
Μια νύχτα στο μουσείο
Το κίτρινο σχολικό λεωφορείο με τα χαρούμενα χρωματιστά γράμματα «Άνοιξη» έβγαινε από τον προαύλιο χώρο και μέσα σε αυτό είκοσι οχτώ έξυπνα φατσάκια με χαρούμενα ματάκια γεμάτα προσμονή, ξεκίνησαν να τραγουδάνε.
Κάποια από αυτά προσπάθησαν ν’ αλλάξουν θέση και να καθίσουν δίπλα σε άλλους συμμαθητές, αλλά οι δάσκαλοι που τα συνόδευαν, ο Μάρκος κι η Νάγια επενέβησαν και δεν το επέτρεψαν, γιατί το όχημα βρισκόταν πλέον εν κινήσει.
Προορισμός του το Βιομηχανικό Μουσείο. Εκεί, μικροί – μεγάλοι θα είχαν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν με βιωματικό τρόπο, τη βιοτεχνική και βιομηχανική ιστορία της χώρας. Αυτό σκόπευαν να κάνουν τη μέρα. Τη νύχτα όμως; Γιατί, δε σκόπευαν να φύγουν από το μουσείο μετά από λίγες ώρες. Δάσκαλοι και μαθητές θα κάνανε διανυκτέρευση εκεί, σε υπνόσακους στο πάτωμα.
Η διανυκτέρευση σε μουσειακούς χώρους είχε καθιερωθεί από το σχολείο λίγα χρόνια πριν, συμβαδίζοντας με τις διεθνείς πρακτικές που μετέτρεπαν μία επίσκεψη σε μουσείο από οπτικοκεντρική και παθητική εμπειρία σε βιωματική κι ενεργητική. Πολλά μουσεία ποικίλης θεματολογίας σε όλον τον κόσμο άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες τους στη νέα αυτή εκπαιδευτική τάση και τα παιδιά συμμετείχαν σε αυτήν με μεγάλη χαρά. Για εκείνα ήταν το πρώτο τους βήμα προς την ανεξαρτησία μακριά απο το γνώριμο και ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού τους.
-Νικόλα, κάτσε καλά στη θέση σου, είπε ο Μάρκος, ο δάσκαλος γυρίζοντας πίσω το κεφάλι του.
Ο Νικόλας υπάκουσε, αν και κάπως απρόθυμα, αλλά ξεχάστηκε γρήγορα γιατί ο διπλανός του του έδειξε απ’ το παράθυρο «μία αυτοκινητάρα», όπως χαρακτηριστικά του είπε. Τα παιδιά πιάσανε συζήτηση για τα αυτοκίνητα κι οι δάσκαλοι γύρισαν κι εκείνοι στην κουβέντα τους.
-Το περίμενες ότι θα ερχόταν ο Νικόλας σε εκδρομή με διανυκτέρευση; Ρώτησε ο Μάρκος τη Νάγια.
-Για τον Νικόλα ήμουν σίγουρη, για σένα δεν ήμουν, του απάντησε γελώντας
-Και γιατί αυτό, παρακαλώ;
-Ε, εντάξει, είναι μεγάλη ευθύνη ένα τσούρμο επτάχρονα χωρίς επίβλεψη από τους γονείς τους σε μία εκδρομή που περιλαμβάνει και διανυκτέρευση. Χωρίς παρεξήγηση, αλλά φανταζόμουν ότι θα προτιμούσες να περάσεις ένα χαλαρό βράδυ σε κάποιο μπαράκι με κάποια αιθέρια ύπαρξη.
-Με λες ευθυνόφοβο; Γέλασε ο Μάρκος. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να περάσω το βράδυ μου όπως λες, αλλά μου ζήτησε να έρθω στην εκδρομή η κα Μερόπη και δεν μπορούσα να αρνηθώ.
-Τώρα που ανέφερες τη διευθύντρια, να πω ότι μου ζήτησε να ρίχνουμε μια ματιά παραπάνω στον Νικόλα.
-Υπερβολική κι εκείνη σαν τους γονείς του…
-Καλά, εσύ δεν παίρνεις τίποτα στα σοβαρά.
-Θα προσέχουμε όλα τα παιδιά πολύ και τον Νικόλα περισσότερο, τελείωσε εκεί την κουβέντα ο Μάρκος πριν ξεφύγει σε άλλα μονοπάτια.
Η διαδρομή κύλησε χωρίς απρόοπτα, η λεωφόρος μπροστά τους ήταν άδεια, οπότε πολύ σύντομα ξεπρόβαλε το κτίριο του Βιομηχανικού Μουσείου μπροστά τους.
-Φτάσαμε παιδιά, πιάνουμε το χέρι του διπλανού μας και σιγά σιγά, κατεβαίνουμε όλοι από το σχολικό.
-Έχουμε όλοι τους υπνόσακους περασμένους στην τσάντα μας; Ρώτησαν οι εκπαιδευτικοί
-Μάλισταααααα
-Πολύ ωραία! Πάμε!
Τα παιδιά χαρούμενα αποχαιρέτησαν τον οδηγό κι άρχισαν να κατεβαίνουν χοροπηδηχτά τα σκαλιά του σχολικού. Χτυπήσαν το κουδούνι στο μεγάλο κτίριο και την πόρτα άνοιξε μια όμορφη και χαμογελαστή κοπέλα.
-Γεια σας, από το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο «Άνοιξη» ερχόμαστε, της είπε ο Μάρκος χαρίζοντας της ένα γοητευτικό χαμόγελο.
-Βεβαίως, σας περιμένουμε! Καλώς ήρθατε παιδιά, καλωσόρισε θερμά τα πιτσιρίκια, η νεαρή κοπέλα! Είμαι η Λίνα, υπεύθυνη του τμήματος «Εργαλεία και Μηχανές» και με χαρά θα σας ξεναγήσω σε όλο το μουσείο.
-Ακολουθήστε με, είπε κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα.
-Με μεγάλη μας χαρά, απάντησε ο Μάρκος, πλησιάζοντας την.
-Μάρκο, το νου σου στα παιδιά, του είπε η Νάγια, χαμηλόφωνα, ρίχνοντας του ταυτόχρονα ένα αυστηρό βλέμμα.
Τα πιτσιρίκια πέρασαν όλη τη μέρα τους δημιουργικά, αποκτώντας νέες γνώσεις για τα ορυκτά, τα εργαλεία και τη γραμμή παραγωγής. Είχαν φορέσει ενθουσιασμένα τα κίτρινα κράνη ασφαλείας και έφτιαχναν τα δικά τους κολιέ και βραχιόλια από μέταλλα. Εκεί ένας υπεύθυνος του Μουσείου έδειξε στους λιλιπούτειους μαθητές πώς να χειρίζονται τα εργαλεία.
Τα παιδιά είχαν εκστασιαστεί! Κάτι τα κράνη ασφαλείας, κάτι η αύρα του χώρου, κάτι η όρεξη για δημιουργία, πέρασαν όλη τη μέρα στους πάγκους εργασίας, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει.
-Μπράβο σας. Πολύ καλή ξενάγηση κι οργάνωση, τα παιδιά το καταευχαριστήθηκαν, έδωσαν εύσημα στη Λίνα, οι δύο εκπαιδευτικοί.
-Ευχαριστούμε, αλλά κι εμείς, δε θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε χωρίς τη βοήθεια τη δική σας κι όλων των εκπαιδευτικών που στηρίζουν το έργο μας.
Ο ήλιος μάζευε και τις τελευταίες αχτίνες του και ετοιμαζόταν να αποσυρθεί πλέον, αφήνοντας πίσω του ένα σκούρο βυσσινί ορίζοντα.
-Θα σας αφήσω τώρα μόνους, ωστόσο θα βρίσκομαι στο χώρο του μουσείου. Το κινητό μου αναγράφεται στην κάρτα, παρακαλώ μη διστάσετε να το χρησιμοποιήσετε αν χρειαστείτε το οτιδήποτε, είπε η Λίνα δίνοντας την κάρτα της στην Νάγια. Σε αυτήν την αίθουσα γίνονται οι διανυκτερεύσεις παιδιών και δασκάλων, πρόσθεσε, υπάρχει άπλετος χώρος και για παιχνίδι και για τους υπνόσακους!
-Εντάξει Λίνα, ευχαριστούμε πολύ
-Καλό βράδυ, θα τα πούμε το πρωί
-Καλό βράδυ κυρία Λίνα, της φώναξαν με μια φωνή όλα τα παιδιά
-Ελάτε παιδιά! Νικόλα, Αρίστο, Ζωή, Ευαγγελία, ελάτε είπα. Ώρα για πίτσα! Να φάμε, να βάλουμε πιτζάμες και να παίξουμε επιτραπέζια!
Ο Νικόλας και κάποια άλλα παιδιά, όπως ο Αρίστος κι η Ευαγγελία, τα ζωηρά παιδιά της τάξης, δεν μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα για πολύ ώρα. Το πρώτο επιτραπέζιο το βαρέθηκαν γρήγορα.
-Μπορούμε να παίξουμε κυνηγητό;
-Καθίστε παιδιά, αφού παίζουμε όλοι μαζί τώρα, μη χαλάτε το παιχνίδι
-Μα κύριε Μάρκο, θέλουμε να παίξουμε! Αφήστε μας, του είπαν όλα μαζί, εν χορώ!
-Και τώρα τι κάνουμε, παιδιά, δεν παίζουμε;
-Άλλο παιχνίδι θέλουμε!Σας παρακαλούμε!
-Άστους Μάρκο, θα τους προσέχω εγώ, είπε η Νάγια. Ας μην τους χαλάσουμε το χατίρι!
Τα παιδιά τσίριξαν χαρούμενα και ξεχύθηκαν παρασέρνοντας κι άλλους από τους συμμαθητές τους. Χωρίστηκαν στα δύο. Η μία ομάδα με τους ήσυχους παίζανε επιτραπέζια κι άκουγαν ιστορίες που τους διάβαζε ο Μάρκος κι η άλλη ομάδα με τη Νάγια και τα πιτσιρίκια που φορούσαν πιτζαμάκια με τους ήρωες από τα αγαπημένα τους παιδικά, παίζανε κυνηγητό και κρυφτό στη μεγάλη αίθουσα!
Έτσι πέρασε κάνα δίωρο, μέχρι που οι δάσκαλοι θεώρησαν ότι ήταν ώρα να χωθούν όλοι στους υπνόσακούς τους.
-Ελάτε παιδιά, τέλος το παιχνίδι! Ώρα για ύπνο, φώναξαν ο Μάρκος κι η Νάγια
Χρειάστηκε να το επαναλάβουν αρκετές φορές μέχρι να κάνουν τα παιδιά να συγκεντρωθούν και να μπούνε στους υπνόσακους.
Τελικά, στην επόμενη μία ώρα όλα τα παιδιά είχαν σταματήσει να μιλάνε και τα περισσότερα είχαν αρχίσει ήδη να αναπνέουν ρυθμικά. Τα είχε πάρει ο ύπνος. Και τα υπόλοιπα δε θα αργούσαν βέβαια να ακολουθήσουν.
Ήταν μια γεμάτη μέρα, γεμάτη έξαψη, ενθουσιασμό, υπερένταση και είχε κουράσει τα παιδιά και σωματικά και πνευματικά.
-Μάρκο, θες να κοιμηθείς; Θα μείνω ξύπνια να προσέχω τα παιδιά.
-Μπα, δε νυστάζω θα σου κάνω παρέα.
-Ωραία, τι να κάνουμε να περάσει η ώρα; Να παίξουμε καμιά μπιρίμπα;
-Ναι μωρέ, τόσα παιχνίδια έχουμε, κάτι θα βρούμε, απάντησε γελώντας ελαφρώς πονηρά ο Μάρκος!
-Τα μόνο παιχνίδια που θα παίξουμε είναι τα επιτραπέζια, Μάρκο, του είπε η Νάγια, προσγειώνοντας τον. Πάμε μία «Μονόπολη»;
-Όχι ρε συ «Μονόπολη», τη βαριέμαι.
-Πάμε ένα «Γκρινιάρη» γι’ αρχή ρε γκρινιάρη και μετά βλέπουμε, του απάντησε γελώντας η συνάδελφός του.
Πέρασαν οι ώρες παίζοντας παιχνίδια, συζητώντας, τρώγοντας πατατάκια και ξηροκάρπια και πίνοντας χυμό.
-Πάω να ελέγξω τα παιδιά, είπε κάποια στιγμή η Νάγια. Έσκυβε και κοίταζε από κοντά ένα – ένα τα κοιμισμένα παιδιά, όταν έφτασε στον Νικόλα. Περισσότερο από ένστικτο, παρά γιατί είδε κάτι ασυνήθιστο, τον σκούντησε ζητώντας του ψιθιριστά να αλλάξει πλευρό.
Όταν δεν είδε το παιδί να ανταποκρίνεται, τον κούνησε λίγο πιο δυνατά αλλά το παιδί συνέχισε να κοιμάται αναπνέοντας βαθιά. Ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Τρέχοντας σχεδόν, πήγε προς τον Μάρκο που αραχτός, με το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη του κινητού του, σέρφαρε στο ίντερνετ.
-Μάρκο, σήκω, ο Νικόλας δε μου φαίνεται καλά, κάτι τρέχει με τον διαβήτη του. Έλα γρήγορα.
Σαν ελατήριο, πετάχτηκε αμέσως όρθιος ο Μάρκος και πλησίασε το κοιμισμένο παιδί.
-«Νικόλα, Νικόλααα», του μίλησε με σιγανή φωνή, για να μην ξυπνήσει τα υπόλοιπα παιδιά, κουνώντας τον ταυτόχρονα δυνατά ο Μάρκος. Τον ανασήκωσε, αλλά το κεφάλι του παιδιού έπεσε πίσω.
-Παναγία μου, είπε η Νάγια, φέροντας τα χέρια στο στόμα της.
-Έχει πέσει σε κώμα, φέρε γρήγορα τον μετρητή του, μίλησε ο Μάρκος. Η φωνή του ακούστηκε ήρεμη, στιβαρή κι αποφασιστική, αλλά κι εκείνος μέσα του ένιωθε να τρέμει.
Παλιές αναμνήσεις άρχισαν να τον κατακλύζουν, εικόνες από ένα λίγο μεγαλύτερο παιδάκι ξαπλωμένο στην παιδική χαρά χωρίς τις αισθήσεις του, άρχισαν να έρχονται στο μυαλό του, αλλά τις απώθησε γρήγορα, δεν ήταν τώρα η ώρα να ασχολείται με το παρελθόν. Το παιδί που ήταν ξαπλωμένο μπροστά του εδώ και τώρα, χρειαζόταν βοήθεια κι όλη του την προσοχή. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, μετρούσε εις βάρος του.
Η Νάγια τρέχοντας, βρήκε την τσάντα του Νικόλα, την έφερε μαζί της κι έβγαλε από μέσα το μετρητή που είχε το παιδί πάντα μαζί του για να μετράει το ζάχαρό του. Ο Μάρκος του τρύπησε το δάχτυλο και πέντε δευτερόλεπτα αργότερα ο μετρητής έδειξε πενήντα δύο.
– Έχει υπογλυκαιμία το παιδί. Γρήγορα, πρέπει να υπάρχει γλυκαγόνη στα πράγματα του.
Η κοπέλα αναποδογύρισε την τσάντα του παιδιού κι όλα τα πράγματα ξεχύθηκαν έξω. Ινσουλίνες, ταινιάκια, οδοντόβουρτσες, αλλαξιά με ρούχα, κάποια αυτοκίνητα και σούπερ ήρωες βρέθηκαν στο πάτωμα. Γλυκαγόνη πουθενά.
Εν τω μεταξύ, από το θόρυβο που κάνανε τα πράγματα πέφτοντας στο πάτωμα, κάποια παιδάκια γύρισαν πλευρό, ανασηκώθηκαν νυσταγμένα κι η δασκάλα τα πλησίασε για να τα ησυχάσει και να σιγουρεύσει ότι δε θα σηκωθούν κι ότι θα συνεχίσουν τον ύπνο τους.
Επέστρεψε γρήγορα στον Μάρκο, είχε χάσει για τα καλά την ψυχραιμία της, δεν κρατούσε καν τη φωνή της σε χαμηλό τόνο, ζητούσε να τηλεφωνήσει στο 166 και να ενημερώσουνε τη Λίνα.
-Ήρεμα, μην ξυπνήσουν τα άλλα παιδιά και γίνει εδώ … δεν ολοκλήρωσε την κουβέντα του ο Μάρκος. Φέρε γρήγορα το σάκο μου και να ’σαι έτοιμη να καλέσεις το ασθενοφόρο.
Του έφερε γρήγορα το σάκο κι ο Μάρκος έβγαλε από μέσα ένα βάζο με θυμαρίσιο μέλι, το οποίο είχε πάρει μαζί του τελευταία στιγμή, φεύγοντας από το σπίτι του, για να το χρησιμοποιήσουν στο πρωινό τους.
Με γρήγορες αποφασιστικές κινήσεις, ο Μάρκος άνοιξε το καπάκι και βούτηξε το δάχτυλο του μέσα, μετά άνοιξε το στόμα του Νικόλα κι άρχισε να κάνει μασάζ στα ούλα του παιδιού με το μέλι. Ταυτόχρονα του μιλούσε και του έλεγε «Έλα Νικόλα μου, έλα αγόρι μου, άνοιξε τα μάτια σου».
Στην αρχή δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση κι ο Μάρκος σκέφτηκε στιγμιαία ότι έπρεπε να ‘χει καλέσει το 166. Είχε τη ζωή του ξένου παιδιού στα χέρια του, στα δάχτυλα του συγκεκριμένα. Ποιος του είπε να κάνει τον γιατρό; Έβαλε ακόμη μία φορά μέλι στα ούλα του παιδιού που είχε μπροστά του. Αυτή τη φορά, ο Νικόλας άρχισε να κουνιέται, να καταπίνει και να γλείφει τα χείλη του, αλλά και πάλι δεν άνοιγε τα μάτια του.
Ο Μάρκος επαναλάμβανε το όνομα του αγοριού, περιμένοντας μια ανταπόκριση, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να του βάζει μέλι στο στόμα με προσοχή, μην τον πνίξει.
Η Νάγια πανικοβλημένη ήθελε να μεταφερθεί άμεσα το παιδί στο νοσοκομείο, αλλά την καθυστερούσε ο Μάρκος που έδειχνε να ξέρει τι να κάνει και της ζητούσε πίστωση χρόνου, που δε γνώριζε όμως αν είχε την πολυτέλεια να του τη δώσει.
Όταν πια εκείνη σε έξαλλη σχεδόν κατάσταση πήρε το κινητό στο χέρι για να καλέσει το ασθενοφόρο φωνάζοντας ότι δεν περιμένει δευτερόλεπτο παραπάνω, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, άνοιξε τα μάτια του το παιδί. Ελαφρώς σαστισμένο, είχε βρει τις αισθήσεις του αλλά ακόμη δεν είχε συναίσθηση.
-Πώς είσαι αγόρι μου;
-Τι έγινε; Γιατι είστε από πάνω μου κύριε Μάρκο;
-Δε θυμάσαι αλλά έπεσε πολύ το ζάχαρό σου. Να κάνουμε μια μέτρηση, Νικόλα να δούμε πόσο είναι τώρα, εντάξει;
Κάνοντας την ίδια διαδικασία με πριν, τρυπώντας το δάχτυλο του παιδιού και περιμένοντας λίγα δευτερόλεπτα, είδαν ότι είχε πάει στο ογδόντα.
-Εντάξει, είσαι μια χαρά Νικόλα! Τώρα θα προσέχουμε μήπως ανέβει πολύ, θα κάνουμε άλλη μία μέτρηση σε λίγο, για να το φέρουμε στα ίσα του, εντάξει; Νάγια, κατέβασε το τηλέφωνο, είπε γυρνώντας στη μαρμαρωμένη συνάδελφό του, που κρατούσε ακόμα το κινητό στο αυτί της. Όλα καλά τώρα, όλα τελείωσαν.
Η Νάγια άφησε το κινητό κάτω πριν ολοκληρώσει την κλήση στο ασθενοφόρο και πήρε αγκαλιά τον Νικόλα.
-Είσαι καλά αγοράκι μου;
-Μια χαρά είμαι κυρία Νάγια, είπε το αγόρι, αφήστε με κάτω, δεν είμαι μωρό!
Εκείνη τη στιγμή, ο ήλιος ξεδίπλωσε τις αχτίνες του, οι οποίες λαμπερές και με ορμή μπήκαν από τα παράθυρα και φώτισαν την αίθουσα. Ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα κι ευτυχώς τίποτα κακό δεν είχε συμβεί. Πόσο κοντά έφτασε όμως…
Σιγά – σιγά ξύπνησαν ένα – ένα τα παιδιά και μαζεύτηκαν πολύβουο μελίσσι για πρωινό.
Η Νάγια τηλεφώνησε στους γονείς του Νικόλα να ενημερώσει για το συμβάν και να τους δώσει το παιδί να μιλήσουν. Ήταν θυμωμένη, ήθελε να της εξηγήσουν γιατί δεν υπήρχε γλυκαγόνη για την αντιμετώπιση μιας τέτοια περίπτωσης, στα πράγματα του Νικόλα.
Ο Μάρκος τη συγκράτησε και της είπε ότι όταν επέστρεφαν θα τα λέγανε όλα από κοντά, προς το παρόν η τρομάρα που πήραν όλοι τους, έφτανε και περίσσευε, δε χρειάζονταν κι επιπλέον ένταση.
Έψαξαν με το βλέμμα τους τον Νικόλα. Χαρούμενος έτρεχε και έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν να μην είχαν προηγηθεί οι εφιαλτικές στιγμές που ζήσανε λίγο πριν.
Ακούστηκε ρυθμικά και χαρούμενα η κόρνα του σχολικού λεωφορείου.
Ένα – Ένα τα πιτσιρίκια ανεβαίναν τα σκαλιά του σχολικού φωνάζοντας στη Λίνα, τη γλυκιά επικεφαλής του μουσείου που τα αποχαιρέτησε ένα – ένα με τα ονόματά τους, «γειαααα σας, θα ξανάρθουμεεεεε!».
Μετά από μία ώρα διαδρομής, με φωνές, γέλια, τραγούδια, τσακωμούς, σπρωξίματα, αγκαλιές και φιλιά, το σχολικό έμπαινε στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Ένα τσούρμο από γονείς ήταν εκεί αναμένοντας τα παιδιά τους. Τα παιδιά κατέβηκαν από το σχολικό και όρμησαν στην αγκαλιά των γονιών τους. Χεράκια διπλωμένα γύρω από ενήλικους λαιμούς, ενήλικα χέρια γύρω από τα παιδικά κορμάκια.
Λίγο πιο κει, οι γονείς του Νικόλα, είχαν αγκαλιά το παιδί τους. Από την ώρα που ενημερώθηκαν για τη χθεσινοβραδινή περιπέτεια, που ευτυχώς είχε αίσιο τέλος, δεν μπορούσαν να ηρεμήσουν. Η μαμά του Νικόλα προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, ευχαρίστησε τους δασκάλους και ρώτησε τον Μάρκο πώς ήξερε τι να κάνει εκείνη την κρίσιμη ώρα.
-Έχει ο αδερφός μου διαβήτη. Τον έχει από δεκαπέντε χρονών και μας έχουν τύχει κι εμάς διάφορα σκηνικά στο παρελθόν, οπότε κάτι ξέρω. Να ξέρετε ότι τώρα είναι παντρεμένος με παιδιά κι έχει μια απολύτως φυσιολογική ζωή, όπως θα ‘χει και ο Νικόλας.
-Να ‘σαι καλά, το παιδί μας είναι πολύ τυχερό που σε έχει δάσκαλο, είπε ο μπαμπάς του Νικόλα, σφίγγοντας με ευγνωμοσύνη το χέρι του Μάρκου.
-Κι εσείς να ‘στε καλά και προσοχή, φεύγοντας να πάτε να πάρετε μια γλυκαγόνη να βάλετε στα πράγματα του, αχρείαστη να είναι.
-Έχουμε, αλλά κάναμε το ανεπίτρεπτο λάθος να την ξεχάσουμε στο ψυγείο. Καλά που ήσουν εκεί, αλλιώς… δε συνέχισαν την πρότασή τους οι γονείς του Νικόλα, τον χαιρέτησαν με το χέρι κι ένα βλέμμα που τα έλεγε όλα κι αγκαλιάζοντας σφιχτά το παιδί τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο τους.
– Μάρκο, έχω μείνει άφωνη. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσες να είσαι τόσο, υπεύθυνος, ψύχραιμος και αποτελεσματικός σε μια τόσο σοβαρή κατάσταση. Την πήρες στα χέρια σου, όλη την ευθύνη πάνω σου κι έδωσες λύση, του είπε η Νάγια. Εμείς, θα περιμέναμε το ασθενοφόρο και ποιος ξέρει, τι μπορεί να είχε συμβεί μέχρι να φτάσει στο χώρο.
-Τότε, ίσως να ήθελες να επανορθώσεις γι’ αυτή την κακή σου εκτίμηση για μένα, με ένα ποτό, απόψε; απάντησε γελώντας παιχνιδιάρικα, ο γνωστός Μάρκος!
-Α, τώρα είσαι ο Μάρκος που γνωρίζω καλά, απάντησε η Νάγια γελώντας και δίνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο, μπήκε κι εκείνη στο μαύρο τζιπάκι της κι έβαλε μπροστά τη μηχανή.
Ο χώρος είχε αρχίσει να αδειάζει σιγά – σιγά.
Κι η ζωή συνέχισε τη ρότα της.

