Να σου πω μια ιστορία;

Η Σίλβια Πλαθ και ο Τεντ Χιουζ ζήσανε μια αγάπη τοξική

Μοιραστείτε το :

Αγγλία, πάρτι της εστίας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1956.
«Το “All Shook Up”, σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση του MtV».
Ο νεαρός πλησίασε την ξανθιά κοπέλα σχολιάζοντας το τραγούδι που ακουγόταν από τα μεγάφωνα.
«Δε μου αρέσει ο Έλβις», αποκρίθηκε εκείνη και φύσηξε τον καπνό από το τσιγάρο της στο πρόσωπό του.
«Ούτε και εμένα αλλά ήθελα να σε πλησιάσω και η ατάκα “έχεις φωτιά” είναι μπέιζικ», της σχολίασε και ένα πονηρό χαμογελάκι σχηματίστηκε στην άκρη των χειλιών του.
«Θα έπιανε όμως» τον κοίταξε με έντονο βλέμμα.
«Έχεις φωτιά;» τη ρώτησε καρφώνοντάς την με τη σειρά του.
«Είμαι φωτιά» του απάντησε χωρίς να τρεμοπαίξουν καν τα βλέφαρά της.
«Με λένε Τεντ, Τεντ Χιουζ. Μελλοντικά θα βρίσκομαι σε αφίσες πάνω από κρεβάτια κοριτσιών και θα με αποκαλούν «πασίγνωστο ποιητή», της συστήθηκε αυτάρεσκα.
«Προς το παρόν είσαι μόνο ο Τεντ, όμως» του σχολίασε νωχελικά.
«Και εσύ είσαι η Σίλβια Πλαθ. Σε έχω δει στο αμφιθέατρο», συνέχισε ακάθεκτος εκείνος.
«Και είμαι ήδη πιο διάσημη από σένα» τον πείραξε. «Και ίσως μετά θάνατον, οι συλλογές μου μιλήσουν ακόμα πιο δυνατά εκ μέρους μου»…πρόσθεσε χαμηλόφωνα.
Εκείνος δεν το πρόσεξε. Ο στόχος του ήταν να την κερδίσει.
«Εξέδωσες το πρώτο σου ποίημα σε ηλικία οχτώ ετών, στην Αμερική, είχες δική σου στήλη σε περιοδικό και είσαι εδώ με υποτροφία Φουλμπράιτ», της απέδειξε ότι την είχε ψάξει.
Την πλησίασε ακόμα περισσότερο. Εκείνη με μια ξαφνική παρόρμηση, τον δάγκωσε στο μάγουλο μέχρι που έβγαλε αίμα και εκείνος τη φίλησε «με πάταγο στο στόμα» και στο αυτί, βγάζοντάς της το σκουλαρίκι – «δικό μου τώρα» της είπε με βραχνή φωνή.
«Άντε στο διάολο Τεντ», μια κοπέλα ήρθε με φόρα προς το μέρος τους και αδειάζοντας το ποτήρι με το βερμούτ της στο κεφάλι του, έφυγε εκνευρισμένη.
«Να υποθέσω ότι μόλις χώρισες», γέλασε εκείνη.
«Σωστά», γέλασε κι εκείνος. «Φεύγουμε;» τη ρώτησε ρητορικά.
Η άγρια έλξη ανάμεσά τους δεν άφηνε πολλά περιθώρια παρεξήγησης.
Λίγο αργότερα εκείνη θα έγραφε στο δικό της δωμάτιο, στο αγαπητό της ημερολόγιο, «εκείνο το σκοτεινό αγόρι, ο κούκλος… «Ωραίος έρωτας σήμερα, όλα καυτά και σκληρά και υπέροχα».
“Σύλβια Πλαθ – Τεντ Χιουζ”, χάραξε την επόμενη μέρα στο παγκάκι της σχολής κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία τους.
Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά παράφορα και παντρεύτηκαν πολύ σύντομα. Μέχρι εκεί καλά, όμως σίγουρα δε ζήσανε χάπιλι έβερ άφτερ.
Ταξίδευαν και έγραφαν και έκαναν έρωτα και όλο αυτό από την αρχή, μέχρι που μετακόμισαν στην Αμερική δεχόμενοι και οι δύο θέσεις λέκτορα σε πανεπιστήμια της Μασαχουσέτης.
Στη μητέρα της, είχε πει ότι ο Χιουζ ήταν ο μόνος άντρας που είχε συναντήσει και ένιωθε ίση μαζί του.
Όταν έμεινε έγκυος επιστρέψανε πίσω στην Αγγλία. Και κάπου εκεί ξεκίνησε η κάτω βόλτα.
Εκτός από το να γράφουνε και να κοιμούνται μαζί, υπήρχαν και πολλές φωνές και δυστυχώς έπεφτε και ξύλο.
Εκείνη είχε από μικρή σοβαρά θέματα ψυχικής υγείας.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε να κάνει κακό στον εαυτό της.
Όταν δεν το σκεφτόταν, έγραφε, έγραφε ασταμάτητα. Ποιήματα, έργα, επιστολές, προσωπικά ημερολόγια, που κάποια στιγμή θα γινόντουσαν δημόσια.
Κάποια στιγμή έγραψε το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Ο Γυάλινος Κώδων», που όμως δεν πήρε το πολυπόθητο «ναι», από τον ατζέντη που είχε εκδώσει τα ποιήματα της.
Μια άλλη ατζέντισσα, με «μύτη», που λέμε, η ίδια που είχε ανακαλύψει το ημερολόγιο της Άννας φρανκ στα σκουπίδια και το έκανε διεθνές μπεστ σέλλερ, της είπε επίσης «όχι».
«Για να είμαστε ειλικρινείς μαζί σας, δεν αισθανθήκαμε ότι είχατε καταφέρει να χρησιμοποιήσετε το υλικό σας με επιτυχία και μυθιστορηματικό τρόπο», έλεγε το μέιλ που της έστειλε με τίτλο «Αξιολόγηση Έργου».
Αυτή η απόρριψη για το λογοτεχνικό της έργο, το χάρτινο παιδί της, την πόνεσε όσο η απιστία του Τεντ.
Διότι, ο Τεντ εδώ και λίγο καιρό, είχε εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη και συγκατοικούσε με την Ασσία Βέβιλ, που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που την κάλεσε με τον άντρα της να περάσουνε μαζί εκείνο το σαββατοκύριακο στην εξοχή.
Αυτή η «διαβολογυναίκα», η «παλιοξελογιάστρα», είχε γίνει μούσα και η νέα αγαπημένη του άντρα της.
Το είχε καταλάβει γιατί με το που πάτησε το τακούνι της στο σπίτι της, εκείνος έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα: «ο ονειροπόλος μέσα μου την ερωτεύτηκε» και κατάλαβε ότι δεν το έλεγε για εκείνη. Αντιλήφθηκε ότι ήταν για την Ασσία.
Που την πήγε στην Ισπανία που είχαν πάει οι δυο τους για μήνα του Μέλιτος. Ακόμα μία μαχαιριά.
Σκέφτηκε την παιδική της ηλικία, τον πατέρα της που έχασε μικρή, την τελειομανή μητέρα της που τη μεγάλωσε μόνη της.
Πάντα όλα ήταν δύσκολα. Κάποιος ψυχίατρος είχε πει ότι υπήρχε σύνδεση στις κρίσεις που πάθαινε με το παιδικό τραύμα της απώλειας του πατέρα της.
Θυμήθηκε εκείνο το καλοκαίρι, που έπαθε νευρικό κλονισμό μετά την απόρριψή της από ένα μάθημα συγγραφής στο Χάρβαρντ. Της κάνανε θεραπεία με ηλεκτροσόκ αλλά στη συνέχεια άδειασε ένα μπουκάλι με υπνωτικά χάπια.
Πώς το είχε γράψει εκείνο το πετυχημένο, σύμφωνα με το Poetry Foundation;
«Είναι σαν η ζωή μου να διατρέχεται μαγικά από δύο ηλεκτρικά ρεύματα: χαρούμενα θετικά και απελπισμένα αρνητικά – όποιο τρέχει εκείνη τη στιγμή κυριαρχεί στη ζωή μου, την πλημμυρίζει».
Πόσο σωστά το είχε αποδώσει. Ήταν γραφιάς, άλλωστε.
Όπως βρισκόταν κατάχαμα άρχισε να γράφει με μανία και να περνάει το συναίσθημα της στο χαρτί.
Μέσα της γνώριζε ότι τα ποιήματα αυτά που έγραφε τώρα με πόνο ψυχής, θα εξασφάλιζαν τη λογοτεχνική της φήμη.
«Θα ονομάσω τη συλλογή, “Άριελ”», σημείωσε το όνομα, να μην το ξεχάσει στην πορεία, και συνέχισε να βγάζει την ψυχή της στο χαρτί.
Όταν ολοκλήρωσε κάθισε ξέπνοη. Είχε ξημερώσει, και είχε ολοκληρώσει το «Lady Lazarus».
Το επόμενο βράδυ με το που ξανακοιμήθηκαν τα παιδιά της άρχισε πάλι να γράφει πυρετωδώς.
Το ξημέρωμα τα ξαναδιάβασε όλα και χαμογέλασε. Μπράβο μου, είπε νοερά.
Η συλλογή ήταν πανέτοιμη.
Και εκείνη έτοιμη ήταν.
Είχε πάρει την απόφασή της.
Δεν άντεχε άλλο αυτήν την εσωτερική πάλη. Ήθελε να τα παρατήσει, να ξεκουραστεί.
Σήμερα, θα ήταν η τελευταία της μέρα στη γη. Μόνο τριάντα ετών αλλά τόση απόρριψη και απώλεια δεν μπορούσε να την διαχειριστεί.
Άφησε γάλα και ψωμί για τα μικρά της, ώστε να φάνε πρωινό όταν ξυπνήσουν.
Στη συνέχεια, άνοιξε το γκάζι.
Τη βρήκανε ξαπλωμένη στο πάτωμα της κουζίνας, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα.
[Ανοίγω παρένθεση, τον ίδιο τραγικό τρόπο διάλεξε κι η Assia, μόνο που δυστυχώς αυτή πήρε μαζί και την κόρη που είχαν αποκτήσει με τον Τεντ. Κλείνω παρένθεση].
Παρόλο που ήταν μια αρκετά γνωστή ποιήτρια σε έναν λογοτεχνικό κόσμο που κυριαρχούνταν από άνδρες, ο Τύπος αφιέρωσε κάνα δυο μονόστηλα.
Ο «Γυάλινος Κώδων» εκδόθηκε αρχικά με ψευδώνυμο και έπειτα αποκαλύπτοντας την ταυτότητά της.
Έγινε τεράστια επιτυχία σκαρφαλώνοντας την κορυφή των μπεστ σέλλερ, πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και τώρα που θα το αγοράσω κι εγώ, θα πουλήσει ένα ακόμα.
Το 1982 της απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ, κάτι που μέσα της γνώριζε ότι θα συμβεί.
Να κλείσω με αυτό;
“Το να πεθαίνεις
είναι τέχνη, όπως όλα τα άλλα.
Εγώ τα καταφέρνω άριστα.
Το κάνω για να νιώσω πως είναι η κόλαση.
Το κάνω για να νιώσω κάτι αληθινό.
Θα μπορούσατε να πείτε πως έχω χάρισμα”.
Ή με αυτό που, σε ένα άλλο επίπεδο, ένιωσα μια μικρή ταύτιση;
“I desire things that will destroy me in the end” – Sylvia Plath.

About Author

Μοιραστείτε το :