Όταν χάνεις το γονιό σου…
Όταν κάποιος χάνει το γονιό του, νιώθει σαν να του τραβήξανε ξαφνικά το χαλί κάτω από τα πόδια του.
Τον πόνο της απώλειας αυτής, μπορεί να τον καταλάβει μόνο κάποιος που έχει βιώσει την ίδια απώλεια. Μόνο. Όλοι οι άλλοι συμπάσχουν αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν ακριβώς.
Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει ο γονιός του αλλά ποτέ δεν είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, ακόμη κι άρρωστος να είναι ο πατέρας ή η μάνα του. Πόσο μάλλον όταν είναι νέος, δεν έχει θέμα υγείας και πιάνει την πέτρα και τη στύβει.
Το καλοκαίρι αυτό του 2018 είναι μαύρο. Δεν τα ήξερα έτσι εγώ τα καλοκαίρια. Αλλιώς τα ήξερα. Φωτεινά, χαρούμενα, ξεκούραστα κι ανέμελα. Όχι με δάκρυα, πόνο και απώλειες.
Αυτή τη φορά θα τον βιώσω τον πόνο της απώλειας.
Μικρή έχασα τους γονείς μου αλλά δεν αντιμετώπισα ποτέ αυτό το γεγονός, το κουκούλωσα γρήγορα γρήγορα, είπα θα ασχοληθώ κάποια στιγμή αργότερα μαζί του κι έτσι μου δημιούργησα πολλά προβλήματα στη ζωή μου. Είχα αυτό το «μη μάθει κανείς ότι πονάω, μη με λυπηθεί, μην προκαλέσω στεναχώρια στους γύρω μου να με βλέπουν θλιμμένη».
Βοήθησε σε αυτό ότι αμέσως μπήκα σε ένα περιβάλλον με αγάπη και θαλπωρή που με αγκάλιασε, βρέθηκα πάλι με μια μαμά και αδέρφια και πιάστηκα από αυτό και προσποιούμουν ότι όλα ήταν κανονικά και η ζωή συνεχίζεται κανονικά.
Τίποτα δεν είναι κανονικό, αν έχασες τη μάνα ή τον πατέρα σου, τίποτα δεν είναι ίδιο, ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι σου. Η ζωή συνεχίζεται κανονικά κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι όλα αυτά που λένε, αλλά για να γίνει αυτό, πρώτα πρέπει να βιώσεις τον πόνο.
Αυτή τη φορά χάσαμε τον μπαμπά του άντρα μου. Κι αυτή τη φορά δε θα προσποιηθώ ότι όλα είναι καλά και κανονικά.
Όλα είναι χάλια.
Ο άντρας μου κι ο αδερφός του έχασαν τον μπαμπά τους, τα παιδιά μου, ειδικά ο γιος μου που του είχε τρελή αδυναμία, τον παππού, η γυναίκα του τον άντρα που ήταν μαζί από παιδιά κι εγώ έχασα κάποιον που είχα σαν μπαμπά μου.
Κι όλα έγιναν ξαφνικά, σοκαριστικά ξαφνικά. Απροειδοποίητα και απροσδόκητα, τίποτα δε μας είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο.
Ο γιος μου, προσπαθεί το μικρό μου να καταλάβει τι ακριβώς έγινε και να το αποδεχθεί. Λέει και ξαναλέει σε ανύποπτες φάσεις ανάμεσα στο παιχνίδι του «έχασα τον παππού μου». Ενημερώνει όποιον βλέπει «ο παππούς μου πήγε στον ουρανό».
Επειδή δεν εξωτερικεύει εύκολα τις σκέψεις και τα συναισθήματα του προσπαθώ εγώ να τον κάνω να βγάλει ό,τι έχει μέσα του. Μου είπε «δεν τον χαιρέτησα τον παππού» και του πρότεινα να του γράψουμε ένα σημείωμα. Το ξεκινήσαμε αλλά δεν το τελειώσαμε γιατί προβληματίζεται πώς θα πάει το γράμμα στον ουρανό και αυτή η λογική του υπερβαίνει το συμβολισμό.
Χθες στο κρεβάτι μετά τα παραμύθια, έκανε ασυναίσθητα ένα μορφασμό στεναχώριας. Τον ρώτησα «σκέφτεσαι τον παππού;» και μου λέει «Ναι, σκέφτομαι ότι θα κλαίει τώρα εκεί μόνος του πάνω στον ουρανό, όλοι οι υπόλοιποι είμαστε εδώ». Τον διαβεβαίωσα ότι δεν κλαίει εκεί που είναι και ότι έχει πολύ καλή παρέα.
Όσο του τα λεγα αυτά έκλαιγα, χωρίς να προσπαθώ να κρύψω δάκρυα και του εξήγησα ότι εμείς μπορούμε να κλαίμε αν το θέλουμε, είναι «πολύ εντάξει» να κλαίμε γιατί είναι πολύ νωρίς και στενοχωριόμαστε και ότι εκφράζουμε έτσι τη λύπη μας και τη στενοχώρια μας.
Θέλω να εκφράσει το συναίσθημά του, τις σκέψεις του, τις απορίες του για τον παππού του, δίνοντάς του το χρόνο του βεβαίως. Κυρίως θέλω να ξέρει ότι μπορεί να το κάνει κι ότι αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο.
Αν νιώθει ότι θέλει να κλάψει αλλά φοβάται ή ντρέπεται ή δε θέλει να μας στενοχωρήσει, θέλω να ξέρει ότι μπορεί να το κάνει. Ότι μπορεί να εκφράζει αυτό που νιώθει, ό,τι κι αν είναι αυτό, με όποιον τρόπο.
Δε θέλω να του πω ότι όλα είναι καλά κι επειδή είναι παιδί να κάνουμε οικογενειακώς σαν να μη συνέβη τίποτα. Δε θέλω να προσπεράσει το παρόν στάδιο, να το κουκουλώσει, όπως έκανα εγώ μικρή, θέλω να το βιώσει για να το ξεπεράσει.
Χάσαμε τον παππού, που ήταν νέος, δυνατός και αναπόσπαστο κόμματι της καθημερινότητας μας. Μια τεράστια φτερούγα που κάλυπτε όλους όσους αγαπούσε, μας φρόντιζε, νιώθαμε σιγουριά που ήταν εκεί.
Τον αγαπούσαμε πολύ.
Αυτή τη στιγμή που με διαβάζεις, όποιος κι αν είσαι, πάρε τώρα αγκαλιά ή τηλέφωνο τους αγαπημένους σου ανθρώπους και πες τους ότι τους αγαπάς, ότι τους νοιάζεσαι κι ό,τι άλλο θέλεις να τους πεις. Να το ξέρουν κι ακόμα κι αν το ξέρουν ας το ξανακούσουν.
Τίποτα δεν είμαστε. Τη μία στιγμή είμαστε εδώ, μιλάμε, γελάμε, τσακωνόμαστε και την άλλη στιγμή είμαστε μια ανάμνηση, μια φωτογραφία σε κορνίζα.
Αντίο κ. Σάκη, σας αγαπούσα πολύ και θέλω να πιστεύω ότι σας το είχα δείξει κι ότι το ξέρατε.