Σε έπιασα παλιοκλέφτη!
Με ενδιαφέρον ξεκίνησε το 2020, δυναμικά θα έλεγα, και αναρωτιέμαι αν είναι ενδεικτικό του πώς θα με πάει όλη η χρονιά! Τουλάχιστον δε θα βαρεθώ, κάτι είναι και αυτό και θα έχω και υλικό για ιστορίες!
Να βλέπουμε τη θετική πλευρά στο κάθε τι!
Που λες, χθες, κάποια στιγμή, ώρα σκοτεινή, σκοτεινιάζει άλλωστε από τις 17.00 στην εξωτική Ομόνοια, προχωράω αμέριμνη, στην κοσμάρα μου μπορείς να πεις, όπως πάντα όταν περπατάω, με προορισμό τον σταθμό του μετρό για να πάω σπίτι μου!
Φοράω ακουστικά και ευτυχώς όχι τα σούπερ ντούπερ τελευταίας τεχνολογίας που μου πήρε ο σύζυγος, αυτά μωρέ που στέκονται μόνα τους στα αυτιά, αλλά τα παραδοσιακά, αυτά με το καλώδιο.
Πολύ συχνά τα φοράω χωρίς να ακούω μουσική. Γιατί; Θα αναρωτηθείς! Ε, για να ξεγελάω τον κόσμο και να μη μου πιάνει την κουβέντα/ αναγκαστώ να απαντήσω, γκόμενα κι έτσι, αχαχα, όχι, πλάκα κάνω, περισσότερο, αντισόσιαλ αλέρτ είναι αυτό που λέω.
Επίσης, συνήθως γράφω τα κείμενα/σενάρια κλπ στο κεφάλι μου και θέλω ησυχία γιατί κάνει πολλή φασαρία εκεί μέσα.
Χθες όμως, έβαλα να “παίζει” το αγαπημένο μου Radio DJ -γεια σου Τσαουσόπουλε!- και πήρα το δρομί δρομάκι.
Εκεί λοιπόν που περπατούσα αμέριμνη ξαφνικά o Calvin Harris σταμάτησε να τραγουδάει το “promises”.
Η πιο συνηθισμένη νουαζετίστικη αντίδραση σε αυτό θα ήταν… να μην έχω καμία αντίδραση.
Να μη δώσω σημασία ρε παιδί μου, διότι πολλές φορές σταματάει η μουσική αφού ακούω ιντερνετικό ραδιόφωνο, χάνεται το σήμα κλπ. κι ok, χαμένη στις σκέψεις μου πολλές φορές έχω μια χρονοκαθυστέρηση αντιδράσεων.
Άνετα θα μπορούσα να κατέβω τα σκαλιά του μετρό, να πάρω το τραίνο και κάποια στιγμή 4-5 στάσεις αργότερα, όταν θα θυμόμουν το κινητό είτε για να βάλω μουσική, είτε για να δω κάνα φέις / ίνστα, να διαπιστώσω ότι “κινητό πάπαλα”.
Περιέργως, ακινητοποιήθηκα το ίδιο δευτερόλεπτο που σταμάτησε η μουσική και δε συνέχισα το δρόμο μου. Ο χρόνος πάγωσε.
Το ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο κρατώντας στα χέρια μου το καλώδιο από τα ακουστικά συνειδητοποιώ ότι κρέμεται χωρίς κινητό στην άκρη του.
Το ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο, έβαλα το χέρι στην τσέπη μου και βρίσκοντας μόνο μια πιπίλα, κατάλαβα ότι λείπει το κινητό που της έκανε παρέα.
Πόσα πράγματα μπορούν να γίνουν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο…
Εκείνο λοιπόν το ίδιο δευτερόλεπτο για το οποίο μιλάω τόσην ώρα, σηκώνω κεφάλι και βλέπω κόσμο παντού γύρω μου, υπήρχε κινητικότητα. Οκ, λογικό στην πλατεία Ομονοίας βρισκόμουν.
Ακριβώς, μα ακριβώς μπροστά μου, στα δέκα το πολύ βήματα, περπατούσε ένας τύπος χαλαρά, με αργό βήμα και τα χέρια στις τσέπες.
Και τότε μια άλλη Έφη που κρύβω βαθιά μέσα μου, πολύ βαθιά όμως, σε σημείο να μην ξέρω ότι υπάρχει, έτρεξα σαν τον Κεντέρη κατά πάνω σε εκείνη τη συγκεκριμένη πλάτη που έβλεπα να απομακρύνεται.
Τον έφτασα και όρμηξα πάνω του ουρλιάζοντας «ΕΙΣΑΙ ΚΛΕΦΤΗΣ, ΜΟΥ ΠΗΡΕΣ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ!».
Ο τύπος με κοίταξε και μου απάντησε ήρεμα «είσαι τρελή κορίτσι μου; Τι λες;».
Τότε εγώ, χωρίς να τον έχω δει, ότι ήταν αυτός που το έκανε, χωρίς αποδείξεις, χωρίς έστω μια ένδειξη, τίποτα, παρά μόνο το ένστικτό μου, συνέχισα να του ουρλιάζω «είσαι κλέφτης» βάζοντας ταυτόχρονα τα χέρια μου στις τσέπες του!
Έπιασα το χέρι του που κρατούσε το κινητό μου μέσα στην τσέπη του και το έβγαλα έξω.
«ΑΥΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ; Ε;; Αυτό τι είναι;;;; Να φωνάξω τώρα την αστυνομία, να την φωνάξω;».
Ο τύπος με κοιτούσε απαθέστατα, δεν ίδρωσε καν το αυτί του.
«Φώναξε την» μου απάντησε. Το ζύγισα για ένα δευτερόλεπτο, ένα ακόμα δευτερόλεπτο, διαφορετικό από το προηγούμενο και μετά του γύρισα την πλάτη μου και κατέβηκα τα σκαλιά του μετρό.
Δεν ξέρω αν έπρεπε να επιμείνω για την αστυνομία ή να ζητήσω βοήθεια από κανέναν δίπλα μου. Υπήρχε κόσμος, θα μπορούσα.
Δεν το έκανα, ίσως επειδή δεν έχω μάθει να ζητάω βοήθεια, οπότε δε βγήκε αυθόρμητα, αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν έχει νόημα να το σκέφτομαι τώρα, κατόπιν εορτής.
Άσε που ποτέ δεν ξέρεις αν ο τύπος είχε παρέα παραδίπλα στα διάφορα στενά της ομόνοιας, στην οποία κινούμαι καθημερινώς και τελοςπάντων, το κινητό μου ήθελα πίσω και αυτό το είχα.
Ήμουν τυχερή.
Θα μπορούσε να είχε φύγει πίσω μου.
Θα μπορούσα να είχα πιάσει τον -αθώο- παραδίπλανό του.
Θα μπορούσα να μην έχω κάνει τίποτα γιατί δεν είδα τίποτα και κανέναν. Απλώς διαπίστωσα εγκαίρως ότι λείπει το κινητό μου. Γιατί έτυχε και είχα μουσική και δεν τα φορούσα διακοσμητικά τα ακουστικά.
Εκείνος θα μπορούσε να τρέξει και να φύγει.
Θα μπορούσε όταν τον έπιασα να μου ρίξει μια σπρωξιά, σιγά μισή μερίδα άνθρωπος είμαι και να εξαφανιστεί.
Θα μπορούσε ακόμα και να με χτυπήσει, όταν έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες του.
Αν ήμουν σε κάποιο στενό, ακόμα και είκοσι βήματα πίσω, πιθανώς δε θα έκανα τίποτα. Ίσως ότι ήμουν ακριβώς στην πλατεία της Ομόνοιας, με φώτα και τόσο κόσμο γύρω μου, να με ώθησε να το κάνω.
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, Δε ζύγισα συνειδητά το ρίσκο. Δε σκέφτηκα. Δε σκέφτηκα καθόλου. Έδρασα ενστικτωδώς.
Το έχω αυτό. Ή που θα σκέφτομαι κάτι με τις ώρες/μήνες/χρόνια/ως τη Δευτέρα παρουσία ή που θα λειτουργώ εδώ και τώρα, χωρίς πολλά πολλά.
Πάντως με κούφανα.
Γενικά, δε με λες ατρόμητη. Φοβάμαι και δεν έχω θάρρος και σε πολύ πιο απλά πράγματα, από αυτό που σου περιγράφω τόσην ώρα. Που ειδικά σε περιπτώσεις σαν αυτές είμαι της άποψης του να δίνεις την τσάντα/κινητό/λεφτά και να μείνεις σώος.
Η μάνα του φεύγα, δεν έκλαψε ποτέ, έτσι δεν είναι;
Είναι πολύ «ξένη» προς τα εμένα η αντίδραση αυτή που είχα.
Σκέφτομαι, ότι αν με βλέπει η γιαγιά μου από κει που είναι, θα χαίρεται. Πάντα το είχε έγνοια ότι είμαι φοβισμένο σπουργιτάκι και πάντα μου έλεγε «μην ντρέπεσαι κοριτσάκι μου και μη φοβάσαι».
Σαν να την έχω μπροστά μου, πέρυσι ήταν κι εκείνη άρρωστη, και κάτι της έλεγα σχετικό με την οδήγηση και πόσο φοβάμαι το τιμόνι και μου έλεγε «από μικρό κοριτσάκι φοβάσαι, πρέπει να ξεπεράσεις τους φόβους σου».
Από την άλλη, μπορεί και να με μάλωνε. Άνετα τη φέρνω τώρα στο μυαλό μου να μου φωνάζει «τι έκανες εκεί; Να σου βγαζε ο αλήτης κανά μαχαίρι, να σε σκότωνε».
Έτσι που λες.
Βρε, μπας και φταίει που δε φόρεσα κόκκινο βρακί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς;