Να σου πω μια ιστορία;

Κάρολε Ντίκενς ήσουν ερωτευμένος με τη γυναίκα σου, την Κάθριν Χόγκαρθ;

Μοιραστείτε το :

Τον Φεβρουάριο του 1835, ο Κάρολος Ντίκενς διοργάνωσε ένα πάρτι στο +Soda για τα εικοστά τρίτα γενέθλιά του. Κάποια στιγμή στο κλαμπ μπήκε μια γυναικάρα, ίδια η Κλώντια Σίφερ. Έμεινε να την κοιτάζει σαν χάνος, ποια ήταν άραγε; Μπαργούμαν; Χορεύτρια; Όχι, συνοδεύει τον Χόγκαρθ, τον αρχισυντάκτη του.

Ας μην είναι η γυναίκα του, ευχήθηκε σιωπηλά, την ώρα που τον πλησίαζαν.

«Κάρολε, χρόνια πολλά με υγεία και χαρές. Ιστορίες να γράφεις, μπεστ σέλλερ να γίνονται, να αντέξουν στον χρόνο, να παίζονται στην τηλεόραση, στο νέτφλιξ, στο σινεμά, να γίνεις διάσημος σαν την Βασίλισσα Βικτώρια – Γκαντ σέιβ δε Κουίν. Από δω, η κόρη μου, Κάθριν» του είπε αυτός.

«Μπλα μπλα μπλα, η κόρη μου Κάθριν» άκουσε εκείνος.

«Χρόνια πολλά» του είπε κι εκείνη χαμογελώντας του και κοιτώντας τον βαθιά μες τα μάτια.

Στο στομάχι του οι πεταλούδες άρχισαν να πετάνε ανεξέλεγκτα, να κουτουλάνε η μία πάνω στην άλλη. Χρόνια είχε να το πάθει αυτό, από τότε με τη Μαρία, που το φλερτ τους έληξε άδοξα, όταν το έμαθαν οι γονείς της και την βάλανε στο πρώτο αεροπλάνο για Παρίσι με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

Της πήγε ένα σφηνάκι καμικάζι και της ζήτησε να χορέψουν. Σε όλο το πάρτι δεν έδωσε σημασία σε κανέναν άλλον. Χορεύανε, πίνανε σφηνάκια, γελούσανε! Μέχρι το τέλος είχε αποφασίσει ότι θα την παντρευτεί. Και δε μιλούσε το ποτό. Όχι. Την είχε ερωτευτεί.

Ο Χόγκαρθ ευτυχώς δεν είχε αντίρρηση, σε αντίθεση με τον πατέρα της Μαρίας που τον θεωρούσε λίγο για την κόρη του.

Άμα έχεις ένστικτο…

Παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο στο Λονδίνο. Δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερήσουν. Άλλωστε, δεν το έκρυβε, ήταν διψασμένος για αγάπη και οικογενειακή θαλπωρή.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε και η παιδική του ηλικία που σημαδεύτηκε από τη φτώχεια και την κακοποίηση, ας μη φοβόμαστε τις λέξεις, δε διαγράφονταν, ούτε με λοβοτομή.

Πώς να ξεχνούσε ότι αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να δουλέψει σε μια σαπισμένη αποθήκη βερνικιών παπουτσιών για να βοηθήσει την οικογένειά του και τον καταχρεωμένο πατέρα του που βρίσκονταν στο κελί 33;

Πώς να διαγράψει από τη μνήμη του τις άπειρες εργατοώρες την ημέρα, στο ετοιμόρροπο σάπιο κτίριο που οι αρουραίοι, θεωρούσαν σπίτι τους και ενοχλούνταν από τα παιδιά που δούλευαν εκεί;

Ευτυχώς ( ; ) ήταν τόσο αδύνατος που δεν χαράμιζαν ούτε δαγκωματιά σε αυτόν. Ο Όλιβερ όμως, το αγόρι που δούλευε δίπλα του, παρόλο που ήταν στην ίδια άθλια κατάσταση με εκείνον, τον είχαν δαγκώσει παραπάνω από μία φορές.

«Θα έρθεις μαζί μου;», τον είχε ρωτήσει ο ‘Ολιβερ. «Θα φύγω το βράδυ με τον Φέιγκιν, αποκλείεται να είναι χειρότερα από εδώ».

Ο νταής που έκοβε βόλτες στο στενό που βρισκόταν η αποθήκη τον είχε πείσει να μπει στο γκάνγκστα παραντάιζ του, όπως αποκαλούσε τη συμμορία του.

«Να προσέχεις, Όλι. Όλα καλά θα πάνε στο τέλος, αλλιώς δεν είναι το τέλος», του είχε πει και έτσι είχε γίνει.

Για να περνάει η ώρα κάπως ευχάριστα, όσο κολλούσε ετικέτες στα βερνίκια, έλεγε ιστορίες για παιδιά που η μοίρα τους έδειχνε τα δόντια της, ενίοτε τα δάγκωνε, όπως οι αρουραίοι γύρω τους.

Ο χώρος εργασίας του και τα σκηνικά εκεί τροφοδοτούσαν την ήδη μεγάλη φαντασία του. Πάντα στο τέλος έβαζε χάπι εντ για να δίνει ελπίδα στα παιδιά αλλά και γιατί με τον Νόμο της έλξης, αυτό προσδοκούσε στην πραγματικότητα.

Εκείνα τα Χριστούγεννα όμως είχε κοντέψει να λυγίσει.

Έξω, άλλα παιδιά, πιο τυχερά από εκείνα, τραγουδούσανε τα κάλαντα.

Κοίταξε από τα σπασμένα τζάμια τον κόσμο που περπατούσε χαρούμενος κρατώντας πακέτα δώρων.

Έτριψε τα χέρια του προσπαθώντας κάπως να τα ζεστάνει. Εννοείται ότι δεν υπήρχε θέρμανση και τα καλοριφέρ ήταν κλειστά. Για τα παιδιά στην αποθήκη των βερνικιών ήταν μια συνηθισμένη μέρα.

Ίσως ο εργοδότης τους εκτός από το κλασσικό ξεροκόμματο να τους έφερνε και τα αποφάγια του, όπως είχε κάνει την προηγούμενη χρονιά.

Αυτή θα ήταν η ζωή του μέχρι να πεθάνει;

«Ντίκενς, παίρνεις άδεια για δύο ώρες. Πέθανε η γιαγιά σου, πήγαινε στην κηδεία και έλα γρήγορα πίσω. Φυσικά δε θα πληρωθείς σήμερα για την αναστάτωση που φέρνεις αλλά είμαι μεγαλόκαρδος, Χριστούγεννα είναι, σε αφήνω να πας» άκουσε τη φωνή του Εργοδότη του που είχε έρθει να τσεκάρει ότι δουλεύουν.

Στην κηδεία, είχε εμφανιστεί ένας δικηγόρος και τους είχε ενημερώσει ότι η γιαγιά τους άφησε κάποια χρήματα.

Η καρδιά του είχε χτυπήσει δυνατά. Θα ήταν η διέξοδός του από εκείνο το κολαστήριο.

«Όχι Τσαρλς μου, πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις, τα χρήματα αυτά τα έχουμε ανάγκη», τα λόγια της μητέρας του τον πάγωσαν περισσότερο από τον κρύο αέρα που τρύπωνε μέσα στα φτωχικά ρούχα του και έφτανε μεδούλι.

Είναι δυνατόν να το εννοούσε; Μέχρι και σήμερα δεν το είχε αποδεχτεί, ότι η μητέρα του, είχε πει αυτό το πράγμα.

Κάθε φορά που το σκεφτόταν, τον κατέκλυζαν η απογοήτευση κι ο θυμός. Δε θα τη συγχωρούσε ποτέ.

Και να σκεφτείς ότι όταν γεννήθηκε, τα είχε όλα. Ο πατέρας του είχε καλή δουλειά, ο νονός του ήταν CEO σε δική του εταιρεία.

Όλα όμως μπορούν να χαθούν σε μία μόνο στιγμή. Και αυτό ήταν κάτι που είχε μάθει καλά.

Ουδέν κακό αμιγές καλού όμως. Οι κακουχίες του έγιναν έμπνευση για τα μυθιστορήματά του. Τους αγαπούσε όλους τους ήρωές του πολύ, όλοι είχαν κάτι από εκείνον, ιδίως ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Αν δε βάζεις κομμάτια του εαυτού σου σε ό,τι γράφεις, όσο καλογραμμένο και να είναι, κάτι θα λείπει, έλεγε συχνά.

Καμία φορά, περνούσε από το μυαλό του ότι ίσως να έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον ειδικό για όλα όσα του είχαν συμβεί ως παιδί, ιδίως για τη σχέση και τα συναισθήματα με τη μητέρα του, αλλά αφενός αυτά έπρεπε να μείνουν εκεί που ανήκαν, στο παρελθόν δηλαδή, και αφετέρου, γι αυτό είχε τον κολλητό του, τον Γουίλκι Κόλινς.

Αν έχεις φίλους να τα λες, γιατί να τα πεις στον ψυχολόγο;

«Γιατί οι φίλοι σου είναι το ίδιο, αν όχι χειρότερα, με σένα» του φώναζε η Κάθριν.

Όλο φώναζε το τελευταίο διάστημα. Συνέχεια ήταν κουρασμένη, μονίμως γκρίνιαζε, δεν αναγνώριζε το όμορφο χαρούμενο κορίτσι που είχε ερωτευτεί στα είκοσι τρία του.

Φόρεσε το δερμάτινο τζάκετ του, χωρίς να της απαντήσει.

«Πάλι θα βγεις; Ξέρεις, έχουμε ένα τσούρμο παιδιά που δεν τα έκανα μόνη μου. Έχουν τα παιδιά πατέρα; Ναι ή όχι;» συνέχισε να του φωνάζει.

Πωωωω. Πόσο ενοχλητική. Το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο από τα νεύρα. Της ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, χαμογέλασε με πικρία.

«Γελάς; Είσαι ο σπουδαίος Κάρολος Ντίκενς και εγώ απλώς η κυρία του κυρίου; Ξεχνάς όταν σε γνώρισα που ήσουν ένας άσημος δημοσιογράφος;» τον τσίγκλησε.

Αλήθεια έλεγε αλλά τώρα είχε γίνει κολλητός με τη Βικτώρια – Γκαντ σέιβ δε Κουίν- που ήταν μεγάλη γκρούπι και ήταν διάσημος και περιζήτητος μέχρι την Αμερική.

Σιγά το κουλτουρέ κοινό βέβαια, μασουλούσανε μπέργκερ στις θεατρικές διασκευές των έργων του και είχαν δούλους να τους υπηρετούν. Αυτό, το τελευταίο ειδικά, του γύριζε το μάτι. Δεν ντρέπονταν να έχουν στην ιδιοκτησία τους ανθρώπους και να καμαρώνουν γι αυτό;

«Θα μπορούσα να έχω το δικό μου αστέρι στη λεωφόρο του Χόλυγουντ, να είμαι πετυχημένη σεφ σαν τον Πετρετζίκη, το βιβλίο μου έφτασε μέχρι την πρώτη δεκάδα των βραβείων πάμπλικς, αλλά σε γνώρισα και είμαι απλώς η γυναίκα σου. Δεκαπέντε χρόνια σερί σου γεννάω παιδιά», η Κάθριν δεν έλεγε να σταματήσει.

Πάλι το ίδιο τροπάρι… σκέφτηκε εκείνος βαριεστημένα.

Βέβαια, είχε ταλέντο και εκείνη στη συγγραφή και σαν ηθοποιός ήταν εξαιρετική. Όσο για το μαγειρική… οκέι, έγλειφες και τα δάχτυλά σου. Το παραδεχόταν. Απλώς, τι να κάνουμε, παρέμενε στη σκιά της διασημότητας του. Ποιος είπε ότι η ζωή ήταν δίκαιη;

Κι όμως είχαν ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς, για ένα χάπιλι έβερ άφτερ.

Ήταν νέοι, όμορφοι, ερωτευμένοι και είχαν και λεφτά. Ταξίδευαν, είχαν κοινά χόμπι, παίζανε σε σολντ άουτ παραστάσεις, έτσι για το κέφι τους και κάνανε συνέχεια έρωτα.

Δεν μπορούσαν ο ένας να κρατήσει τα χέρια του μακριά από τον άλλο.

Πώς φτάσανε από αυτό το σημείο να μην μπορούνε να δει ο ένας τον άλλο;

«Δεν έχεις καμία σχέση με τη γυναίκα που ερωτεύτηκα, ούτε εμφανισιακά, ούτε σε χαρακτήρα, γρι γρι γρι κάθε μέρα, δεν μπορεί να ησυχάσει ένας άνθρωπος στο σπίτι του» της απηύθυνε εν τέλει τον λόγο. Καλύτερα να μην το είχε κάνει.

«Τολμάς να μιλάς για τα κιλά μου; Δεκαπέντε χρόνια σερί είμαι συνέχεια έγκυος, γεννάω και μεγαλώνω τα παιδιά σου. Σε περίπτωση που το ξέχασες δηλαδή».

«Δε φταίω εγώ που σαν την κουνέλα κάθε χρόνο γεννάς», του ξέφυγε. Μα, τι είχε πάθει; Δεν ήταν σωστό να της μιλάει έτσι, έκανε από μέσα του την αυτοκριτική του. Και η αλήθεια είναι ότι τα αγαπούσε τα παιδιά του. Βέβαια, κάποια στιγμή, είχε σκεφτεί ότι παραείναι ευλογημένοι και είχε ευχηθεί να είχαν ανακαλυφθεί τα ντιούρεξ.

«Δεν είπα για τα κιλά σου κάτι. Εννοούσα ότι θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο περιποιημένη, πλυμένη, λουσμένη, για παράδειγμα», συμπλήρωσε πιο μαλακά.

«Πότε να προλάβω, αν εσύ βγαίνεις έξω συνέχεια για δουλειές;»

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Μία, δύο, εκατό φορές. Άνοιξαν την πόρτα και ήταν το κούριερ.

«Για εσάς» έδωσε στην Κάθριν ένα πακέτο από Καρτιέ. Εκείνη το άνοιξε και είδε ένα υπέροχο βραχιόλι. Το χαμόγελό της έσβησε με το που είδε την αφιέρωση: “Στην Έλεν, με αγάπη”.

Αμάν αυτό το κούριερ! Άλλες φορές κάνει σαΐτα την ειδοποίηση οτι ήρθε και δεν τους βρήκε από το δρόμο που σταματάει με αλάρμ, τώρα βρήκε να παρκάρει, να χτυπήσει κουδούνι και να περιμένει μέχρι να ανοίξουν την πόρτα; Ξεφύσησε ο Κάρολος.

«Μου έφαγες τα καλύτερα χρονιά της ζωής μου, ήμουν μόνο είκοσι ετών μπουμπούκι όταν σε γνώρισα, και με κατάντησες μαραμένο κυκλάμινο… Που να μην ερχόμουν στο ρημαδοπάρτι, τελευταία στιγμή είπα να βγω», η Κάθριν έκλαιγε τώρα. Όπως κάθε μέρα.

Δεν άντεχε άλλο, ούτε εκείνη ούτε αυτός.

«Ε, να πάρουμε διαζύγιο να το διορθώσουμε αυτό», της είπε. Κάπως λυπημένα είναι η αλήθεια.

Κανείς δεν παντρεύεται για να χωρίσει. Κάπου στην πορεία όμως το έχασαν.

Πράγματι, ο πόλεμος των Ρόουζ οδήγησε σε ένα φοβερό διαζύγιο το 1858.

Ο Κάρολος είχε την κοινή γνώμη με το μέρος του μπικόζ διάσημος, ταλαντούχος και… Ντίκενς!

Είχε φανατικούς φαν, περιμεναν πως και τι κάθε μέρα να ανεβάσει ποστ στη σελίδα του, να βγάλει καινούριο βιβλίο, να τον δούνε σε κάποιο πάρτι.

Το ότι εκτός από τιτανοτεράστιος λογοτέχνης, όπως τον αποκαλούσε ο Λέων Τολστόι, ήταν και άνθρωπος και άρα είχε και αυτός ελαττώματα, οι σκληροπυρηνικοί φόλλοουερς δεν το λάμβαναν υπόψιν τους. Δεν το δέχονταν για κανένα λόγο.

Η Κάθριν έφταιγε που ήταν βαρετή σύζυγος. Γι αυτό ο Κάρολος προτιμούσε την παρέα της ενζενί Έλεν Τέρναν.

Άσε που αποκλείεται αυτή η γυναίκα να είχε γράψει βιβλίο!

«Είναι δυνατόν να το έγραψες εσύ; Το ΑΙ το έγραψε ή ο άντρας σου!» Είχε το θράσος να της πει κατάμουτρα μια γειτόνισσα.

«Γράφω χρόνια πριν ανακαλυφθεί το ΑΙ και ο Κάρολος δε θα κυκλοφορούσε ποτέ βιβλίο με γυναικείο ψευδώνυμο. Απ’ όσο γνωρίζω, το ανάποδο γίνεται, οι γυναίκες συγγραφείς αναγκάζονταν να γράφουν με ανδρικά ψευδώνυμα για να εκδοθούν. Οι αδερφές Μπροντέ, θα το επιβεβαίωναν αυτό» της απάντησε και μπήκε στο σπίτι της.

Έτρεξε κατευθείαν στο αγαπημένο της ημερολόγιο.

Το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει παλιότερες ευτυχισμένες στιγμές.

«Το άλλο μου μισό, η κυρία Ντι, η αγαπημένη μου γυναίκα», βρήκε μια κάρτα του Κάρολου.

“Κυρία Ντι”, έτσι την αποκαλούσε κάποτε, με τρυφερότητα.

«Δεν θα ξαναγίνω ποτέ τόσο ευτυχισμένος όσο τώρα που ζούμε μαζί στο μικρό σπιτάκι μας. Ακόμα κι αν γίνω πλούσιος και διάσημος, αυτές οι στιγμές έχουν χαραχτεί για πάντα μέσα μου», βρήκε άλλο σημείωμά του.

‘Έτσι καθισμένη και κλαμμένη τη βρήκε η μεγάλη κόρη της.

«Αγάπη μου, αυτό το ημερολόγιο είναι δικό σου. Για να ξέρεις ότι κάποτε οι γονείς σου ήταν πολύ ερωτευμένοι, ότι ο πατέρας σου λάτρευε τον αέρα που ανέπνεα.

Κάνε το ό,τι θέλεις, μπορείς να το ανεβάσεις στα σόσιαλ μίντια, να το μάθει όλος ο κόσμος» της είπε και άρχισε να φτιάχνει τις βαλίτσες της.

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε σπίτι ο Κάρολος.

«Θα βγω με τον Γουίλκι για να μαζέψεις με τη ησυχία σου» της είπε.

Τώρα, σχετικά με τον Γουίλκι Κόλινς θα τα πούμε σε επόμενο επεισόδιο!

ΥΓ: Για τους νέους της παρέας μας: Οι διάλογοι και τα σκηνικά είναι ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ. Μπλέκω το παρόν και το παρελθόν, τη φαντασία με την πραγματικότητα!

About Author

Μοιραστείτε το :