Άη Στράτης, το νησί μου!
Ο Άη Στράτης είναι το νησί μου κι είναι το πιο όμορφο όλων! Ο κάποτε τόπος εξορίας, είναι τώρα παράδεισος διακοπών για όσους θέλουν κάτι χαλαρό και ήρεμο, ανεπιτήδευτο και αυθεντικό, να γαληνέψουν, να ξεκουραστούν και να φορτίσουν μπαταρίες.
Αυτό το μικρό νησάκι του Βορειοανατολικού Αιγαίου, αγκαλιασμένο από τον μπλε, βαθύ μπλε, ωκεανό, είναι το “my happy place”, το ησυχαστήριό μου, ο τόπος που ξεκουράζω ψυχή και σώμα. Κολυμπάω στα πεντακάθαρα, ελαφρώς παγωμένα, νερά του κι «αδειάζω», χαλαρώνω, ευτυχώ.
«Πού θα πας διακοπές; Στο νησί; Πότε θα πας στο νησί; Έκλεισες εισιτήρια για το νησί; Έχουν μαζευτεί όλοι στο νησί κλπ» είναι η συζήτηση που έχει την τιμητική της με το που καλοκαιριάζει κι όλοι γνωρίζουμε σε ποιο νησί αναφερόμαστε.
Άγιος Ευστράτιος ή Άη Στράτης, το νησί.
Η πρώτη εικόνα που έχω στη μνήμη μου για το νησί, είναι μαγική και περιπετειώδης! Όταν ήμουν μικρό παιδί, το καράβι δεν έφτανε να δέσει ως το λιμάνι, προφανώς ήταν πολύ ρηχά τα νερά στο λιμανάκι του νησιού. Τι έκανε λοιπόν; Όταν έφτανε πολύ κοντά στο νησί, έριχνε άγκυρα στη μέση του ωκεανού. Ακριβώς, καλά κατάλαβες, έδενε μεσοπέλαγα.
Και τι γινόταν τότε;
Μικρές βάρκες και ψαροκάικα, ξεκινούσαν από το μικρό λιμανάκι και πλησίαζαν το μεγάλο καράβι, το «Ελλάς Εξπρές», με το όνομα. Μες τη μαύρη νύχτα που φωτιζόταν από το φεγγάρι και τα φώτα του νησιού, βαλίτσες πεταγόντουσαν από το καράβι στη βάρκα, όλο και κάποια πιθανά θα έκανε καμιά βουτιά, αν και προσωπικά δε θυμάμαι κάτι σχετικό, τα μωρά- παιδιά χέρι -χέρι βρισκόντουσαν από το πλοίο στο καϊκι κι οι υπόλοιποι απλώς πηδάγανε μέσα στις βάρκες που θα μας πήγαιναν στην ακτή.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι κανείς δε φοβόταν και δεν αγχωνόταν. Μικροί – μεγάλοι το θεωρούσαμε φυσιολογικό, αναμενόμενο κι αυτονόητο. Όλοι ήμασταν γελαστοί και χαρούμενοι, διότι οι διακοπές μόλις ξεκινούσαν!
Η δεύτερη εικόνα που ξεπηδάει απ’ τα κιτάπια της μνήμης μου είναι εγώ κι η Τζένια, παιδική φίλη μου στον Αη Στράτη, γύρω στα πέντε μας, να παίζουμε τις μικρές κυρίες στη χωμάτινη αυλή της γιαγιάς Ιφιγένειας, και να ετοιμάζουμε τσάι και χωμάτινες πίτες στις κούκλες μας.
Αχ, ωραία χρόνια!
Με το που έκλειναν τα σχολεία, ένα τσούρμο πιτσιρίκια ξεκινούσαμε για το νησί, στον παππού και τη γιαγιά μας. Από το νησί φεύγαμε, όταν έπρεπε να ξαναπάμε σχολείο. Καθόμασταν εκεί τρεις ολάκερους μήνες, συν – πλην, του καλοκαιριού και διακοπάραμε ασύστολα! Μπάνιο πρωί – απόγευμα στη θάλασσα, μετά τον καταναγκαστικό μεσημεριανό ύπνο και βουτιές από το μικρό λιμανάκι!! Εννοείται ότι μετρούσαμε πόσα μπάνια κάναμε, όπως και πόσα παγωτά φάγαμε!
Όσο και να χαζογκρινιάζαμε προς το τέλος Αυγούστου, ότι μείναμε τελευταίοι στο νησί και βαριόμαστε και πρέπει κι εμείς να φύγουμε επιτέλους, αν δεν έμπαινε Σεπτέμβρης, δεν ξεκουνούσαμε. Αν δε, δεν έπιανε το πλοίο λόγω καιρού -αργότερα που μεγάλωσε το λιμάνι κι ήταν αρκετά βαθιά για να πλησιάσει το πλοίο και σταμάτησε το κινηματογραφικό σκηνικό με τις βάρκες- εκεί να δεις χαρά που θα μέναμε περισσότερο στο νησί.
Η κάθε άφιξη κι αναχώρηση πλοίου ήταν γεγονός και πηγαίναμε όλοι στο λιμάνι να προϋπαντήσουμε τον φίλο και συγγενή που ήρθε ή να αποχαιρετίσουμε εκείνον που έφευγε. Ξένοι τουρίστες, γενικά, δεν υπήρχαν, μόνο κάποιοι πολύ μιλημένοι κι εκείνοι που κατέβαιναν κατα λάθος στο δικό μας λιμάνι αντί της Λήμνου.
Οι παρέες ήταν διαμορφωμένες ανά ηλικία. Όσοι π.χ. ήταν δύο -τρία χρόνια μεγαλύτεροι είχαν άλλη παρέα, ξεχωριστή από τις δική μας, ήταν «οι μεγάλοι», κι αυτό ίσχυε μέχρι και που τελείωσε το σχολείο, μπορεί και λίγο περισσότερο. Μετά που όλοι μεγαλώσαμε έγινε μια μείξη στις παρέες, τα δύο τρία τέσσερα χρόνια παραπάνω θεωρήθηκαν συνομήλικα κι η ηλικία έπαψε να είναι το βασικό κριτήριο.
Στο νησί δημιουργήθηκαν οι πρώτες παιδικές και μακροχρόνιες φιλίες, κάποιες κρατάνε γερά ως τώρα, εκεί κι οι πρώτοι έρωτες. Ακόμη και τα άτομα που δεν έχεις ιδιαίτερες συναναστροφές, αν κι όλοι λίγο πολύ συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο σ’ ένα λιλιπούτειο νησί που οι μισοί είναι συγγενείς μεταξύ τους, τα νιώθεις δικά σου.
Είναι δικοί σου άνθρωποι κι αν ακούσεις μια καλή είδηση για κάποιον Αγιοστρατίτη, φίλο σου ή όχι, θα χαρείς κι αν είναι κακή -μακριά από εμάς- θα λυπηθείς.
H Νουαζέτα στην παιδική χαρά…
Τότε λοιπόν που ήμουν παιδί, τρώγαμε παγωτά κάθε μέρα και παίρναμε σουβλάκι στου Τσιγγρικά ή στο καφενείο (που εκτελούσε και καθήκοντα ταβέρνας), κάναμε ποδήλατο στην κεντρική πλατεία και γύρω γύρω το νησί, σκαρφαλώναμε πανω στα δέντρα, κάναμε κούνιες και τσουλήθρα σε κάτι σκουριασμένες λαμαρίνες, που έκαιγε ο πισινός σου κι αν χτύπαγες, χρειαζόσουν αντιτετανικό ορό, παίζαμε λάστιχο κι ήμασταν πολύ ευτυχισμένα. Τα φουσκωτά κι οι παιδότοποι άλλωστε, δεν υπήρχαν ούτε στη σφαίρα της φαντασίας τότε!
Αργότερα, σαν έφηβοι, μπορούσαμε να φάμε πίτσα ή παγωτό στον Όμηρο, την pub του νησιού, που τότε βρισκόταν σε άλλη θέση από αυτή που βρίσκεται τώρα και να αράξουμε στο μπαράκι Βέλια, που τότε λεγόταν Βασίλισσα του λιμανιού. Πηγαίναμε έξω από το σπίτι του φίλου μας και φωνάζαμε απ’ έξω το όνομά του για να βγει να πάμε βόλτα. Ούτε κουδούνια, ούτε τηλέφωνα προηγουμένως για να δούμε αν ο φίλος ευκαιρεί.
Εμένα βέβαια η γιαγιά μου δε με άφηνε και πολύ να τριγυρνώ τα βράδια. Δεν ήταν θέμα ανησυχίας από άποψη ασφάλειας, ήταν απλά ότι το βράδυ με ήθελε στο σπίτι κι εγώ το φλωράκι υπάκουα, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά κυκλοφορούσαν και πιο αργά.
Σε κάθε περίπτωση, όσο με άφηνε κι εμένα, πήγαινα με την παρέα στην κεντρική πλατεία του νησιού που μαζεύονται και τώρα όλοι ή στην μπροστινή παραλία, εκεί στο τοιχάκι, αφού θα σκοτείνιαζε, εννοείται.
Θυμάμαι ότι αράζαμε και πάνω στα μπλόκια στο «μεγάλο» λιμάνι, που δεν ήταν τόσο μεγάλο, αλλά εμείς έτσι αναφερόμασταν σε αυτό. Θα μου πεις, αφού προσάραζε το πλοίο, μεγάλο ήταν, τουλάχιστον σε σχέση με πριν. Σε αυτά τα μπλόκια έδωσα και το πρώτο μου φιλί, το θυμάμαι σαν τώρα. Αποτυχία ήταν, παρόλες τις οδηγίες που είχα πάρει από τις φίλες μου, αλλά με τόσο άγχος που είχα και πάλι καλά να λέω.
Εκτός από την μπροστινή παραλία στην οποία αράζαμε και πρωί και βράδυ, πηγαίναμε και στις άλλες παραλίες του νησιού, στις οποίες τότε πήγαινες μόνο ποδαράτο σε δύσβατα μονοπάτια ή με κάποια βάρκα. Τότε δεν υπήρχαν καν χωματόδρομοι γι’ αυτοκίνητα και λογικό γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στο νησί. Το πρώτο αυτοκίνητο γεμάτο συμπράγκαλα, ο μόνος λόγος να έρθεις με αυτοκίνητο στο νησί, εμφανίστηκε όταν το καράβι άρχισε να δένει στο «μεγάλο» λιμάνι.
Πηγαίναμε εκδρομές λοιπόν για μπάνιο, στον Αγ Δημήτριο, τη Τρυπητή, το Φτελιό, το Λυδαριό. Το αγαπημένο Αλονίτσι, με την απέραντη παραλία, τα κρινάκια και τη γνωστή γερακοφωλιά που όλοι έχουμε αφήσει το στίγμα μας, ήταν η πιο μακρινή παραλία και ήθελε αρκετή ώρα περπάτημα. Σ’ αυτήν την παραλία πολλές φορές μας πήγε ο παππούς μου ως παιδιά, πάνω σε ένα γαιδουράκι, για να μην περπατάμε άπειρα.
Είχαμε μαζί μας νερό, φρούτα, διάφορα ψιψιψίνια και ψιψιψόνια, τα οποία παρεμπιπτόντως μπορούσες να τα αγοράσεις από τα τότε δύο σούπερ παντοπωλεία του νησιού, τον Χαράλαμπο (τα πρώτα χρόνια είχε το μονοπώλιο ως το μοναδικό «σούπερ μάρκετ» του νησιού) ή τον Μουστάκα κι αν δεν είχες χρήματα πάνω σου, τα σημείωναν στο τεφτέρι και τα πλήρωνες άλλη μέρα.
Αυτά κι ένα κασσετοφωνάκι ήταν υπεραρκετά για να ξεκινήσουμε πρωί – πρωί , όλο γέλια και χαρές, για κάποια από τις παραπάνω παραλίες, χωρίς κινητά και χωρίς κάποιος μεγάλος, γονιός ή παππουδογιαγιά να μπορεί να ελέγξει ακριβώς που ήμαστε ή τι ωρα θα επιστρέψουμε. Αλλά όλα cool, δεκαετίες ’80-’90, όποιος τις έχει ζήσει καταλαβαίνει τι λέω.
Βέβαια, όπως σου είπα και παραπάνω, η δικιά μου γιαγιά συγκεκριμένα, η δυναμική Ευτέρπη, cool ήταν μόνο τη μέρα, που ακόμα και τότε πάντα είχα ένα έλεγχο παραπάνω από τα υπόλοιπα παιδιά.
Μου είχε πει ότι με το που ανάβουν τα φώτα του νησιού, θα πρέπει να γυρίζω σπίτι κι αυτό έκανα, γιατί άλλο παιδί -μετέπειτα ενήλικα- που να κάνει ό,τι του λένε και να ακολουθεί αδιαμαρτύρητα κανόνες, δεν πρέπει να ‘χει ματαξαναυπάρξει.
Ένας λόγος που χαίρομαι που η κόρη μου είναι ατίθαση, είναι αυτός. Που δεν είναι φλωράκι σαν τη μαμά της.
Που λες, ξαναγυρίζω στην ώρα που έπρεπε να επιστρέψω σπίτι, η οποία ώρα ήταν γύρω στις 21.00, που λέει κι ο γιος μου, κι ήταν ή ώρα που τα πιο πολλά παιδιά της παρέας μου βγαίνανε έξω και δεν μπαίνανε έσω.
Κάποιοι γυρνούσαν απ’ την παραλία εκείνη την ώρα. Όπως καταλαβαίνεις, η γιαγιά μου μου χαλούσε τη βραδινή διασκέδαση, στην οποία δεν μπορούσα να συμμετέχω, εκτός κι αν ήταν δεκαπενταύγουστος, οπότε χατιρικά, μπορούσα να αργήσω, αφού θα ήμουν στο πανηγύρι της Παναγίας.
Όπως έλεγε τότε γενικά για τις βραδινές εξόδους, «όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί» και «τι λέτε όλη μέρα που δε σας φτάνει και θέλετε και τη νύχτα»! Κι ο παππούς μου ο Αντώνης όμως, ποτέ του δε χώνεψε, αργότερα δηλαδή που μεγαλώσαμε πολύ και δε ζητούσαμε άδεια, ότι ερχόμασταν κάθε μέρα το ξημέρωμα και αντί να σηκωθούμε πρωί, όπως κάνουν οι σωστοί άνθρωποι, ξυπνούσαμε μεσημέρι.
Όπου μεσημέρι εννοούμε 12.00-12.30. Αυτή είναι η επίσημη ώρα για μεσημεριανό φαγητό στον Αη Στράτη, τουλάχιστον για τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας. Σαν τους Άγγλους, ένα πράγμα.
Γενικά, δε με έλεγες και το πιο δημοφιλές άτομο στο νησί, εκεί ειδικά, γύρω στην εφηβεία. Ήμουν κι ασχημόπαπο, δεν κυκλοφορούσα κι όπως οι υπόλοιποι, ήμουν υπερβολικά συνεσταλμένη και μαζεμένη, ε, δε θες και άλλους λόγους, για να μην είσαι κι η πρώτη επιλογή. Πάντως, ήμουν μέρος και μέλος μιας πολύ μεγάλης παρέας και τα θυμάμαι τα νεαρά μου χρόνια με νοσταλγία και χαμόγελο.
Αργότερα, μετά τα είκοσι, που ομόρφυνα ξαφνικά κι άρχισα να φέρνω και φίλες από την Αθήνα, οι οποίες φίλες μου πάντα ήταν το δυνατό μου σημείο, όπως ο Σαμψών είχε τα μαλλιά του και δίπλα τους ένιωθα άτρωτη, απέκτησα μια άλφα αυτοπεποίθηση κι όλα γίνανε ακόμη πιο όμορφα!
Τα χρόνια όμως περνούσαν και το καλοκαίρι για τη «σειρά μου» δεν κρατούσε πια τρεις μήνες. ‘Όλοι αποκτήσαμε υποχρεώσεις, δουλειές, κι αργότερα, τις δικές μας οικογένειες, παιδιά, σκυλιά, γατιά και δεν μπορούσαμε να περνάμε τόσο πολύ χρόνο στον Άη Στράτη, όπως όταν ήμασταν παιδιά.
Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει καλοκαίρι που να μην έχω πάει στο νησί, πλην τα δύο καλοκαίρια που ήμουν έγκυος επτά μηνών και δε με άφησαν να πάω κάπου «τόσο μακριά, με θάλασσα ανάμεσα στο μαιευτήριο και σε σένα». Μπορεί να πήγαινα κι αλλού, Πάρο, Μύκονο κ.λ.π., αλλά στον Άη Στράτη θα κατέληγα πριν τελειώσει η καλοκαιρινή μου άδεια και ξαναπιάσω δουλειά.
Δε θα ξεχάσω εκείνο το καλοκαίρι που είχα πάει Κέρκυρα και στο καπάκι Αη Στράτη, που βρίσκεται στην άλλη άκρη του ωκεανού. Από Ιόνιο Πέλαγος στο Αιγαίο Πέλαγος. Έφτασα στο νησί μπουσουλώντας απ’ την κούραση του διήμερου ταξιδιού κι η γιαγιά μας περίμενε κλασσικά έχοντας φτιάξει μπουρεκάκια με κιμά! Τη νούμερο ένα σπεσιαλιτέ της και παραδοσιακό έδεσμα του νησιού.
Ο παππούς κι η γιαγιά, πάντα με ρωτούσαν τι θέλω να μου ετοιμάσουν για την πρώτη μου μέρα στο νησί: «μακαρόνια με κιμά ή ψαρόσουπα». Τα δύο αγαπημένα μου φαγητά, όπου μπορούσα να αδειάσω κατσαρόλες! Ο παππούς μου πάντα χαιρόταν να με βλέπει να τρώω, σε αντίθεση με τον τσιλιβήθρα αδερφό μου που έτρωγε ελάχιστα και του λέγε: «κορόιδο χοντρέ» και «το βλέπεις αυτό; (μια μπουκιά/πιρουνιά από όποιο φαγητό είχαμε μπροστά μας) Δε θα το ξαναδείς»!
Κάπου εδώ να πω ότι εννοείται ότι η ψαρόσουπα είναι καλοκαιρινό πιάτο, για να μην πω ότι θεωρείται κι επίσημο του νησιού. Ήταν κι ένα από τα εσωτερικά μας αστειάκια «τι θα φάτε σήμερα; Ψάρια τηγανητά, ψαρόσουπα ή ψάρια στο φούρνο;»
Τι άλλο μου έρχεται τώρα στο μυαλό; Μερικά σκόρπια ειναι τα εξής:
- Το διάβασμα για το πτυχίο lower που κάναμε στο νησί με την Τζένια και το θρυλικό πλέον εσωτερικό μας αστείο “to the liman”,
- Ο στολισμός του Επιταφίου κι εγώ ντυμένη μυροφόρα να ραίνω
- Το πανήγυρι του Σταυρού, όπου διανυκτερεύαμε κιόλας κατάχαμα εκεί με κάναν υπνόσακο, μεγάλο βήμα για εμένα το φοβισμένο μυρμηγκάκι
- Η «μπέρτα -μουστάκι», που έχει συγκεκριμένες παραλήπτριες και μόνο αυτές θα το καταλάβουν
- Η λακ και τα μαλλιά κοκοράκι
- Η αποβίβαση στο νησί κάποιων προσκόπων. Εκείνοι μου έμαθαν το I love rock and roll, της Joan Jett
- Να κρύβεσαι να μην καταλάβει κανείς μεγάλος τον καλοκαιρινό σου έρωτα
- Τίνος είσαι εσύ (έχει εκλείψει τώρα αυτό και πολύ μου λείπει)
- Τσ διαβόλ
- Τις πετρούκλες στο Αρκάρι
- Τις βουτιές στον μπούμπουνα
- Το μπάσκετ στο μικρό γηπεδάκι στην παραλία, τα αυτοσχέδια «γήπεδα» μπιτς βόλεϊ στην μπροστινή παραλία και ρακέτες
- Και πολλά άλλα που δεν μπορώ να αποκαλύψω και θα τα κρατήσουμε δικά μας, όσοι τα ζήσαμε. Ομερτά. What happens in Aistratis, stays in Aistratis.
Τώρα το νησί μας και μεγάλο, αληθινά μεγάλο, ολοκαίνουριο λιμάνι έχει, κι αρκετές επιλογές να φας και να πιείς και να κοιμηθείς.
Την πρώτη φορά που κατέβηκα από το πλοίο και μύρισα κάτι σαν φρεσκοψημένη τυρόπιτα, έπαθα πλάκα. Ήταν η χρονιά που άνοιξε το Ροδοκάλι κι έκτοτε το νησί απέκτησε το μικρό φούρνο-ζαχαροπλαστείο που ήταν απαραίτητο!
Επίσης, υπάρχουν αρκετές επιλογές διαμονής. Παλιά, υπήρχε μόνο το όμορφο και προσεγμένο ξενοδοχείο της Τζούλιας με την υπέροχη θέα. Τώρα, λόγω των τουριστών που χρόνο με το χρόνο αυξάνονται, υπάρχουν κι άλλα καταλύματα, τα οποία είναι περιζήτητα και γι’ αυτό όποιος θέλει να βρει στέγη, πρέπει να τηλεφωνήσει εγκαίρως.
Είναι πάρα πολύ συγκινητικό που εκεί που πέρασα τα ωραιότερα καλοκαίρια σαν παιδί, τώρα παίζουν στα ίδια σημεία και κολυμπάνε στα ίδια νερά τα παιδιά μου.
Κι είναι επίσης συγκινητικό που η τότε παιδική παρέα, έχει αποκτήσει παιδιά που παίζουν μεταξύ τους, όπως οι γονείς τους παίζανε μερικές δεκαετίες νωρίτερα.
Φαντάζομαι ότι αυτό θα το λέγανε κι οι γονείς, οι παππούδες κλπ όλων μας κι ότι θα το λένε και τα παιδιά των παιδιών μας, μια και το νησί ειναι άκρως οικογενειακόν.
Άντε να πάμε και φέτος με τη νουαζετοοικογένεια, να φάμε φρέσκο ψαράκι και κάνα αστακό στη Βεράντα ή στον Αρτεμώνα και να ξεχάσουμε για λίγο την Αθήνα, τις δουλειές, τα γραφεία, τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις. Να πάμε σε κάποια από τις αμμουδερές παραλίες, τις απάτητες σχεδόν, τις ερημικές, να κολυμπήσουμε οι δυο μας μόνο με το φουντούκι και την καραμελίτσα ή και σκέτο οι δυο μας!
Να αράξουμε σε κάποιο από τα τραπεζάκια μπροστά στο γραφικό πανέμορφο λιμανάκι που αράζουν οι βαρκούλες, να χαθεί το βλέμμα στο ηλιοβασίλεμα, να πιούμε την μπιρίτσα μας κι να δούμε τις αγαπημένες μας σειρές στο λαπτοπ. Πέρυσι είδαμε το “Game of Thrones”, δίπλα στο κύμα, όσο ο γιος μας έτρεχε με τα άλλα παιδάκια παντελώς ελεύθερος κινήσεων, κι έπιανε καβούρια και ψάρια με αυτοσχέδια καλάμια.
Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά, άλλωστε σχεδόν 40 χρόνια πάω εκεί, αλλά μετά πάμε για βιβλίο κι όχι για ανάρτηση σε blog.
Θα κλείσω την ανάρτηση με το εξής:
Για μένα ο Αγιοστράτης (μία λέξη) είναι κομμάτι του εαυτού μου και «φωνάζει» «παππού και γιαγιά» κι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ. Και πάρα πολύ χαίρομαι που ο άντρας μου το αγαπάει και του έχει κάνει τρελό κλικ, σε βαθμό που αναφέρει σε όλους το νησί μου ως νησί του!
ΥΓ1. Αφιερωμένο σε όλους τους φίλους της παιδικής κι εφηβικής μου ηλικίας: Τζένια, Δέσποινα, Ζωή 1, Ζωή 2, Λένα, Έφη κι Άντζελα, Άννα, Ευδοκία, Γιώργο Κ., Αγαπητό, Γιάννο, Νίκο Γ., Λυμπέρη και Γιάννη, Dimi, Αντώνη και Μπέτυ, Αθηνά, Πανταζή, Μαρία Ι., Μενέλαο. Αν ξέχασα κατά λάθος κανέναν, που σίγουρα ξεχνάω γιατί ήμασταν πολύ περισσότεροι, ας με συγχωρήσει. Ου γαρ το γήρας έρχεται μόνον και κερνάω μια μπίρα στο νησί μας!
ΥΓ2. Για το νησί μου μπορείς να διαβάσεις και το άρθρο μου στο e-motions.gr
ΥΓ3. CREDITS για την υπέροχη φωτογραφία του παππού και της γιαγιάς μας, στον εγγονό τους και αδερφό μου, Αντώνη Ακριτόπουλο!