Σαν το Πάσχα στο νησί, δεν έχει!
Κάτι με έπιασε σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, και αναπολώ το Πάσχα στο νησί μου.
Ίσως επειδή δεν έχω καταλάβει Πάσχα φέτος, όχι ότι έχω καταλάβει και τίποτα άλλο.
Εναλλάσσονται εποχές και γεγονότα, Καλοκαίρι, Χριστούγεννα, Επέτειοι Ανεξαρτησίας, τώρα Πάσχα, και δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτα μαντρωμένοι και με covid in the air.
Βάψαμε αυγά χθες, έστω και αργά, γιατί συνειδητοποίησα ότι τα παιδιά μου με αυτά και με εκείνα, στο τέλος δε θα έχουν ιδέα από τα έθιμά μας.
Γιατί, δε μετράει μόνο το να λες τα διάφορα στα παιδιά σου. Το ακουστικό ξεχνιέται, το βιωματικό ποτέ, κι ας περάσουν χρόνια.
Αλλιώς είναι να τους λες «Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφουμε κόκκινα αυγά» κι αλλιώς να τα βάφουν μαζί σου, να συμμετέχουν και τα ίδια στη διαδικασία.
Και φυσικά Πάσχα δεν είναι μόνο τα αυγά ή τα δώρα από τους νονούς.
Είναι τόσο ακόμα…και αυτά που αφορούν στο θρησκευτικό σκέλος, ως η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης αλλά και τα μηνύματα, οι συμβολισμοί, το συναίσθημα.
Εν τω μεταξύ, φέτος δε νήστεψα και αυτό δε θα άρεσε καθόλου στη γιαγιά μου.
Τουλάχιστον, η μικρή μου με τη δική της γιαγιά πήγαν μια γρήγορη στην εκκλησία για ένα κεράκι, με μάσκα εννοείται και κάθε προφύλαξη, και αυτό κάπως θα την ηρεμούσε.
Γεγονός είναι ότι τα παιδιά μου δεν έχουν ιδέα από τα Πάσχα που ζούσα εγώ στην ηλικία τους!
Τα περνούσα στο όμορφο ξεχωριστό νησί μου, με τον παππού και τη γιαγιά!
Εμείς τα παιδιά, εννοείται ότι νηστεύαμε.
Κάθετη η γιαγιά σε αυτό! Καλά όχι κι όλες τις ημέρες, προς το τέλος, δυο – τρεις μέρες κι αυτό για να κοινωνήσουμε.
Εν τω μεταξύ, εκείνες τις τρεις μέρες μας έπιανε η λύσσα να φάμε τα κρουασάν και τις σοκολάτες όλου του κόσμου!
Το ταχίνι με μέλι πάνω στο ψωμί που μας έφτιαχνε η γιαγιά όμως, ήταν εξίσου λαχταριστά καi μας συγκρατούσαν!
Ταχίνι και μέλι μαζί έχουν γεύση χαλβά, για όποιον δε γνωρίζει!
Η γιαγιά φυσικά, τα έκανε όλα όπως έπρεπε, by the book που λέμε.
Τα καντηλάκια, τα κεράκια, έψελνε στην εκκλησία, και είχε τόσο ωραία φωνή, τα χρήματα στο παγκάρι και τον δίσκο.
Στη μετατροπή από δραχμή σε ευρώ, πρέπει να έγινε πάρτι. Θυμάμαι τον παρακάτω διάλογο μεταξύ γιαγιάς – παππού:
-Βρε Αντώνη, μόνο 5 ευρώ θα δώσω στο παγκάρι;
-Βρε Ευτερπάκι μου, ξέρεις πόσες δραχμές είναι τα 5 ευρώ;
Ο παππούς δεν πίστευε θεωρητικά, αλλά η σκέψη κι οι πράξεις του ήταν όλες αυτές που πρέπει να έχει ένας καλός χριστιανός.
Ένας καλός άνθρωπος βασικά.
Τη συνόδευε εννοείται στην Ανάσταση, αλλά καθόταν απέξω.
Όταν ανέβαινε στα βουνά κι έβρισκε εκκλησάκι, καθάριζε τα καντήλια, τα άναβε και συνομιλούσε στον Άγιο. Πχ:
«Γιώργη μου δεν πιστεύω, αλλά αφού η γυναίκα μου πιστεύει, θα φροντίσω το εκκλησάκι σου».
Έλεγα προηγουμένως, ότι νηστεύαμε τις τελευταίες μέρες για να κοινωνήσουμε.
“Όταν ακούσετε την τρίτη (νομίζω) καμπάνα”, μας έλεγε η γιαγιά, βάζετε τα καλά σας και έρχεστε”.
Πάντα είχα και καλά ρούχα στη βαλίτσα για την εκκλησία, dress code που να αρέσει στη γιαγιά μου!
Το είχα άγχος μη με πάρει ο ύπνος και δεν ακούσω. Με το πρώτο ντιν -νταν που ακούγαμε, χωρίς να είμαστε σίγουροι ποιο νούμερο ήταν, τρέχαμε και τη βρίσκαμε μέσα στην εκκλησία. Είχε συγκεκριμένο σημείο που καθόταν! Πάντα Ρεζερβέ!
Την υπόλοιπη μέρα προσέχαμε μη χτυπήσουμε και τρέξει αίμα και «φύγει το αίμα του Χριστού». Παίζαμε προσεχτικά, σκαρφαλώναμε προσεχτικά, όλα προσεχτικά τα κάναμε!
Μαζεύαμε λουλούδια και στολίζαμε τον επιτάφιο –εγώ σπάνια, ομολογώ- κι ακόμα θεωρώ ότι η εκκλησία του Αη Στράτη έχει τον πιο όμορφο Επιτάφιο.
Αυτό που έκανα πάντα, κάθε Πάσχα ανελλιπώς, ήταν να ντυθώ μυροφόρα. Εποχή δημοτικού, έτσι;
Με όλες τις συνομήλικες, συν πλην, ντυνόμασταν οι μισές ασπροφόρες κι οι άλλες μισές μαυροφόρες.
Συνήθως μαυροφόρα με θυμάμαι και τη φίλη μου την Τζένια, ασπροφόρα, ας με διορθώσει αν τα λέω ανάποδα.
«Ω γλυκύ μου έαρ», ψέλναμε και το νιώθαμε μέσα μας και ας μην καταλαβαίναμε ακριβώς τι λέγαμε.
Πόσο κατανυκτικά ήταν.
Στη συνέχεια, όλο το νησί, εμείς εννοώ, κάναμε περιφορά του Επιταφίου, από την πλατεία, πίσω από τη γέφυρα, μέσα από το ιατρείο και ξανά στην εκκλησία. Τα πυροτεχνήματα σκάγανε το ένα δίπλα στο άλλο, απανωτά και ασταμάτητα.
Χαμός από αυτά αλλά τα είχαμε συνηθίσει!
Και αυτά όπως και το να αρπάξει φωτιά το μαλλί του μπροστινού στην εκκλησία!
Στάνταρ κάποιου το μαλλί θα φλογιζόταν, έτσι όπως ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο, γιατί τότε δεν κρατούσαμε αποστάσεις.
Με το που θα έλεγε ο παπάς το Χριστός Ανέστη, βγάζαμε ένα κόκκινο αυγό που είχαμε στην τσέπη μας και τσουγγρίζαμε. Θυμάσαι Τζένια; Στην Αθήνα κανείς δεν το κάνει αυτό.
Αν κάναμε φασαρία, η παπαδιά μας επέφερε στην τάξη.
Ήταν μια εκκλησία γεμάτη με δικούς σου ανθρώπους. Αφού όλο το νησί μια οικογένεια είναι.
Σπίτι μας περίμενε η μαγειρίτσα, που κανένας μας από τα παιδιά δεν την έτρωγε -συκωταριές και τα σχετικά ιουυυ λέμε- ΑΝ ΚΑΙ η γιαγιά την έκανε ακόμα και αυτήν πεντανόστιμη! Πάντα είχε διάφορα καλούδια το τραπέζι όμως, όλοι σηκωνόμασταν βαρυστομαχιασμένοι και ευχαριστημένοι!
Την επόμενη μέρα στο νησί πρωταγωνίστρια ήταν η σούβλα!
Εμείς βέβαια σπίτι μας κάναμε γεμιστό κατσικάκι στο φούρνο! Όπου εμείς, η γιαγιά μου δηλαδή!
Καλά η γιαγιά μου ήταν ξακουστή μαγείρισσα, όλοι παραδέχονταν τη μαγειρική της! Ιδίως τον μπακλαβά της!
Κάθε μέρα στο τραπέζι, έδινε το σύνθημα ο παππούς 1-2-3 και λέγαμε όλοι με μία φωνή «γεια στα χέρια σου γιαγιά!»
Πόσο “ζωντανές” είναι αυτές οι αναμνήσεις.
Όταν είσαι παιδί δεν ξέρεις τη σημαντικότητα αυτών των στιγμών. Όταν μεγαλώσεις την καταλαβαίνεις.
Σαν το Πάσχα στο νησί, δεν έχει. Έχω χρόνια να πάω και ξέρω ότι όταν ξαναπατήσω το πόδι μου, τίποτα δε θα είναι ίδιο πια.
Γιατί τα μέρη τα κάνουν οι άνθρωποι που είναι εκεί. Κι όταν εκείνοι λείπουν όλα είναι αλλιώς.
Όμως το αγαπώ το νησί μου, αγαπώ τα έθιμά μας και θα ήθελα να τα ζήσουν εκεί και τα δικά μου παιδιά και να δημιουργήσουν αντίστοιχες αναμνήσεις.
Επιπλέον ο Άη Στράτης προσφέρει και αυτήν την ανεκτίμητη αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Μπορούν να κινούνται άνετα, να τρέχουν, να σκαρφαλώνουν, να εξερευνούν στη φύση και πάντα να υπάρχει κάποιο μάτι πάνω τους, δικό σου ή κάποιου συγγενή.
Καλό Πάσχα και εύχομαι του χρόνου ο καθένας στο νησί του, στο χωριό του, στο αγαπημένο του μέρος, χωρίς φόβο, άγχος, μάσκες και σόσιαλ ντίστανς.