο συγκατοίκους του, τον Ραούλ με ράστα μαλλιά ως τον πισινό του, τον Χουάν με μια κιθάρα προέκταση του χεριού του, μέχρι και στην τουαλέτα πήγαινε με αυτήν, και την Ίντσι, την κοπέλα του Ραούλ. Σημαντική λεπτομέρεια: κανείς τους δε μιλούσε αγγλικά.

Εγώ δε μιλούσα ισπανικά, ο ένας μιλούσε γαλλικά, είχα κάνει -κάποτε στο Τέξας- κάτι λίγα, ξέθαψα και κάτι λατινικά από τον καιρό του Νώε, τέλος πάντων, βαβέλ ξεβαβέλ κάνοντας διάφορες χειρονομίες. καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Σε αυτό το στιλ της παντομίμας μάλιστα, μου ‘κανε ο Χουάν και ξενάγηση στην περιοχή (πάντα με την κιθάρα  παραμάσχαλα).

Εκείνο το πρώτο βράδυ χωρίς τη φίλη μου, ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Μου είχαν στρώσει στον καναπέ, στο σαλόνι, έξω από το υπνοδωμάτιο του Ραούλ και της Ίντσι, που εμ, το καταδιασκεδάζανε μέσα, και το καταδιασκεδάζανε όλο το βράδυ μέχρι το πρωί, γιου νόου γουάτ άι μιν, χωρίς τάιμ άουτ! Του δώσανε και κατάλαβε και μπράβο στα παιδιά, πάντα τέτοια τους εύχομαι και σ’ εκείνους και σ’ όλους, αλλά εγώ μάτι δεν έκλεισα γιατί ένιωθα σαν να τους παίρνω μάτι! Ακουγόντουσαν τα πάντα – όλα, βέρι βέρι όκγουορντ!

Ξημέρωσε επιτέλους κι η επόμενη μέρα, ήρθε κι η φίλη, της πρόλαβα τα νέα, τριγυρίσαμε και μαζί στην πόλη που είχα μάθει εν τω μεταξύ τα κατατόπια της αλλά και την ιστορία της, -ναι, με τις παντομίμες!

 

Αλκαλά (Alcala de Henares)

Η πόλη στην οποία μέναμε, βρισκόταν 35 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, Μαδρίτη. Είχε, έχει δηλαδή αρχαιολογικό ενδιαφέρον, μνημεία, πλατείες, ένα Πανεπιστήμιο, κι ένα μικρό μουσείο, το σπίτι του Ισπανού λογοτέχνη, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θερβάντες, (Δον Κιχώτης).

Ωραία πόλη, ήσυχη, με τα μαγαζάκια της, τα μπαράκια στα οποία πήγαινες για μπίρα ή κρασί και σου σερβίριζαν μαζί και tapas, κάτι μεζεδάκια, που -συνήθως- αποτελούνταν από μία φέτα ψωμί που πάνω της μπορεί να είχε το οτιδήποτε, από σαγανάκι, και ομελέτα, έως μπακαλιάρο και μπιφτέκι, οπότε, στην ουσία, όταν έβγαινες από την Pub- bar, ήσουν χορτάτος για μεσημέρι.

Με τα παιδιά του σπιτιού, τις δέκα μέρες που μείναμε εκεί, μια χαρά συνεννοούμασταν, μας είχαν δώσει και τα κλειδιά του σπιτιού, κι ο καθένας έκανε το πρόγραμμά του! Υπήρχαν μέρες που δε συναντιόμασταν καν. Η φιλοξενία τους ήταν ιδανική! Ποιο γκρικ χοσπιτάλιτι, το σπάνις, να δείτε! Μάλιστα, ο Χοσέ πήγε από το δεύτερο βράδυ να μείνει στην κοπέλα του και μεις πήραμε το υπνοδωμάτιό του κι έτσι εκείνη η πρώτη εφιαλτική νύχτα δεν επαναλήφθηκε!

Με τη φίλη μου χρησιμοποιούσαμε κυρίως το τραίνο (μετρό /προαστιακό) που παίρναμε από τον εξωτικό, τροπικό σιδηροδρομικό σταθμό Atocha, για τις διάφορες εξορμήσεις μας. Φυσικά ο πρώτος προορισμός μας ήταν το κέντρο της Μαδρίτης, θυμάμαι ότι έβρεχε, αλλά εμείς ήμασταν ευτυχισμένες κι ανέμελες και καθόλου δε μας ένοιαζε που το νερό της βροχής είχε εισχωρήσει μέσα από τα παπούτσια, είχε «ποτίσει» τις κάλτσες, περπατούσαμε και τα βήματά μας κάνανε πλάτσα – πλούτσα.

Μαδρίτη

Η Μαδρίτη διαθέτει σύγχρονες υποδομές, ιστορικές γειτονιές, αρχιτεκτονικά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον κι έχει υψηλή αισθητική. Είναι όμορφη ρε παιδί μου, γιατί κανείς δεν το λέει; Πήγαμε σε δυο τρία διάσημα μουσεία, το μουσείο «Πράδο», το μουσείο τέχνης «Βασίλισσα Σοφία», παλάτια, καθεδρικοί ναοί, πάρκα, συντριβάνια και τα σχετικά! Στο Πράδο ή στο Ρέινα (Βασίλισσα) Σοφία, δεν είχαμε πληρώσει εισιτήριο, γιατί η ταμίας μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά, ήταν φιλέλληνας και μας επέτρεψε να περάσουμε δωρεάν. Για την ακρίβεια ερωτευμένη ήταν, τα είχε με έναν Κρητικό, οπότε ο έρωτας της μας έδωσε free pass!

Τότε, δεν είχαμε κινητά με σούπερ ντούπερ κάμερα, έως δεν είχαν και καθόλου, και δε βγάζαμε συνέχεια φωτό, οπότε, το ζούσαμε περισσότερο! Είχαμε αγοράσει μία μηχανή Kodak από αυτές της μιας χρήσης κι έτσι έχουμε αναμνήσεις από αυτό το ταξίδι. Οι περισσότερες φωτό απέχουν έτη φωτός από αυτό που μερικά χρόνια αργότερα θα αποκαλούσαμε “ινσταγκραμικές”, κάποιες δε, δε βλέπονται, αλλά αυτές εμφανίστηκαν kinder έκπληξη από το φιλμ, με αυτές πορευόμαστε!

Περάσαμε κι από ένα παζάρι, στο Rastro, όπου η φίλη μου έχει να το λέει ότι πήρε έξι ζευγάρια κάλτσες με δύο ευρώ που της κράτησαν δέκα χρόνια και κρίμα που δε χάλασε όλο το δεκάευρω της εκεί, ακόμη κάλτσες από το παζάρι της Μαδρίτης θα φορούσε!

Προσωπικά, ήθελα να πάμε από το γήπεδο της Ρεάλ Μαδρίτης ή να βρούμε τις εγκαταστάσεις τις σχετικές, να δούμε από κοντά τον Μπέκαμ που τότε τον αγαπούσα  πολύ, αλλά ο Μπέκαμ ήταν διακοπές στην Αγγλία με τη Βικτώρια και σταθήκα(με) άτυχες.

Οπότε, αφήσαμε τον Μπέκαμ και πιάσαμε το Τολέδο. Ξαναπήραμε τον προαστιακό (άλλη μέρα) και διασχίσαμε μια απόλυτα ξερή πεδιάδα, χωρίς ίχνος πράσινου (γενικά ήταν έτσι οι διαδρομές Αλκαλά – Μαδρίτη- Τολέδο). Ούτε λοφάκια, ούτε λουλουδάκια, ούτε χορτάρι! Το τελευταίο που θα ‘θελες, θα ‘ταν να πάθει καμιά βλάβη το τραίνο και να μείνεις εκεί στην έρημο με το απόλυτο τίποτα στον ορίζοντα.

Τολέδο

Αν κάτι σου λέει το Τολέδο, αλλά δε θυμάσαι τι, θα σου πω εγώ, δυο λέξεις: Ελ Γκρέκο. Θα πω λίγες λέξεις ακόμη:

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, (El Greco) το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Ισπανία και το Τολέδο ήταν η αγαπημένη του πόλη. Εκεί υπάρχει μουσείο με τα έργα του και το σπίτι που νοίκιαζε ο ίδιος για 27 χρόνια και οι τουρίστες μπορούν να επισκεφθούν.

Το Τολέδο, που λες υπήρξε πρωτεύουσα της ισπανικής αυτοκρατορίας, και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Είναι χτισμένο πάνω σε λόφο και προσφέρεται για βόλτες και φωτογραφίες (για τις δικές μας φωτογραφίες, αναφέρθηκα παραπάνω).

Γυρίσαμε τα γραφικά σοκάκια του, είδαμε τα αξιοθέατά του, καθίσαμε στην πλατεία του Ζοκοντόβερ, όπου γινόταν «το καμός» από κόσμο, καφετέριες, μπαράκια που πάντα με το αλκοόλ σου πρόσφεραν  ισπανικά μεζεδάκια. Και πάλι καλά, που τα σερβίριζαν αυτά, γιατί όταν εμείς πεινάσαμε κατά τις επτά το απόγευμα (για μεσημεριανό), είχαν κλείσει όλες οι κουζίνες στο κάστρο -παλάτι (σου λέω παρακάτω ποιο παλάτι)! Οπότε αναγκαστικά, έπρεπε να πάμε για ποτό!

Πήγαμε και από το Αλκαζάρ, ένα πελώριο φρούριο /κάστρο /παλάτι, που είχε πάθει ολική καταστροφή στον ισπανικό εμφύλιο, ξαναχτίστηκε υπό τη δικτατορία του Φράνκο και σήμερα λειτουργεί ως πολεμικό και στρατιωτικό μουσείο

Εννοείται ότι πήγαμε και στον καθεδρικό του Τολέδο που βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους 10 καθεδρικούς της Ισπανίας και είναι εντυπωσιακότατος, μεσαιωνικής, γοτθικής αρχιτεκτονικής με στοιχεία της μουσουλμανικής κοινότητας που παρέμεινε στην Ισπανία, αλλά και της ισπανικής αναγέννησης. Σαν ξεναγός ακούγομαι τώρα! Εννοείται ότι γκούγκλαρα και λίγο, δεν τα θυμάμαι όλα αυτά απέξω!

Μέσα στον καθεδρικό υπάρχει και μια γκαλερί με πίνακες από μεγάλους ζωγράφους, τον Caravaggio, τον El Greco, τον Velázquez κι άλλους, την οποία επισκεφθήκαμε και στη συνέχεια ανεβήκαμε στο καμπαναριό και χαζέψαμε την υπέροχη θέα της πόλης.

Αυτά κάναμε τα πρωινά, γυρνούσαμε σαν τουρίστες στα αξιοθέατα και τα βράδια με τους…συγκατοίκους μας πηγαίναμε σε μπαράκια, γνωρίζαμε τις παρέες τους και δε διασκεδάζαμε τουριστικά αλλά όπως οι ντόπιοι, μαζί με ντόπιους, σε ντόπιες γειτονιές και ντόπια μαγαζιά.

Θυμάμαι με νοσταλγία τον «πούνκι» (=πανκ) που είχε πουλήσει τα πάντα κι έμενε σε μια ξύλινη καλύβα μες το δάσος, χωρίς ηλεκτρικό, θυμάμαι και το σοκ όταν είδα ότι στα μπαρ όσοι τρώγανε ηλιόσπορους (όπως έχουμε εμείς τα φιστίκια συνοδευτικά των ποτών μας) ΦΤΥΝΑΝΕ ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΤΑ ΦΛΟΥΔΙΑ!! Ή το άλλο που σκουπίζανε τα χέρια τους και το στόμα τους από τα τάπας και πετούσαν ΚΑΙ τις χαρτοπετσέτες κάτω. Στο πάτωμα, ξαναλέω.

ΙΙΙΙΟΥΥΥΥΥΥΥΥ.

«Κάντο κι εσύ Έφη!» μου λέγανε

«Παιδιά, δεν μπορώ» απαντούσα φρικαρισμένη

«Έφη, έτσι κάνουμε εδώ, τα μαζεύουν όλα στο κλείσιμο του μαγαζιού!», επιμένανε

«Παιδιάαααα, ΜΗΝ ΕΠΙΜΕΝΕΤΕ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ ΚΑΤΩ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΑΝΤΕ ΜΗΝ ΠΑΡΩ ΜΙΑ ΣΚΟΥΠΑ ΚΙ ΑΡΧΙΣΩ ΝΑ ΤΑ ΜΑΖΕΥΩ ΤΩΡΑ ΕΓΩ».

Δεν το έκανα, να ξέρετε.

Τι άλλο μου έχει μείνει; Τον Χοσέ, να θέλει να μας πάει στο αγαπημένο του Ασιατικό εστιατόριο στη Μαδρίτη κι εμείς να αγχωνόμαστε που δεν ήμασταν κατάλληλα ντυμένες (αθλητικά βρεμένα κλπ). Πάμε τέλος πάντων, ευχόμενες να μη φάμε καμιά «πόρτα» στο αγαπημένο εστιατόριο του κ. καθηγητή και βλέπουμε οτι εκείνο ήταν ένα καταγώγι σε μια υπόγεια διάβαση, ένα απλό κινέζικο που φάγαμε νουντλς ή κάτι τέτοιο. Νοστιμότατο, πάντως!

Αχ, αυτό το ταξίδι, μου έχει μείνει στη μνήμη μου, σαν ανέμελο, απρογραμμάτιστο, υπέροχο, μοναδικό, σούπερ νεανικό, παρορμητικό, με μια άλφα άγνοια κινδύνου και γι’ όλα αυτά σούπερ ξεχωριστό!


Πηγή φωτογραφιών, εκτός από τις δικές μου: hola.com, travelpass.gr, iatronet.gr, perierga.gr.

About Author

Μοιραστείτε το :