Ο Ρούντολφ επαναστάτησε
-Ρουυυντολφ, Ρουυυυυυυυντολφ, πού είσαι τα ελάφια μου μέσα; μουρμούρησε με εκνευρισμό ο Σοκολατάκης, το αγχώδες Αρχιξωτικό του Άγιου Βασίλη.
Μέσα στα καθήκοντά του ήταν η μεταφορά του σάκου με τα δώρα προς το τεράστιο πορτ μπαγκάζ του γυαλιστερού ελκήθρου και να παίρνει παρουσίες από τους ταράνδους, ότι είναι όλοι στη θέση τους.
Στη συνέχεια, μέσω γουόκι τόκι, φώναζε τον Άγιο Βασίλη να κατέβει από τα ενδότερα και έδινε το σφύριγμα εκκίνησης του ελκήθρου.
Το άγχος του αυτή τη στιγμή είχε χτυπήσει κόκκινο, γιατί ο Ρούντολφ, το ελάφι που έδειχνε τον δρόμο στους ταράνδους που πετούσαν το πολύτιμο έλκηθρο, ήταν εξαφανισμένος από το πρωί.
Είχε πολλά νεύρα μαζί του που ξαφνικά κι από το πουθενά, από υπάκουος και βολικός έγινε αντιδραστικός και του δημιουργούσε πρόβλημα την τελευταία στιγμή.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ο Ρούντολφ εδώ και πολύ καιρό του είχε ζητήσει να δει τον Άγιο Βασίλη για να τον απαλλάξει από τη νυχτερινή βόλτα μοιρασιάς δώρων κι εκείνος το είχε αμελήσει και δεν του είχε κλείσει το ραντεβού.
Δεν το είχε αμελήσει ακριβώς, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Απλώς να, ο Άγιος Βασίλης θα θεωρούσε δίκαιο το αίτημα και θα του έλεγε να βρει κάποιον άλλο να τον αντικαταστήσει κι αν δε θέλουμε να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλο μας, αυτό θα τον δυσκόλευε πολύ, διότι κανείς δε θα ήθελε τη συγκεκριμένη βάρδια.
Όλοι θα βρίσκανε δικαιολογίες για να το αποφύγουν, θα γινόταν αναταραχή και φασαρία και αφενός δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, αφετέρου είχε και καλύτερα πράγματα να κάνει από το να ψάχνει τον απρόθυμο αντικαταστάτη του Ρούντολφ.
Έπειτα, ο Ρούντολφ ήταν ο καλύτερος γι’ αυτή τη δουλειά και θα είχαν όλοι τους το κεφάλι τους ήσυχο. Γιατί να βάλουν κάποιον άλλο και να έχουν την έγνοια του μπέρδεψε τον δρόμο, δεν τον μπέρδεψε, σταμάτησε σε όλα τα σπίτια, προσπέρασε κανένα, κ.ο.κ. Γενικά, τις φοβόταν τις αλλαγές, άσε που ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις.
Γι’ αυτό, είχε πάρει την απόφαση να αγνοήσει την επιθυμία του Ρούντολφ, αποφεύγοντάς τον μέχρι την ημέρα που ο Άγιος Βασίλης θα ξεκινούσε για το καθιερωμένο ταξίδι του πάνω από τη γη.
Αναγκαστικά τότε θα πήγαινε μαζί του. Θα τον έφερνε προ τετελεσμένου γεγονότος. Τι θα μπορούσε να κάνει; Να κακοκαρδίσει τον αγαπημένο Άγιο όλων τους; Με τίποτα!
Ήταν τόσο καλόκαρδο και πάντα πρόθυμο αυτό το ελάφι, ποτέ δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα. Ακόμα κι όταν πήγαινε να διαφωνήσει σε κάτι, εύκολα μπορούσε κανείς να το τουμπάρει, ήταν εύκολα χειραγωγήσιμο.
Επαναπαύθηκε λοιπόν στο σιγουράκι, τον δεδομένο Ρούντολφ. Πίστευε ότι πιο πιθανό ήταν να λιώσουν οι πάγοι, παρά να επαναστατήσει το πιο προβλέψιμο ελάφι σε όλο τον Βόρειο Πόλο.
Να όμως που έγινε το απίστευτο και τώρα ο Σοκολατάκης, τελευταία στιγμή, έτρεχε και δεν έφτανε. Άντε να τον βρει τώρα τον Φαντομά, που λες κι άνοιξε ο Βόρειος Πόλος και τον κατάπιε.
-Ρουυυυντολφ, συνέχισε να φωνάζει το όνομά του ελαφιού, ψάχνοντάς το. Προχωρούσε και προσεχτικά κοιτούσε και κοιτούσε και προσεχτικά προχωρούσε, σφυρίζοντας με τη χρωματιστή σφυρίχτρα του μελωδικές ξωτικένιες νότες. Εκείνες κρυστάλλωναν βγαίνοντας από τη σφυρίχτρα και μένανε έτσι πολύχρωμες και φωτεινές στον αέρα, σαν μικρά φωτάκια να φέγγουν στον Σοκολατάκη που χωνόταν ολοένα και πιο βαθιά στο δάσος!
Η φωνή του έφτασε μέχρι μια καλά κρυμμένη ελατοσπηλιά. Γύρω της είχε παγωμένα νόστιμα γλυκίσματα, από κουραμπιεδοθάμνους και μελομακαρονόχορτα, μέχρι στολισμένα με παγωτό χωνάκι έλατα. Στο εσωτερικό της κάθονταν αναπαυτικά στο χιόνι ο Ρούντολφ με τον φίλο του τον Κάρμελ, τον πολικό αρκούδο.
– Δε θα του απαντήσεις; τον ρώτησε ο Κάρμελ
– Με τίποτα. Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί. Έχει βρει τον… άντε μην πω τώρα ποιον, κάθε χρόνο να οδηγεί το έλκηθρο. Κάθε πέρυσι είχα βάρδια την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τέλος, φέτος θα αράξω.
Καταρχάς, εδώ και τετρακόσια είκοσι οχτώ κι ένα τέταρτο χρόνια που γίνεται αυτή η διαδρομή, οι τάρανδοι θα έπρεπε να έχουν μάθει να πηγαίνουν με κλειστά τα μάτια, να μη χρειάζονται οδηγό.
Έπειτα, ο Άγιος Βασίλης θα μπορούσε νας ζητήσει από κάνα ξωτικό να του φτιάξει ένα τζι πι ες, να μην έχει έγνοια.
– Κοίτα, έχεις ένα δίκιο αλλά αφού ξέρεις, ο Μπίλυ δεν πολυγουστάρει την τεχνολογία, είναι παραδοσιακός τύπος. Έπρεπε να του το πεις όμως… είναι λογικός και ο πιο καλός απ’ όλους, δε θα σου χαλούσε το χατήρι.
– Προσπάθησα αλλά δεν ήθελα να αγνοήσω την ιεραρχία. Ζήτησα ραντεβού από τον Σοκολατάκη, και με πήγαινε από αύριο σε αύριο! Και “κάτσε να δω την ατζέντα” και “τώρα λείπει”, “τώρα επιθεωρεί τα δώρα”, “τώρα τσεκάρει τα ονόματα στη λίστα”, φτάσαμε στο σήμερα. Άστον τώρα να κουρεύεται!
– Εντάξει Ρούντι, πάω πάσο.
Οι δύο φίλοι άραξαν και συνέχισαν να συζητάνε για διάφορα θέματα, τρώγοντας το ένα παγωμένο γλύκισμα μετά το άλλο. Κουβέντιασαν για τα σχέδιά τους για τη νέα χρονιά, τα όνειρά τους και πόσο τυχεροί ήταν που είχαν βρει το ταίρι τους.
Στενοχωριόντουσαν για τον φίλο τους τον μονόδοντο φάλαινο που αγαπούσε την αρκτική αλεπού κι ενώ αυτή αδιαφορούσε πλήρως, εκείνος εκεί, επέμενε κι υπόμενε.
Τους είχε πει ότι σχεδίαζε να της πάει δώρο δύο εισιτήρια καρφιτσωμένα στο μονόδοντό του για την Πάγολαντ, που ειδικά αυτήν την εποχή είχε φανταστικό καιρό, μείον τριάντα δύο και μισό βαθμούς!
Εκείνη σίγουρα θα του έλεγε για ακόμη μία φορά ότι δεν ταιριάζουν κι η νέα χρονιά θα έβρισκε τον φίλο τους να κλαίει με καυτά δάκρυα λιώνοντας τους πάγους γύρω του και καταστρέφοντας το σπίτι του.
Εν τω μεταξύ, η φωνή του Σοκολατάκη, έφτανε συχνά – πυκνά στ’ αυτιά τους. Ο Κάρμελ τον λυπόταν λίγο που περιπλανιόταν μοναχός του μες τα σκοτάδια. Μεγάλο χουνέρι το αποψινό για το συγκεντρωτικό και αγχώδες αρχιξωτικό που ήθελε να τα έχει όλα υπό τον έλεγχό του.
Κι ο Ρούντολφ δε χαιρόταν που ο ίδιος γινόταν η αιτία να νιώθει κάποιος άλλος άσχημα, αλλά ένιωθε αδικημένος. Είχε κάνει πολλή υπομονή για πολλά χρόνια και παρέμενε σταθερός στην απόφασή του.
Ξαφνικά, ο Κάρμελ πετάχτηκε πάνω.
-Καλέ πέρασε η ώρα, πόσα παγωτά φάγαμε ρε; Το τσακίσαμε το παγωτόέλατο και θα με τσακίσουν κι εμένα στο σπίτι, έπεσε σοκολάτα πάνω στην άσπρη γούνα μου και άντε καθάρισε την τώρα. Φεύγω, εσύ τελικά τι θα κάνεις;
-Θα πάω στο κορίτσι μου φίλε. Εκείνη θα νομίζει ότι κλασσικά οδηγώ το πρωτοχρονιάτικο έλκηθρο αλωνίζοντας όλη τη γη κι εγώ θα χτυπήσω την πόρτα της, θα ανοίξει και θα με δει μπροστά της.
Θα πετάξει από τη χαρά της που δεν θα πετάξω απόψε για τα δώρα.
-Έγινε φίλε μου, να περάσετε μια τέλεια παραμονή και να χετε μια χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά!
Οι δύο φίλοι αποχαιρετίστηκαν κι ο Ρούντολφ πήρε το δρόμο για το σπίτι της ελαφίνας του. Προχωρώντας άρχισε να σκέφτεται κι όπως πάντα, όταν σκεφτόταν πολύ, χωνόταν σε βαθιά, δαιδαλώδη μονοπάτια της σκέψης του και χανόταν εκεί μέσα.
Και τι θα γίνει και πόσο θα απογοητευθεί ο Άγιος Βασίλης και λες να μην πάρουν τα παιδιά δώρα και μήπως να είναι παρτάκιας που σκέφτεται να πάει να αράξει σπίτι του κι η μία σκέψη έφερε την άλλη μέχρι που σχημάτισαν έναν πολύπλοκο λαβύρινθο με εκείνον στο επίκεντρο.
«Μη σκέφτεσαι τόσο πολύ, ζήσε»! Πρόσταξε σχεδόν τον εαυτό του. «Άσπρισαν σχεδόν τα κέρατα σου, δικαιούσαι κι εσύ να περάσεις μια φορά την αλλαγή της χρονιάς με το κορίτσι σου».
Τι έλεγε εκείνο το βιβλίο που ξέχασε στο ιγκλού ο τουρίστας που είχε έρθει πέρυσι στην Αλάσκα; «Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή. Κατάλαβέ το όσο την έχεις».
Ο Ρούντολφ το είχε διαβάσει μέσα σε μία νύχτα κι είχε επηρεαστεί πολύ. Ο συγγραφέας Τσαρλς Μπουκόφσκι, μίλησε στην ελαφίσια καρδιά του. Τότε πήρε την απόφαση να κοιτάξει και λίγο τον εαυτό του και να διεκδικήσει τα «θέλω του»
Κι αυτό που ήθελε ήταν δίκαιο. Ήθελε ρεπό. Ήθελε να βρεθεί κάποιος να τον αντικαταστήσει αυτή τη νύχτα. Να μείνει μια φορά κι αυτός στη φωλίτσα του και να μην πάει ταξίδι. Δεν ήταν το μοναδικό ελάφι σε όλο τον Βόρειο Πόλο. Γιατί να είναι αυτός πάντα η εύκολη λύση;
Απορροφημένος στις σκέψεις του αναπήδησε όταν άκουσε τη φωνή του Σοκολατάκη.
-Σε βρήκα!
-Πώς με βρήκατε; Ο Κάρμελ σας είπε ότι ήμουν σε αυτήν την περιοχή;
-Όχι, έχω αλωνίσει όλη την Αλάσκα, μου τελείωσε κι η σφυρίχτρα σφυρίζοντας τόσες ώρες. Η κόκκινη μύτη σου που φωσφορίζει στο σκοτάδι με οδήγησε σε εσένα.
-Κύριε Σοκολατάκη, δε θα έρθω στη δώρο-μοιρασιά φέτος. Θέλω να μείνω με τους δικούς μου ανθρώπους και να γιορτάσω την αλλαγή της χρονιάς.
-Μπορείς να μου πεις γιατί φέρεσαι τόσο εγωιστικά; Πόσο ο εαυτούλης σου είσαι τελικά ρε ελάφι; Μ’ αρέσει που είσαι κι ο αγαπημένος του Άγιου Βασίλη. Πώς αντέχεις να τον απογοητεύσεις; Και καλά αυτόν, είναι μεγάλος άντρας πια, αλλά τα παιδιά όλου του κόσμου;
– Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι, αλλά εδώ και τετρακόσια είκοσι οχτώ κι ένα τέταρτο χρόνια δεν έχω πάρει ένα ρεπό και…
– Να αναλάβεις και φέτος τις ευθύνες σου και του χρόνου θα δούμε τι θα γίνει, κάτι θα κάνουμε, τον διέκοψε το αρχιξωτικό
– Δε θέλω άλλα «θα» κύριε Σοκολατάκη… Λυπάμαι έχω πάρει την απόφασή μου…
– Ρούντολφ, βάζεις τις ανάγκες σου πάνω από τις ανάγκες όλων των παιδιών που προσμένουν αυτή τη μέρα πώς και πώς, θα κλαίνε, θα σταματήσουν να πιστεύουν στη μαγεία, θα χαλάσεις το μύθο του Άγιου Βασίλη…
Ο Σοκολατάκης τον βομβάρδιζε με ενοχές ασταμάτητα γιατί δεν είχε και πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Η κλεψύδρα που κρατούσε και κοιτούσε με αγωνία κάθε πέντε ξωτικοδευτερόλεπτα, κόντευε να αδειάσει.
Έπρεπε γρήγορα να επαναφέρει το ελάφι στις εργοστασιακές πειθήνιες και καταφατικές του ρυθμίσεις, για να διακτινιστεί αμέσως στη θέση του, μπροστά από το έλκηθρο.
Ώσπου ξαφνικά, ένας δυνατός αλλά γλυκός ήχος, συνοδευόμενος από κουδουνάκια που καμπάνιζαν τα κάλαντα, γέμισε όλη την Αλάσκα. Ο Σοκολατάκης έκοψε στη μέση αυτό που έλεγε και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά στον ουρανό. Το ίδιο έκανε κι ο Ρούντολφ!
Το έλκηθρο μαζί με τον Άγιο Βασίλη και τα δώρα βρισκόταν πάνω από τα κεφάλια τους.
-Χο χο χο, τους φώναξε εκείνος από ψηλά. Μην τσακώνεστε μέρα που είναι. Ρούντολφ, πήγαινε στο κορίτσι σου, έχεις άδεια φέτος κι εσύ Σοκολατάκη, φάε ένα σοκολατάκι να γλυκάνεις, όλα είναι υπό έλεγχο. Αφού σας βλέπω όταν κοιμάστε, σας βλέπω όταν είστε ξύπνιοι, όταν είστε σκανταλιάρηδες, ό,τι κι αν κάνετε, όπου κι αν είστε.
Πήρα τα μέτρα μου, εκσυγχρόνισα την πυξίδα μου και δείχνει τον ουράνιο δρόμο με τα τα πιο σύντομα αστεράτα μονοπάτια! Θα τελειώσω και νωρίτερα! Τα λέμε όταν γυρίσω!
Και με ένα τελευταίο χο-χο-χο, ο μπροστινός τάρανδος γκάζωσε και το έλκηθρο ξεκίνησε αφήνοντας πίσω του μια λαμπερή γραμμή από αστερόσκονη!