Να σου πω μια ιστορία;

Χριστουγεννιάτικος Έρωτας στο Κορακοβούνι;|Part 1

Μοιραστείτε το :

Πλησίαζε, σύμφωνα με το GPS σε πέντε λεπτά θα έβλεπε την ταμπέλα «Ορεινό Κορακοβούνι». Το ήλπιζε δηλαδή, γιατί συχνά αυτό το μαραφέτι της έδινε παραπλανητικές οδηγίες! Της είχε δώσει ραντεβού στην είσοδο του χωριού, στη μαρμάρινη βρύση της μικρής πλατείας. «Δεν υπάρχει περίπτωση να χαθούμε», της είχε πει γελώντας.

Ένιωθε μια αδιόρατη ενόχληση, δεν ήξερε γιατί ακριβώς. Έπρεπε να πετάει από τη χαρά της. Του ζητούσε εδώ και πολύ καιρό να πάνε εκδρομή οι δυο τους. Τώρα μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα, της έκανε το “χατήρι”…

Πράγματι, μπαίνοντας στο χωριό που δέσποζε η εκκλησία της Παναγίας είδε το γκρι φορντ φόκους παρκαρισμένο μπροστά στην ταβέρνα – καφενείο του χωριού. Σταμάτησε το αυτοκίνητό της δίπλα του, τράβηξε χειρόφρενο και βγήκε έξω. Βγήκε και εκείνος από το δικό του!

«Καλά, πιο μακριά δεν μπορούσαμε να βρεθούμε; Πού το βρήκες αυτό το χωριό;» τον ρώτησε τρίβοντας τα χέρια της να τα ζεστάνει. Πόσο κρύο κάνει εδώ, χρειάζονται γάντια!»

«Ε, δεν ήθελες ένα διήμερο με τους δυο μας μόνο, μακριά από τον κόσμο;» γέλασε αυτός και το ζεστό του χνώτο στον κρύο αέρα δημιούργησε ένα ομιχλώδες μονοπάτι προς εκείνη!

«Ναι, δεν περίμενα να πάμε Αράχωβα αλλά ούτε και να βρεθούμε στην κορυφή του Πάρνωνα! Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 534 μέτρα, λέει το GPS μου! Περάσαμε ένα όμορφο χωριό πιο κάτω. Γιατί δε μείναμε εκεί;»

«Γιατί εδώ είναι πιο όμορφα, πιο γραφικά και τον χειμώνα έχει μόνο μια χούφτα ανθρώπους! Θα είναι σαν να είμαστε εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ μόνοι πάνω στη γη που λέει το τραγούδι! Δεν είναι πολύ ρομαντικό;»

«Και ασφαλές ίσως; Σκέφτηκε εκείνη και ξαφνιάστηκε με την ίδια της τη σκέψη! Τι είχε πάθει και τα βλεπε όλα στραβά σήμερα. «Πού θα μείνουμε;» ρώτησε.

«Σε αυτό το πετρόκτιστο στην άκρη του δρόμου! Να τα κλειδιά, είναι ενός φίλου μου, έρχεται μόνο τα καλοκαίρια εδώ, αλλά μου είπε ότι τον χειμώνα το σπίτι το φροντίζει μια θεία του από το Κορακοβούνι και είναι όλα στην εντέλεια. «Σαν το σπίτι μας», μου είπε».

«Να αφήσουμε εδώ τα αυτοκίνητα;»

«Ναι, δε θα προκαλέσουμε μποτιλιάρισμα» γέλασε εκείνος και την πήρε από το χέρι να περπατήσουν μέχρι το σπίτι.

Το κλειδί γύρισε εύκολα στην κλειδαριά αποκαλύπτοντας το εσωτερικό του που άστραφτε από την πάστρα. Όλα έδειχναν ότι κάποιος το επισκεπτόταν συχνά. Φαινόταν από την φροντισμένη σαλονοτραπεζαρία, τον καναπέ με τα ατσαλάκωτα ριχτάρια και την ξεσκονισμένη βιβλιοθήκη.

Το πέτρινο τζάκι που δέσποζε στον χώρο ταίριαζε απόλυτα με τους τοίχους που είχαν επένδυση από ξύλο. Όλο το δωμάτιο απέπνεε άνεση και ζεστασιά και τα μεγάλα παράθυρα ολόγυρα του χάριζαν απλόχερα φυσικό φως και το κάνανε να μοιάζει πιο φωτεινό και ευρύχωρο.

Στο βάθος πρόβαλε η κουζίνα και προχώρησαν προς τα εκεί. Έριξαν μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό των ντουλαπιών. Διαπίστωσαν ότι ήταν γεμάτα με μπισκότα, κονσέρβες γάλατος, ζυμαρικά. Ένα τσουβάλι με πατάτες και ένας ντενεκές λάδι στέκονταν όρθια δίπλα στο ψυγείο. Το άνοιξαν περιμένοντας να το βρούνε άδειο αλλά διαψεύστηκαν όταν είδαν αυγά, τυριά, βούτυρα.

«Ωραιότατα, θα φάμε πλουσιοπάροχα όταν πεινάσουμε», σχολίασε κεφάτα εκείνος και την τράβηξε στην αγκαλιά του! Η εσωτερική ξύλινη σκάλα οδηγεί στα υπνοδωμάτια», την ενημέρωσε! «Πάμε πάνω μωρό μου;» τη ρώτησε.

Ανεβαίνοντας εκείνη κοίταξε από το παράθυρο. Απαλές χιονονιφάδες είχαν αρχίσει να χορεύουν μπροστά στο τζάμι!

«Ω, θα χιονίσει!», σκέφτηκε. Νωρίτερα, όταν ετοιμαζόταν στην Αθήνα, είχε κρύο αλλά δεν είχε ακούσει τίποτα για χιόνι, είχε φύγει και βιαστικά χωρίς να δει ειδήσεις.

Λίγες ώρες αργότερα, η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό!

Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμα εκείνος της σχολίασε «Αισθητή η διαφορά της θερμοκρασίας στο βουνό, ε;» και πριν περιμένει απάντηση συμπλήρωσε: «Πείνασα, τι θα φάμε; Μπορούμε να πάμε σε εκείνο το μαγαζί που είδαμε στην πλατεία αλλά καλύτερα να μαγειρέψουμε κάτι πρόχειρο να ανάψω και το τζάκι και να αράξουμε αγκαλιά!

Κατέβηκαν στο κάτω πάτωμα και εκείνος βάλθηκε να ανάψει το τζάκι με τα προσανάμματα και τα ξύλα που βρήκε δίπλα του κι εκείνη να ξεφλουδίζει πατάτες.

Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο, είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές και οι νύχτες μεγάλες. Ένα αρχοντικό στο βουνό, ένα ζευγάρι απομονωμένο από όλους και όλα, σαν τους έρωτες που έβλεπε στις ταινίες… σκέφτηκε τηγανίζοντας τις πατάτες. Τότε τι την «έτρωγε» μέσα της; Το ένστικτό της γιατί «κλωτσούσε»;

Άνοιξε το ραδιόφωνο που ήταν στο πάσο της κουζίνας! «Έπιασε»

ένα τοπικό σταθμό. Εκείνη την ώρα διεκόπη το τραγούδι για να ανακοινώσουν «Έκτακτο Δελτίο Επικίνδυνων Καιρικών Φαινομένων». Η ραδιοφωνική παραγωγός, αφού ενημέρωσε το κοινό της για την αιφνίδια εμφάνιση έντονων καιρικών φαινομένων και τη σύσταση των μετεωρολόγων να μη γίνονται μετακινήσεις, αν δε συντρέχει λόγος, επέστρεψε στο πρόγραμμά της.

Φάγανε, ξαναπήγαν στο κρεβάτι και κάποια στιγμή τους πήρε ο ύπνος. Το πρωί εκείνη ξύπνησε πρώτη, κατέβηκε στον κάτω όροφο και άνοιξε την εξώπορτα! Χιόνιζε! Άπλωσε το βλέμμα της μέχρι εκεί που έφτανε. Όλο το χωριό που ήταν χτισμένο αμφιθεατρικά στις πλαγιές του βουνού θα ντυνόταν στα λευκά.

«Θα είναι πανέμορφα», σκέφτηκε, «το απόλυτο Χριστουγεννιάτικο σκηνικό, αν αποκλειστούμε εδώ».

Το ένστικτό της δεν την άφηνε να απολαύσει την ομορφιά του τοπίου. Τι ήξερε για τον άνδρα που κοιμόταν στο πάνω δωμάτιο; Λίγα, γενικά και αόριστα. Αυτό το μυστήριο που τον περιέβαλε και που την είχε γοητεύσει στην αρχή, τώρα της προκαλούσε άγχος. Ο καθαρός αέρας που τη χτυπούσε στο πρόσωπο έδιωχνε σιγά σιγά το πέπλο που θόλωνε τόσο καιρό την κρίση της.

Ήταν, φαίνεται, μεγάλη η ανάγκη της να ζήσει έναν έρωτα, που μάλλον βιάστηκε να δώσει τον χαρακτηρισμό στη γνωριμία αυτή.

Πήγε να φτιάξει πρωινό. Ξανά άνοιξε το ραδιόφωνο και «έπεσε» πάνω στις ειδήσεις. Τον άκουσε να κατεβαίνει τη σκάλα. «Καλημέρα της είπε αγουροξυπνημένος. «Θα το στρώσει;» ρώτησε απορημένα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε η ραδιοφωνικός παραγωγός να λέει ότι λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων σύντομα θα έκλεινε ο οδικός άξονας Άστρους – Λεωνιδίου. Ο άντρας με το που άκουσε τα τελευταία λόγια, του φύγε εντελώς η νύστα.

«Θα κλείσει ο δρόμος; Μέχρι πότε; Ένα διήμερο είχαμε προγραμματίσει» της είπε

«Ε, θα μείνουμε μέχρι να περάσει η κακοκαιρία! Σκεφτόμουν ότι θα είναι πολύ όμορφα εδώ τα Χριστούγεννα!» του απάντησε εκείνη χαλαρή.

«Δεν μπορώ, πρέπει να χω επιστρέψει οπωσδήποτε μέχρι αύριο το βράδυ»

«Καλέ, σιγά, με βαρέθηκες κιόλας;» τον ρώτησε με μισοαστεία μισοσοβαρά. Να το πάλι το ένστικτο, της χτυπούσε καμπανάκια.

«Δεν μπορώ να αποκλειστώ εδώ», της απάντησε με αυξανόμενη ένταση στη φωνή του.

«Μα, τι έπαθες; Και μία βδομάδα να μείνουμε, έχουμε φαγητό και…»

«Αύριο βράδυ το αργότερο πρέπει να βρίσκομαι στην Αθήνα. Μεθαύριο πετάμε με τη γυναίκα μου για Παρίσι», τη διέκοψε εκείνος απότομα.

Έμεινε να τον κοιτάει άλαλη. Ένα ρίγος που προερχόταν από τα

μέσα της την έκανε να τρέμει. Να το, το ένστικτο. «Στα λεγα εγώ» της φώναζε.

«Τι είπες;» Τον ρώτησε με φωνή που ίσα έβγαινε

«Θα στο έλεγα, αν συνέχιζε η σχέση μας. Πρέπει να φύγω, έχω αλυσίδες στο πορτ παγκάζ, θα το προσπαθήσω τώρα, όσο είναι νωρίς».

«Εγώ δεν έχω αλυσίδες» του είπε με φωνή πιο παγωμένη από το τοπίο έξω.

«Πρέπει να φύγω, δεν καταλαβαίνεις…»

«Καταλαβαίνω πολύ καλά. Φύγε… Θα φύγω κι εγώ όταν μπορέσω και θα τραβήξω πίσω μου την πόρτα.

Εκείνος είχε χαμηλωμένο το βλέμμα του. «Συγγνώμη» ξεκίνησε να λέει, αλλά δεν τον άφησε να της πει κάτι περισσότερο.

Του γύρισε την πλάτη κι ανέβηκε στο πάνω πάτωμα να ντυθεί και να σκεφτεί τι να κάνει. Άκουσε τον ήχο της πόρτας να κλείνει αλλά δεν ένιωσε λύπη. Ένα μικρό σοκ μόνο.

Ήξερε ενστικτωδώς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του και της είχε περάσει από το μυαλό η ύπαρξη μιας άλλης γυναίκας αλλά όχι ότι αυτή θα ήταν σύζυγος. Τι θα έκανε τώρα στο ξένο σπίτι; Μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου Κορακοβουνίτη ή να περιμένει απλώς να φτιάξει ο καιρός. Κι αν δεν έφτιαχνε έγκαιρα; Θα έκανε Χριστούγεννα μόνη της εκεί; Στο ορεινό Κορακοβούνι;

Είχε χιούμορ η ζωή, έσπαγε πλάκα με την πάρτη της, σκεφτόταν κατεβαίνοντας λίγο αργότερα την ξύλινη σκάλα για να ανάψει το τζάκι και να καθίσει εκεί, όταν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν μελαχρινό άντρα που στεκόταν στην κουζίνα.

«ΑΑΑΑΑ» της ξέφυγε μια κραυγή. «Ποιος είσαι εσύ; Θα, θα», κόμπιαζε και κοίταζε γύρω της να βρει κάτι να προστατευθεί, όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω στο βαρύ τηγάνι που είχε φτιάξει χθες τις πατάτες. Το πήρε με μια γρήγορη κίνηση από τον πάγκο της κουζίνας στα χέρια της.

«Ηρέμησε, Ραπουνζέλ, ηρέμησε», γέλασε εκείνος

αποκαλύπτοντας μια κατάλευκη και αστραφτερή οδοντοστοιχία, σηκώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια του ψηλά ότι παραδίνεται.

«Η μητέρα μου φροντίζει το σπίτι. Μου είπε να ρθω να ανοίξω τη βρύση να στάζει, να μη παγώσει το νερό και να ρίξω μια ματιά γενικότερη. Εσύ ποια είσαι;»

Η κοπέλα κατέβασε το τηγάνι και το άφησε στον νιπτήρα. Και μετά άρχισε να γελάει και όσο γελούσε, τόσο δεν μπορούσε να σταματήσει. Κόπηκε η ανάσα της, την έπιασε λόξιγκας και το γέλιο εκεί ασταμάτητο.

«Είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ μου» σκεφτόταν εκείνος.

Της γέμισε ένα ποτήρι νερό, της το πρόσφερε και της είπε «όποτε είσαι έτοιμη, είμαι όλος αυτιά».

«Τι σουρεάλ κατάσταση ζω, Θεέ μου», σκεφτόταν εκείνη προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Και τώρα τι λέμε…;»

….Συνεχίζεται εδώ

About Author

Μοιραστείτε το :