Να σου πω μια ιστορία;

Λέων και Σοφία Τολστόι: Η τραγωδία μιας αγάπης

Μοιραστείτε το :

Η Σοφία έτρεξε στην αγκαλιά της κολλητής της, χαρούμενη!
Ήταν τόσο καλές φίλες που η μια αποκαλούσε την άλλη ‘αγαπητό μου ημερολόγιο’, επειδή έλεγαν τα πάντα, κάθε μυστικό, κάθε χαρά και λύπη.
«Έχω ραντεβού!» την ενημέρωσε τσιρίζοντας από ενθουσιασμό.
«Με ποιον;» τσίριξε και εκείνη!
Ήταν και οι δυο τους δέκα έξι χρονών, φρέσκιες σαν ίνστα φίλτρο.
«Με έναν Λέοντα, λιοντάρι κανονικό» της απάντησε κοιτάζοντάς την πονηρά!
«Λέγε πρώτα το όνομα και άσε το ζώδιο»
«Το όνομα του είναι!»
«Τον Τολστόι λες;» ρώτησε κάπως ξενερωμένη η φίλη.
«Ναι, τον Κόμη Τολστόι»
«Δε πα να είναι και ο Δούκας του Μπρίτζερτον»
«Αχ, ναι! Τόσο κούκλος είναι και εγώ θα γίνω η Δάφνη του», συνέχισε να ονειροπολεί εκείνη.
«Ρε συ αυτός είναι γέρος, φίλος των γονιών μας»
«Όχι και γέρος ρε! Εμένα μου αρέσουν οι μεγαλύτεροι».
«Ξέρω ότι έχει παιδί»
«Μου τα χει πει όλα. Κάποιες λεπτομέρειες ήταν περιττές, όμως ήθελε να γνωρίζω τα πάντα γι αυτόν! Κι άλλωστε όλοι έχουν παρελθόν»
«Εμείς δεν έχουμε!» διαφώνησε το “ημερολόγιό” της.
«Εγώ θα αποκτήσω!» γέλασε πονηρά και άρχισε να τραγουδάει
Μου ‘πε πωσ θα ‘ρθει στις οκτώ
Και στήθηκα απ’ τισ έξι
Φόρεσα τα καινούρια μου και ντύθηκα στην πένα
Γιατί έχω απόψε ραντεβού
Το πρώτο αυτό το ραντεβού αγάπη μου με σένα
Λίγο πριν βγει από το σπίτι, η μαμά της έμπαινε με φόρα στο δωμάτιο της. Είχε μάθει τα νέα από τη μάνα της κολλητής της κόρης της.
«Σοφία, θα βγεις ραντεβού με τον Λέοντα;»τη ρώτησε αυστηρά.
«Εσύ δε λες συνέχεια ότι είναι καλός, με μόρφωση, γλώσσες, πτυχία;»
«Ναι, είναι καλός για φίλος μου, όχι γαμπρός μου»
«Εμένα μου αρέσει! Είναι έτσι, επαναστάτης, και έχει πολλές ιδέες και σχέδια και μιλάει πολύ ωραία και γράφει ακόμα καλύτερα!Ξέρεις ότι θέλει να μορφώσει τα παιδιά όλης της χώρας; Να ιδρύσει σχολεία;»
«Ξέρω ότι ήταν άστατος πολύ και όπου θέλει θα πηγαίνει»
«Έχει αλλάξει. Δεν είναι όπως ήταν πριν πάει στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Γύρισε αλλιώτικος».
Η μαμά της δεν έφερε άλλη αντίρρηση…ήταν και άλλη εποχή, που συνηθιζόταν ο σύζυγος να είναι μεγαλύτερος, και ο Λέοντας ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Κι αν στο πρώτο μισό της ζωής του ήταν βουτηγμένος στις κραιπάλες, τώρα είχε αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
«Απλώς δε θέλω η κόρη μου να έχει την τύχη της Άννας Καρένινα που είχε παντρευτεί τον Αλεξέι Αλεξάντροβιτς Καρένιν, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της και μετά γνώρισε τον συνομήλικο Αλεξέι και φύγανε στην Ιταλία για eat pray and love αλλά η ιστορία τους δεν είχε χάπι εντ»
«Δεν την ξέρω αυτή που λες»
«Αυτή παιδί μου, που την είχε παίξει η Ντενίση στο θέατρο και την κορόιδευε ο Λαζόπουλος στο Αλ Τσαντίρι νιους;»
«Α, τώρα κατάλαβα. Ε, δεν έχω καμία σχέση με αυτήν! Εγώ είμαι τρελά ερωτευμένη με τον Λέοντα»
«Και αυτό με ανησυχεί αλλά τέλος πάντων. Αν οτιδήποτε πάει στραβά, οποιαδήποτε στιγμή, να έρθεις να μιλήσεις σε μένα και τον πατέρα σου», της είχε πει και οι δυο γυναίκες είχαν αγκαλιαστεί σφιχτά.
Ο Λέων την είχε πάει σε ένα βίγκαν ζίρο γουέιστ καφενείο στα Εξάρχεια, γιατί όπως της είπε, ο υπερκαταναλωτισμός δεν είναι ωραίο πράγμα.
«Σοφία μου, θέλω να κατασταλάξω, να κάνω οικογένεια και να ζήσω ευτυχισμένος σαν πατριάρχης, να αποκτήσω πολλά παιδιά εννοώ. Εσύ;» δεν άργησε να μπει στο ψητό.
«Δεν έχω προλάβει να σκεφτώ τι θέλω ή να ταξιδέψω ή να κάνω δικά μου όνειρα, οπότε τα δικά σου όνειρα θα γίνουν και δικά μου» του απάντησε και ήταν ό,τι πιο ρομαντικό είχε ακούσει ποτέ του.
Θα την έβαζε την ατάκα αυτή, σίγουρα σε κάποια από τις ηρωίδες του.
«Είμαι ερωτευμένος. Δεν πίστευα ότι ήταν δυνατόν να ερωτευτώ. Είμαι τρελός! Θα με πυροβολήσω αν συνεχίσω να νιώθω έτσι» της δήλωσε και εκείνη χαρούμενη σκέφτηκε ότι ήθελε να το ανεβάσει στο τικ τοκ, αλλά δεν ήθελε να την περάσει για μικρή ανόητη.
Μόλις μια εβδομάδα μετά το ραντεβού τους, παντρεύτηκαν! Δε θέλανε να το καθυστερήσουν λεπτό παραπάνω.
Τον περισσότερο καιρό τον περνούσαν στο κρεβάτι τους!
Απέκτησαν δέκα τρία παιδιά και σε όσους τους ρωτούσαν αν θέλουν να τους πάρουν δώρο μια τηλεόραση, απαντούσαν να κρατήσουν το χαζοκούτι για τον εαυτό τους.
Αν θέλανε, θα αγόραζαν μόνοι τους, δόξα τω Θεώ, λεφτά υπάρχουν που έλεγε και ένας γνωστός πολιτικός.
Όταν σηκώνονταν από το κρεβάτι, πηγαίνανε στο γραφείο του όπου εκείνος έγραφε μανιωδώς, χωρίς να καταλαβαίνει πώς περνάει η ώρα!
Και να, το πρώτο ντραφτ , να, το δεύτερο και τρίτο και να, το φάιναλ αρχείο και φάιναλ δύο και φάιναλ φάιναλ νούμερο 3442394 και εκείνη δίπλα του, αντέγραφε και έκανε επιμέλεια τα χειρόγραφα του, που ήταν γραμμένα σαν συνταγή από γιατρό.
Και το απολάμβανε, πραγματικά το απολάμβανε αλλά δεν έπαυε να είναι χρονοβόρα ασχολία, ειδικά για τον “Πόλεμο και Ειρήνη”, που ήταν μια κουμούτσα να με το συμπάθιο.
Και δεν ήταν ότι δεν είχε τι να κάνει, αφού ήταν συνέχεια έγκυος ή με ένα μωρό αγκαλιά.
Και εκείνος όταν έγραφε, έμπαινε σε έναν άλλο χωροχρόνο που δεν υπήρχαν ρολόγια και άλλες υποχρεώσεις.
«Σοφία, δεν υπάρχει αληθινή ηδονή, εκτός από εκείνη που δίνει η δημιουργικότητα.
Είτε φτιάχνει κανείς μολύβια, είτε μπότες, είτε ψωμί, είτε παιδιά.
Χωρίς δημιουργία δεν υπάρχει αληθινή ευχαρίστηση», της έλεγε.
Συμφωνούσε μαζί του, αλλά ήθελε βοήθεια με τα παιδιά, να τα πάει εκείνος σε καμιά δραστηριότητα και κάνα πάρτι, να ξυπνήσει καμιά φορά μες τη μαύρη νύχτα να ταΐσει με το μπιμπερό το μωρό που κλαίει. Και δεν ήθελε άλλα παιδιά, είχε αρχίσει να τα παίζει.
Για το τελευταίο ειδικά, είχαν αρχίσει να έχουν ομηρικούς καυγάδες.
«Δεν είμαι κουνέλα» του φώναζε.
«Σου είχα πει από την αρχή ότι θέλω πολλά παιδιά» , φώναζε κι εκείνος.
Τα έλεγε και στη φίλη -ημερολόγιο…για τις παραξενιές του και τις απαιτήσεις του, που από τη μία της ανέβαζαν το αίμα στο κεφάλι, από την άλλη όμως ήθελε να τον έχει ευχαριστημένο.
«Ώρες ώρες, θέλω να του σπάσω το κεφάλι αλλά είμαστε παντρεμένοι έξι χρόνια τώρα και τον αγαπώ ακόμα με την ίδια τρέλα, το ίδιο πάθος και την ίδια ζήλια» της έλεγε.
Τίποτε όμως δεν κρατάει για πάντα, ούτε το καλό, ούτε το κακό.
Ο άντρας της βυθιζόταν αργά αλλά σταθερά στην κινούμενη άμμο των ενοχών και των τύψεων επειδή εκείνοι είχαν χρήματα ενώ άλλοι πεινούσαν.
Σκεφτόταν να απαρνηθεί κάθε προνόμιο που του παρείχε η αριστοκρατική του καταγωγή, δούλευε σαν τον Φάρμερ Τζορτζ στο οικογενειακό κτήμα και θα παραχωρούσε όλα τα δικαιώματα των έργων του, είτε είχαν εκδοθεί είτε όχι, προς δημόσια χρήση.
Όσο πιο πολύ βυθιζόταν, τόσο αποκοβόταν από εκείνη.
Οι πνευματικές αναζητήσεις του ήταν τέτοιες που οδήγησαν μέχρι και στον αφορισμό του από τη Ρωσική Εκκλησία.
Κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν φτάσει σε οριακό σημείο εκείνο το απόγευμα που πήγε να σερβίρει καφέ στο σαλόνι που είχαν καλεσμένους τον Μαχάτμα Γκάντι και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον άκουσε να λέει:
«Σκέφτομαι να τα παρατήσω όλα και όλους, περιουσία, οικογένεια, δόξα, τίτλους και να πάω να ζήσει σε μια καλύβα στη φύση».
Βλέποντας την, σταμάτησε να μιλάει και έκανε και νόημα στους άλλους να πούνε κάτι άλλο.
Η Σοφία το βλέπε να ‘ρχεται. Ήταν ικανός να πουλήσει μέχρι και το κτήμα που βρισκόταν το σπίτι τους. Θα έμεναν με τα παιδιά και τα εγγόνια στο δρόμο…
Αποκλείεται όμως να την εγκατέλειπε. Όχι μετά από σαράντα πέντε χρόνια γάμου!
Κι όμως, το 1910 σε ηλικία 82 ετών εκείνος το σκάσε κρυφά για να ζήσει όσο το δυνατόν πιο απλά, με τα απολύτως απαραίτητα.
Αλλά δεν πρόλαβε.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Αστάκοβο της Ρωσίας, την ώρα που περίμενε το τραίνο που θα τον πήγαινε μακριά από την πόλη και τις ανέσεις της, μακριά και από τη Σοφία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Όσο για τη Σοφία…συνέχισε να γράφει, συνέχισε να θυμάται κι άφησε πίσω της φράσεις σαν κι αυτή- συγκλονιστική, αν με ρωτάτε:
“I am left alone morning, afternoon and night… I am a piece of household furniture. I am a woman”.
Και με αυτό, θα κλείσουμε.
Τον Τολστόι τον έγραψε η Ιστορία.
Η Σοφία έγραψε τη δική της.
Με πένα, με οργή, με αγάπη και χωρίς ανάγκη για χειροκρότημα.
Ανάμεσα σε άλλα που έγραψε, δημοσιεύθηκαν δεκατρείς τόμοι ημερολογίων της και αυτοί δεν ήταν καν το σύνολο του αρχείου της!

About Author

Μοιραστείτε το :