• Να σου πω μια ιστορία;

    Η Μαύρη Χήρα

    Η μάνα του ποτέ δεν τη συμπάθησε. Την αποκαλούσε «Μαύρη χήρα», σκέφτηκε κοιτάζοντας τους ιστούς και τη σκόνη που συσσωρεύονταν στις γωνίες. Το σπίτι του ήταν αχούρι, έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, σαν εκείνον. Σκόρπια ρούχα παντού, άπλυτα στο νεροχύτη, αποτσίγαρα και κουτιά με μισοφαγωμένες πίτσες στο πάτωμα. Όντως, σαν αράχνη τον τύλιξε στον ιστό της και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Εκείνη που όσο ξαφνικά μπήκε στη ζωή του, έτσι βγήκε. Φεύγοντας, δεν είχε αφήσει τίποτα δικό της εκτός από το γαριασμένο και ξεθωριασμένο πλέον φανελάκι με τη διαφημιστική επιγραφή «Σουβλακερί Τάκης», που φορούσε στον ύπνο. Αυτό το φανελάκι ήταν το παυσίπονό του στον αφόρητο πόνο που ένιωθε, απ’ όταν εκείνη έφυγε. Δούλευε…