
Ρόμπερτ και Κλάρα Σούμαν
Στο σαλόνι ενός σπιτιού στο Τσβίκαου της Γερμανίας, η Φράου Σούμαν μάλωνε τον γιο της Ρόμπερτ.
Ήταν το πέμπτο παιδί και στερνοπαίδι της και συνήθως του έκανε τα χατίρια. Όχι όμως σήμερα.
«Θες να παίζεις πιάνο επαγγελματικά; Τύπου Στέφανος Κορκολής; Ξέχνα το. Εσύ τα παίρνεις τα γράμματα, θα γίνεις πανεπιστήμονας, δικηγόρος, θα ‘χεις αληθινή δουλειά και λεφτά».
Εκείνος δεν αντιμίλησε, γιατί τη σεβόταν, όμως, μέσα του, η φωνή του Καλλιτέχνη φώναζε και σπάραζε.
Διάβαζε να περάσει Νομική αλλά ταυτόχρονα το βράδυ που ξάπλωνε στο κρεβάτι του, φορούσε τα ερ ποντς και άκουγε ποντ καστ μεγάλων μουσικών.
Πέρασε στο πανεπιστήμιο στη Λειψία και εκεί, μακριά απο την επίβλεψη της μαμάς, ένιωσε ελεύθερος.
Αντί να παρακολουθεί στα έδρανα Δίκαιο, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου με τον διάσημο καθηγητή μουσικής Φρίντριχ Βικ.
Ο δάσκαλός της μουσικής τον εκτιμούσε σαν ταλέντο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν τον συμπαθούσε ή όχι, μέχρι που το ενδιαφέρον της κόρης του της Κλάρας, γι αυτόν τον νεαρό με την μυστήρια αύρα, τον έκανε να το αποφασίσει.
«Δεν θα τον ξαναδείς», της είπε κοφτά.
«Ό,τι έμαθες έμαθες, αποφοίτησες από μένα», του είπε στον ίδιο τόνο.
Αυτός όμως μπαινόβγαινε τη νύχτα από το παραθύρι του δωματίου της, όπως ο Μάρκους στο Τζίνι και Τζόρζια, που έχω φάει κόλλημα το τελευταίο διάστημα.
Ο πατέρας της και καθηγητής του, όταν τους έπιασε στα πράσα, τράβηξε την υπόθεση στα δικαστήρια, αλλά έχασε γιατί ως γνωστόν, Έρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις.
Το ερωτευμένο ζεύγος παντρεύτηκε χωρίς την ευχή του και τον επόμενο κιόλας χρόνο απέκτησε το πρώτο του παιδί.
Κάπου εδώ να πούμε, και έχω ήδη αργήσει, ότι η Κλάρα ήταν παιδί θαύμα στο πιάνο, φοβερά ταλαντούχα, γνωστή και περιζήτητη από μικρή.
Αυτό ήθελε και για τον εαυτό του ο Σούμαν αλλά σε μια προσπάθεια να κάνει τα δάχτυλά του πιο… ανταγωνιστικά, την πάτησε. Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, που λένε.
Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες ενός τύπου στο τικ τοκ που είχε δέσει το δάχτυλό του με σκοινί από το ταβάνι, έκανε τη μέθοδο του Προκρούστη.
Η Κλάρα το είδε και σκέφτηκε “καλά θα πάει κι αυτό”, αλλά δε μίλησε γιατί φοβόταν μην της θυμώσει.
Η μέθοδος αυτή οδήγησε στην παράλυση του δαχτύλου κι έτσι η καριέρα του σαν πιανίστας, τελείωσε πριν ξεκινήσει.
Αναγκαστικά προχώρησε σε πλαν Μπι.
Άλλωστε, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Έπεσε με τα μούτρα στη σύνθεση.
Έγραφε κομματάρες, για γρήγορα λειτουργικά και επιδέξια δάχτυλα. Τα οποία είχε η γυναίκα του.
Άρχισε να συνθέτει για εκείνη λοιπόν και έγινε ένας ρομαντικός θρύλος!
Ήταν ένα πολύ καλό δίδυμο με τη μικρή μουσική διάνοια που είχε ερωτευτεί.
Ο έρωτας του γι αυτήν ήταν μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και το 1840 που την παντρεύτηκε έγραψε πάνω από εκατόν τριάντα σινγκλς.
Ναι, μέσα σε ένα χρόνο…
Οι προβολές στα γιουτιούμπς, ακουμπούσαν τετραψήφιο νούμερο, κάθε του κομμάτι γινόταν βάιραλ.
Υπάρχει και ένα “αλλά” όμως.
Η Κλάρα έγινε με τις συνθέσεις του πολύ πιο διάσημη από αυτόν.
Πάντα οι συνθέτες είναι στο περιθώριο, όλοι ξέρουν αυτόν που ερμηνεύει, που είναι μπροστά στα φώτα και όχι αυτόν που δημιούργησε το κομμάτι, που είναι πίσω από τις κάμερες.
Εκείνη έφευγε σε περιοδεία, εκείνη αποθέωναν, υπέγραφε αυτόγραφα, την βάζανε αφίσα στη Σούπερ Κατερίνα. Εννοείται ότι έβγαζε περισσότερα χρήματα από εκείνον.
Γενικότερα, ζούσε το δικό του όνειρο. Εκείνος έπρεπε ή ήθελε τέλος πάντων, να είναι στη θέση της.
Το πρώτο μπρέικντάουν ήρθε χωρίς προειδοποίηση, την ώρα που συνέθετε το Carnaval.
Δεν του έδωσε σημασία, συνέχισε να συνθέτει μουσική με συναίσθημα και με αυτή την υπαρξιακή μελαγχολία που βίωνε.
Το πιάνο δεν ήταν απλώς ένα μουσικό όργανο, ήταν ο ψυχολόγος του, ο φίλος του, το ημερολόγιό του.
Η μητέρα του που τον ήξερε καλύτερα απ όλους και είχε ήδη χάσει μια κόρη αλλά και τον σύζυγό της, τρόμαξε όταν τον είδε.
«Το έλεγα εγώ να γίνει δικηγόρος» ψιθύριζε γιατί θεωρούσε ότι το κόλλημα με τη μουσική επιδείνωσε κάτι που ίσως να ήταν και κληρονομικό.
Μια μέρα που ξύπνησε ορεξάτος, αποφάσισε να γίνει ινφλουένσερ. Άνοιξε ένα προφίλ στο spotify και το ονόμασε “Neue Zeitschrift für Musik”.
Μέσα από αυτό άκουγε ανεξάρτητους συνθέτες και έφτιαχνε ενδιαφέρουσες πλέιλιστς.
Εκεί ανακάλυψε τον Σοπέν και τον Μπραμς, δύο νεαρούς μουσικούς, ενθουσιάστηκε με το ταλέντο τους και τους προώθησε με την καρδιά του!
«Ο τύπος αυτός μόλις έσκασε στο σπότιφάι! Είκοσι χρονών σε ηλικία αλλά συνθέτει σαν να ‘χει είκοσι χρόνια εμπειρία. Μπραμς! Θυμηθείτε το όνομά του.
Το ακούσατε πρώτοι εδώ!».
Μια άλλη μέρα όμως που ξύπνησε εντελώς διαφορετικά, η υπαρξιακή κρίση χτύπησε κόκκινο και έπεσε με φόρα στα παγωμένα νερά του Ρήνου.
Τον σώσανε οι περαστικοί αλλά πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ίδρυμα, από το οποίο δε βγήκε δυστυχώς όρθιος.
Σαν σήμερα, στις 29 Ιουλίου 1856, πέ8αvε ο Ρόμπερτ Σούμαν, μόλις στα 46 του χρόνια.
Ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα και πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για το πιάνο.
Έμεινε το προφίλ του ενεργό στο σπότιφάι που έχει όλες τις συνθέσεις του συγκεντρωμένες.
Όποιος το επισκέπτεται διαβάζει:
«Συνθέτης. Ρομαντικός. Και καταραμένος. Αν με ψάχνεις, δημιουργώ την επόμενη επιτυχία για την Κλάρα και το πιάνο της».
About Author

