Να σου πω μια ιστορία;

Η Candy Candy… αλλιώς!

Μοιραστείτε το :

Η Κάντυ έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το έβαλε στο στόμα της. Το άναψε με τον κλεμμένο αναπτήρα του Τέρυ και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.

Ο Τέρυ… θεoγkόμενoς. Όλα κι όλα. Όταν τον είδε της έπεσε το σαγόνι. Στον εαυτό της μπορούσε να το παραδεχτεί. Τον βαρέθηκε όμως γρήγορα. Εν τέλει, ήταν ίδιος με τους άλλους.

Ο σέξι ηθοποιός που έπαιζε στο Μπρόντγουέι, είχε τη φήμη του «κακού παιδιού». και όλες τις γυναίκες στα πόδια του.

Όχι όλες Τέρυ, όχι όλες, μονολόγησε φυσώντας τον καπνό.

Όλοι νόμιζαν ότι της είχε ραγίσει την καρδιά κι ότι προτίμησε την Σουζάνα, μετά από εκείνο το ατύχημα. Μπορεί κι ο ίδιος αυτό να νόμιζε. Τον άφησε να πιστεύει ότι εκείνος αποφάσισε.

Η Σουζάνα είχε όνειρο ζωής της να τον παντρευτεί. Της τον χάρισε λοιπόν. Γιατί, αν τον ήθελε, θα τον είχε φέρει εδώ, μαζί της, σκυλάκι της.

Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στα σμαραγδένια υγρά μάτια της και τον χείμαρρο των ξανθών της μαλλιών που επίτηδες έπιανε σε δύο κοτσίδες! Το στιλ της Λολίτας που είχε υιοθετήσει, άφηνε θύματα στον δρόμο της, νέους, γέρους, ελεύθερους και δεσμευμένους. Ήταν πειρασμός για κάθε αρσενικό.

Είχε μάθει να εκμεταλλεύεται το φισίκ της. Ήταν ο μόνος της σύμμαχος στη ζωή της. Έτσι κατάφερνε να πραγματοποιεί τα «θέλω» και τους στόχους της χωρίς δυσκολία, χωρίς ζόρι και χωρίς προσπάθεια.

Το πρόσωπό της, αυτό το αγγελικό πρόσωπο με τις φακίδες που εξέπεμπε αθωότητα και αγνότητα, ήταν το εισιτήριό της. Και το είχε εξαργυρώσει πολλές φορές και θα το έκανε άλλες τόσες.

Όσοι τη γνώριζαν, ένιωθαν μια ακατανίκητη ανάγκη να την προστατέψουν μαζί με λαγνεία. Δεν παραδέχονταν ούτε στον εαυτό τους ότι φαντασιωνόντουσαν να της βγάζουν τη φουσκωτή «balloon» φούστα, να τραβάνε τα κουμπιά από το άσπρο εφαρμοστό πουκαμισάκι της και να την αφήνουν μόνο με τις ψηλές κάλτσες και τα λουστρίνι γοβάκια της, πριν την κάνουν δική τους.

Όταν σε δεύτερο χρόνο έφταναν στο κρεβάτι μαζί της, ξαφνιάζονταν που εκείνη μεταμορφωνόταν σε αγριόγατα και έβγαζε γούστα. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν τι τους είχε συμβεί, η καρδιά, το μυαλό και το πορτοφόλι τους, ήταν δικά της.

Έπαιζε μαζί τους ένα παιχνίδι στο οποίο εκείνη ήταν εξαρχής νικήτρια.

Φυσικά τον χρησιμοποίησε τον Τέρι, όπως και τους υπόλοιπους.

Δεν ήταν σωστό; Δεν ήταν δίκαιο; Και τι ήταν σωστό και δίκαιο; Η ζωή; Αυτή την αδίκησε με το που άνοιξε τα μάτια της στον σκληρό αυτόν κόσμο, λες και είχε ζητήσει να γεννηθεί.

Αρχικά την άφησε παρατημένη σε ένα καλάθι στα σκαλοπάτια της κυρίας Πόνυ.

‘Έπειτα, της έφερε στον δρόμο της την Ελίζα και τον μaλάka τον αδερφό της τον Νηλ, που είχαν σκοπό της ζωής τους να τη βασανίζουν. Μέχρι που σαγήνευσε τον Νηλ και εκείνος απαγόρεψε στην αδερφή του να ξανασχοληθεί μαζί της.

Έγινε σαν τα μούτρα αυτού του κόσμου για να καταφέρει να επιβιώσει. Φορούσε την άσπρη προβιά, από κάτω όμως ήταν ένα μαύρο πρόβατο και το απολάμβανε.

Και τον Νηλ, θα τον άφηνε να τη βλέπει σαν ξερολούκουμο και να του τρέχουν τα σάλια μέχρι να μην έχει δόντια να φάει κανονικό λουκούμι.

Έπαιρνε από αυτόν ό,τι χρειαζόταν κάθε φορά και δεν έδινε τίποτα. Ή μάλλον έδινε κάτι. Ψεύτικες ελπίδες. Αυτός δεν είχε φτιάξει τη ζωή του, ήταν ο μόνος που παρέμενε ανύπαντρος, περιμένοντας αυτήν, την μία. Τον είχε κάνει να την ερωτευθεί παράφορα. Η τιμωρία του ήταν αυτή για όλες τις παγίδες και τους μπελάδες που την έβαλε μικρότερη, χωρίς να του χει κάνει τίποτα.

Η Υψηλή Κοινωνία που διασκέδαζε με το να βασανίζει ένα μικρό ορφανό κορίτσι. Θα παίρνε το αίμα της πίσω απ’ όλους όσους την πλήγωσαν. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, όταν την πρόδωσε και η Άννυ.

Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και γύρισε πίσω στο παρελθόν.

Η γλυκιά αθώα Άννυ με τα καταγάλανα μάτια, που της υποσχόταν ότι θα είναι πάντα μαζί και ότι οι δυο τους είναι αδερφές.

Αυτή η Άννυ, όχι μόνο την παράτησε όταν δέχτηκε να την υιοθετήσουν οι πλούσιοι Μπράιτονς, «γιατί είναι το όνειρο της ζωής μου να ανήκω σε μια οικογένεια, Κάντυ», όπως της εξήγησε, λες και ήταν μόνο το δικό της, αλλά έκανε και ότι δεν την γνώριζε όταν αργότερα σπούδασαν στο ίδιο κολέγιο.

Για να μην καταλάβουν οι γύρω της ότι ήταν και εκείνη ορφανή. Λες και ήταν κολλητική ασθένεια. Μην την κάνουν πέρα οι καινούριες φίλες της επειδή δε μεγάλωσε στην σπιταρόνα των Μπράιτονς, αλλά στο ορφανοτροφείο της κυρίας Πόνυ.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της ήταν, όταν μετά από όλη αυτή τη σκaτένια της συμπεριφορά, την κατηγόρησε άδικα ότι της έκλεψε τον Άρτσι, λες και μπορείς να κλέψεις έναν άνθρωπο. Φυσικά αργότερα της ζήτησε χίλια συγγνώμη.

Να τα βάλει εκεί που ξέρει. Ήταν πια αργά. Το ποτάμι δε γύριζε πίσω. Η Κάντυ που ήξερε, είχε πεθάνει.

Το πρώτο που έκανε ήταν να κοιμηθεί με τον Άρτσι. Εκδικητικά. Και μετά και με τον αδερφό του τον Στούαρτ. Δεν θα γλίτωνε ούτε ο ξάδερφός τους, ο Άντονι, ο πρίγκιπας με τα τριαντάφυλλα που της έλεγε ότι είναι πιο όμορφη όταν γελάει, αν ήταν σίγουρη ότι ήταν στρέιτ.

«Κάντυ ήσουν όμορφη, ξανθιά σαν το κουκλάκι», της τραγουδούσε κάτω από το μπαλκόνι της κυρίας Πόνυ.

Να είσαι σίγουρος Άντονι. Δεν ξέρω αν θα γελάω, αλλά σίγουρα δε θα ξανακλάψω.

Ο Άντονι… πιο βανίλα πεθαίνεις. Ούτε ένα άλογο δεν μπορούσε να καβαλικέψει! Το μόνο καλό που έκανε ήταν που μαζί με τα ξαδέρφια του γράψανε την επιστολή στο θείο Γουίλιαμ και τον παρακαλέσανε να την υιοθετήσει.

Είχε πια καταλάβει για τα καλά, τη δύναμη, την επιρροή που ασκούσε στους άνδρες.

Ποιος να φανταζόταν ότι μερικά χρόνια αργότερα θα γινόταν το κορίτσι του θείου Γουίλιαμ. Δηλαδή, για να είμαστε ακριβείς, εκείνη πίστευε ότι τα έφτιαξε με τον Άλμπερτ, που γνώρισε στο νοσοκομείο και που φαινόταν από μακριά ότι το φύσαγε το παραδάκι!

«Come to daddy» της έλεγε, πού να φανταζόταν ότι ο σούγκαρ ντάντι της ήταν ο θείος Γουίλιαμ που την είχε υιοθετήσει. Δεν της πέρασε καν από το μυαλό, αλλιώς, δε θα τα έφτιαχνε μαζί του, είπαμε, είχε και τις κόκκινες γραμμές της!

Δεν τον αναγνώρισε, γιατί ήταν μικρή όταν εκείνος την έσωσε από τα ερμητικά νερά του ποταμού. Είχε γένια και αχτένιστη χαίτη και δεν είχε καμία σχέση με τον ξυρισμένο μεσήλικα με την αμνησία που γνώρισε χρόνια μετά στο νοσοκομείο και της συστήθηκε ως Άλμπερτ.

Ζούσε πλέον με όλες τις ανέσεις στο σπίτι του και κανείς πια δεν μπορούσε να της προκαλέσει πρόβλημα.

Τότε γιατί δεν είχε κέφια; Τι την έτρωγε μέσα της;

Τα χε όλα πια, όσα ονειρευόταν μικρή. Τι της έλειπε και ένιωθε… άδεια; Γιατί μια φωνούλα μέσα της της έλεγε ότι θα ‘δινε τα πάντα να ξαναρχίσει από την αρχή τη ζωή της. Αλλά δεν υπήρχε κουμπί ριστάρτ.

Χτύπησε το κουδούνι. Α ρε μπάρμπα, πάλι ξέχασες τα κλειδιά σου, μονολόγησε.

«Η κυρία Πατρίτσια Ο Μπράιαν είναι στο καθιστικό», ανήγγειλε η υπηρέτρια μπαίνοντας στο δωμάτιο.

Η Πάττυ; Χρόνια και ζαμάνια είχε να την δει. Τι να ήθελε κι αυτό το ζαβό…

Προχώρησε προς το σαλόνι και την είδε να χαζεύει τους πίνακες ζωγραφικής.

Ήταν ολόιδια. Φορούσε ένα φόρεμα σε χρώμα κυπαρίσσι- πάντα της άρεσε το πράσινο- και τα χαρακτηριστικά γυαλιά μυωπίας. Από την τσάντα της προεξείχε το κεφάλι μιας χελώνας, η ίδια θα ήταν που εξαιτίας της είχε δημιουργηθεί τόσο θέμα στο Κολέγιο.

Θυμήθηκε το δωμάτιο τιμωρίας που μύριζε μούχλα, πώς είχε ανοίξει το παραθυράκι και είχε βγει από κει. Είχε συναντήσει τον Τέρυ τυχαία τότε και, αν δεν έκανε λάθος, τότε ήταν που άρχισε αυτός να την ερωτεύεται.

«Κάντυ», είπε δειλά η Πάττυ φέροντας την στην πραγματικότητα

«Τι σε φέρνει εδώ, Πάττυ;»

«Η αδερφή Μαρία μου έστειλε αυτό το γράμμα», της απάντησε με φωνή που έτρεμε. Η κυρία Πόνυ…» άρχισε να κλαίει εκείνη.

Της άρπαξε το γράμμα από τα χέρια.

Η αδερφή Μαρία ανακοίνωνε ότι η κυρία Πόνυ είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο της.

Σταμάτησε να διαβάζει, ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ο πόνος της απώλειας τη διαπέρασε ως πέρα.

Την αγαπούσε την κυρία Πόνυ, ήταν καλή, γενναιόδωρη, τρυφερή και πάντα σταθερή στην αγάπη της. Απλώς, ήταν μία και τα παιδιά πολλά, δεν μπορούσε να προστατέψει και να φροντίσει την Κάντυ, ούτε να τη γλιτώσει από τα διάφορα προβλήματα που –λες- και την κυνηγούσαν.

Με τη φαντασία της μεταφέρθηκε στο καθιστικό του ορφανοτροφείου, ένιωσε τη ζέστη από τα ξύλα που τριζοβολούσαν στη φωτιά, έβλεπε την κυρία Πόνυ να κάθεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα και να τη ρωτάει αν θέλει μια κούπα ζεστό κακάο.

Δεν τη χωρούσε πια ο τόπος. Τώρα ήταν πραγματικά μόνη στον κόσμο. Όσο ζούσε η κυρία Πόνυ, είχε οικογένεια που την περίμενε. Στο Σπίτι του Μικρού Αλόγου, με τους λόφους και τις πεδιάδες του, ένιωθε πάντα ασφάλεια και θαλπωρή. Ο μόνος άνθρωπος που την ενδιέφερε είχε πεθάνει. Ο τελευταίος της σύνδεσμος με την καλή της πλευρά που κάπου μέσα της μάλλον υπήρχε ακόμα, είχε σπάσει.

Ξανακοίταξε το χαρτί που κρατούσε. Διάβασε τις επόμενες γραμμές: Η αδερφή Μαρία ενημέρωνε ότι η κυρία Πόνυ είχε αφήσει ιδιόχειρο σημείωμα που δήλωνε ως υπεύθυνη και επικεφαλής του ορφανοτροφείου, την… Κάντυ Γουάιτ Άρντλεϊ.

Εκείνη δηλαδή.

«Γιατί να το κάνει αυτό;» σκέφτηκε.

«Σίγουρα θα το σκέφτηκε πολύ» είπε η Πάττυ που διάβασε την σκέψη της.

«Ναι, οκέι. Θα πας εσύ στη θέση μου» της είπε σε τόνο που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.

«Εγώ;;» είπε ξαφνιασμένη εκείνη.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη επιλογή από σένα. Είσαι μια κυρία Πόνυ στο νεότερο. Καιρός να σταματήσεις να θρηνείς τον Στούαρτ, πάει, πέθανε, δε γυρίζει πίσω, κάνει παρέα στον Άντονι, και να κάνεις κάτι εποικοδομητικό στη ζωή σου. Μια καινούρια αρχή, Πάττυ, το θέλεις, παραδέξου το».

«Θα μου άρεσε να φροντίζω τα μικράκια, ναι… να είμαι δίπλα τους σαν αληθινή μητέρα», είπε η Πάττυ.

«Ωραία, τελείωσε τότε. Αυτό θα γίνει, μόλις φροντίσει ο δικηγόρος τη χαρτούρα, ξεκινάς για το σπίτι του Πόνυ. Μπορείς να φύγεις, θα σε ειδοποιήσουν», της είπε ψυχρά.

Η Παττυ την αγκάλιασε. Δέχτηκε την αγκαλιά, αλλά τα δικά της χέρια ξερά σαν κούτσουρο, δε σηκώθηκαν να αγκαλιάσουν πίσω.

Την έφτιαξε την Πάττυ. Της ταίριαζε γάντι η νέα της ζωή. Και τη Σουζάνα το ίδιο που την άφησε να παντρευτεί τον Τέρρυ.

Χαλάλι τους. Ήταν καλά κορίτσια και η ζωή φέρθηκε και σε εκείνες σκληρά.

Ήταν η καλή τους η νεράιδα! ΑΧΑΧΑ γέλασε βραχνά. Καλή νεράιδα…

Ο Άλμπερτ – Γουίλιαμ δε θα είχε την ίδια άποψη, όταν θα γύριζε και δε θα την έβρισκε σπίτι.

Πλησίασε προς το σεκρετέρ αντίκα που ήταν στην άκρη του δωματίου.

«Αντίο. Μη με ψάξεις.», έγραψε σε ένα επιστολόχαρτό του με την χρυσή του πένα και έβαλε από πάνω ένα γυάλινο πρες παπιέ.

Και πολύ του ήταν που τον ενημέρωνε ότι έφυγε.

Ήθελε μια καινούρια αρχή και για τον εαυτό της. Όχι όμως αυτό που της πρότεινε η κυρία Πόνυ από τον άλλον κόσμο.

Μην ανησυχείς κυρία Πόνυ…το σπίτι σου θα είναι στα καλύτερα χέρια, της υποσχέθηκε νοερά.

Πήγε προς τη βιβλιοθήκη και έβγαλε τον Άτλαντα. Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να τον ξεφυλλίζει. Σταμάτησε σε μια σελίδα. Ανοίξε τα μάτια.

Κούβα.

Καραιβική ιτ ιζ , λοιπόν.

Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά στην εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιό της, όπως κάποτε έτρεχε στους αγρούς και της φώναζε η κυρία Πόνυ να γυρίσει πίσω!

Συνειδητοποίησε ότι το κάπνισμα είχε μειώσει τις αντοχές της και σημείωσε νοερά να το κόψει.

Έφτιαξε στα γρήγορα την βαλίτσα της, άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, πήρε από μέσα

χρήματα και κοσμήματα με πολύτιμους λίθους. Δικά της ήταν, δώρο του “ντάντι” Άλμπερτ -Γουίλιαμ.

Κοίταξε το τσεκ των επιταγών του. Της είχε πει ότι μπορεί να τα χρησιμοποιεί όπως και όσο θέλει.

Άνοιξε το λάπτοπ και έκλεισε την επόμενη πτήση για Αβάνα. Χωρίς επιστροφή. Προς το παρόν. Μετά βλέπουμε.

The end!

❗️Το κείμενο είναι δικό μου, η εικόνα άλλου-τον ψάχνω για τα κρέντιτς!

About Author

Μοιραστείτε το :