Να σου πω μια ιστορία;,  Τέχνη

Ο Θεόφιλος ο λαϊκος μας ζωγράφος που πληρωνόταν με ένα πιάτο φαγητό

Μοιραστείτε το :

Το τηλέφωνο που χτύπησε μία, δυο, τρεις φορές, τον ξύπνησε. Πού να πάρει,

και έβλεπε τόσο ωραίο όνειρο…

Τον είχαν αναγνωρίσει, λέει, ως μεγάλο ζωγράφο, και μάλιστα η φήμη του είχε βγει εκτός συνόρων.

Ο Στρατής Ελευθεριάδης που οι φίλοι τον φώναζαν Τεριάντ είχε οργανώσει μια έκθεση με δικές του ζωγραφιές στο Παρίσι και είχαν κάνει πάταγο!

Από αυτήν την έκθεση άρχισαν να τον παραδέχονται πρώτα στο εξωτερικό και μετά στο εσωτερικό.

Δυστυχώς, όμως, ο Τεριάντ έκανε την Έκθεση, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του.

Κι αυτός ο Χάρος, δεν μπορούσε να περιμένει κάνα δυο χρονάκια ακόμα…

Να προλάβαινε να ακούσει από το στόμα του Τάκη Μπαρλά να τον αποκαλεί «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής» και τον Γιώργο Σεφέρη να τον συγκρίνει με τον Μακρυγιάννη…

Τον πήρε στη βάρκα και ας μην είχε οβολό να του δώσει… Πληρώθηκε κι αυτός με δυο κουταλιές τραχανά και τρεις μπουκιές χυλοπίτες, την αμοιβή που δεχόταν και ο ίδιος για τη δουλειά του.

Ωραία ήταν στο όνειρο, αλλά τώρα ήταν ξύπνιος και εξακολουθούσε να είναι φτωχός και άσημος.

Στο τέταρτο κουδούνισμα, το σήκωσε «‘Εμπρός; »

«Θεόφιλε, έχω μια μερίδα φασολάδα με μπόλικο κρεμμυδάκι και ελιές, όπως αρέσει στη νουαζέτα αν και εντελώς ανπόπιουλαρ και σαφώς αντιινσταγκραμική οπίνιον. Τι λες;» τον ρώτησε.

«Βάλε και μια φρατζόλα ψωμί κύρ Στέφανε, απόψε θα το κάψουμε!»

«Τέλεια! Τώρα που τα βρήκαμε στην αμοιβή σου, θέλω να μου ζωγραφίσεις την επιχείρηση μου»

«Έρχομαι!»

Φόρεσε με γρήγορες κινήσεις τη φουστανέλα του. Ήξερε ότι θα τον κορόιδευαν πάλι γι αυτήν αλλά είχε συνηθίσει και δεν τον απασχολούσε πια. Εκείνος ζούσε στο δικό του κάδρο.

Όταν έφτασε στο καφενείο, μια μεγάλη παρέα ανδρών έπινε τα ουζάκια της, κάποιοι παίζανε τάβλι, άλλοι συζητούσαν τις προκλήσεις των Τούρκων.

Του έριξαν μια ματιά. Μάντεψε τις σκέψεις τους. Τις είχαν εκφράσει άλλωστε, τόσες φορές.

“Ντιπ Κουζουλός. Αντί να κάνει καμιά κανονική δουλειά, καθόταν και μουτζούρωνε τοίχους και ταβάνια”.

Δεν τους έδωσε άλλη σημασία.

Ανεβασμένος στη σκαλωσιά ζωγράφιζε με αφοσίωση, όταν πέρασε ο Αρτούρο Ρομάν, και του έσπρωξε τη σκάλα. Γιατί έτσι, επειδή μπορούσε.

Από μικρό παιδί, αντιμετώπιζε νταήδες που είχαν καταλάβει ότι ξεχώριζε, ότι δεν ήταν σαν όλους τους άλλους και έπρεπε να περιπαίξουν τη διαφορετικότητα του.

Και όχι μόνο.

Αρχικά στο κρυφό σχολειό που έγραφε με το αριστερό χέρι. Πόσο ξύλο είχε φάει την ώρα του μαθήματος για να μάθει να γράφει με το δεξί.

Έπειτα στα διαλείμματα, τον χτυπούσαν γιατί αντί να παίζει ποδόσφαιρο,όπως όλα τ’ αγόρια, προτιμούσε να ζωγραφίζει τους τοίχους με ιστορία, την ένδοξη επανάσταση του 21, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Ο κυρ Στέφανος, τον βοήθησε να σηκωθεί και του προσέφερε μια μαστίχα Χίου σε υποβρύχιο και ένα ντεπόν για τον πόνο.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε.

Καλά ήταν, δεν είχε σπάσει το χέρι του και αυτό ήταν το σημαντικό.

Η Χίος του θύμισε το νησί του. Θα τελείωνε τον πίνακα εδώ στη Μαγνησία και θα έπαιρνε το πρώτο πλοίο για την Μυτιλήνη. Ίσως να επέλεγε εκείνο το δρομολόγιο από το Λαύριο που περνούσε από τον Άη Στρατη.

Είχε ανάγκη από απόλυτη ηρεμία και ψυχική ξεκούραση. Να μη βλέπει κανέναν. Να μη μιλάει σε κανέναν. Μόνο να ζωγραφίζει.

Με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό. Όπως πάντα. Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο.

«Κύριε Χατζημιχαήλ;» τον έβγαλε από την σκέψη του μια γυναικεία φωνή.

«Σας έψαχνα. Θα ήθελα να μου ζωγραφίσετε τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Θα τον κάνω δώρο γάμου στην κολλητή μου που παντρεύεται».

Το σκέφτηκε λίγο. Θα ανέβαλε το ταξίδι του για λίγο ακόμα.

Είχε κι άλλες παραγγελιές άλλωστε, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Μέγα Αλέξανδρο…

Του ζητούσαν συχνά να αποτυπώνει με τα πινέλα του την ιστορία της Ελλάδας, τη σύγχρονη, αυτή του Αλή Πασά, αλλά και την αρχαία, του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ναι, το αποφάσισε. Και θα έκανε και προφίλ στο ίνσταγκραμ, να ανεβάζει την τέχνη του. Και πολύ το καθυστέρησε.

Χωρίς σόσιαλ, δε θα τα κατάφερνε ποτέ.

Ήταν απαραίτητα για να βγάλει το έργο του παράεξω και να τον μάθει ο κόσμος.

Ναι, θα έκανε δύο άλμπουμς, θα τα έβαζε στα χάιλάιτς.

Στο ένα θα ανέβαζε τους ήρωες από τα μυθολογικά, βυζαντινά και ιστορικά χρόνια και στο άλλο, σκηνές από την καθημερινή ζωή και τοπογραφία.

Όλα αυτά ήταν η πατρίδα του, αυτή θα αναδείκνυε και αυτή θα ήθελε, αν έβγαινε το όνειρο του αληθινό, να δείξει ο Τεριάντ στους Γάλλους.

Αλλά και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, θα μπορούσε να ιδρύσει ένα μουσείο με το όνομά του, στη Βαρειά Μυτιλήνης, εκεί, γύρω στο 1964.

Θα έπαιρνε τηλέφωνο να του το προτείνει.

Προς το παρόν, έπρεπε να τελειώσει το καφενείο και μετά να πιάσει τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα!

Ξανά ανέβηκε στη σκάλα…

Οι διάλογοι και τα σκηνικά είναι μυθοπλασία. Οι πληροφορίες που μεταφέρονται είναι γεγονότα.

Αν διαβάζουμε κάτι που μας φαίνεται σουρεάλ, αν μας φαίνεται ότι μπερδεύτηκε το παρελθόν και το παρόν, βλέπουμε το ίνφο της σελίδας που βρισκόμαστε.

About Author

Μοιραστείτε το :