Βιβλία ενηλίκων,  Να σου πω κατι;

Άγκαθα Κρίστι|Η Βασίλισσα της Αστυνομικής λογοτεχνίας

Μοιραστείτε το :

Βρισκόμαστε στο 1912 σε μια παραλία της Μασαχούσετς.

«Ποια είναι η μικρή»; ρώτησε ο Άρτσι τον κολλητό του χωρίς να πάρει τα μάτια του από την σέρφερ που δάμαζε τα κύματα σαν αμαζόνα του ωκεανού.

«Όχι, όχι, οχι. Άρτσιμπαλντ, ξέχνα το»

«Γιατί;»

«Γιατί είναι η μικρή αδερφή της Μαρτζ και εσύ κάνεις συλλογή από γυναίκες»

«Αυτή είναι ξεχωριστή» σχολίασε εκείνος, συνεχίζοντας να θαυμάζει την επιδεξιότητα της πάνω στη σανίδα.

«Δεν έχει καμία σχέση με τίντερ και όλα αυτά τα ντέιντινγκ απς που χρησιμοποιείς»

«Ακριβώς» σχολίασε εκείνος χαμογελώντας.

Ε φιου άορς λέιτερ η Σέρφερ διέσχιζε τον κήπο του παραθαλάσσιου σπιτιού της.

«Ενδιαφέρεται για σένα ο Άρτσιμπαλντ Κρίστι, αξιωματικός του Βασιλικού Πυροβολικού», της είπε η μαμά της ενθουσιασμένη, πριν προλάβει καν να κλείσει την πόρτα πίσω της.

«Αυτός που ήταν με το αγορι της Μαρτζ ;» ρώτησε στερεώνοντας τη σανίδα του Σερφ στον τοίχο και τρέχοντας να χωθεί, στην αγκαλιά της.

Ήταν πολύ δεμένες.

Όταν έχασαν τον μπαμπά της, η μαμά της έκανε τα πάντα για εκείνη και τα αδέρφια της και δεν τους έλειψε τίποτα. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα, κατάφερε να πληρώσει ένα ακριβό οικοτροφείο στο Παρίσι, σπουδάζοντάς την.

Κι ως γνωστόν, η γνώση είναι κάτι που δεν μπορεί να σου πάρει κανείς, είναι δύναμη, είναι θησαυρός.

Ο Μόντι και η Ματζ, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της είχαν ήδη ανοίξει τα φτερά τους και είχαν πετάξει μακριά από τη φωλιά.

Και τώρα η μαμά της ήταν άρρωστη και εκείνη προσπαθούσε να μη σκέφτεται το κακό σενάριο.

Και αυτό ήταν δύσκολο για μια συγγραφέα, που έφτιαχνε συνέχεια ιστορίες στο μυαλό της, από την ηλικία των πέντε ετών που έμαθε να διαβάζει μόνη της και κάθε βράδυ κουκουλωμένη κάτω απο τα σκεπάσματα ταξίδευε σε κόσμους μακρινούς.

«Πιστεύω ότι είναι καλη περίπτωση. Έχει καλό σκοπό. Άντε βάλε στεγνά ρούχα και έλα στο σαλόνι. Θα τους πάω λεμονάδα και μπισκότα, μέχρι να ετοιμαστείς».

Λίγο αργότερα, σάλα, σάλα μες στη σάλα τα μιλήσανε,

να τον πάρει, να την πάρει συμφωνήσανε.

Μπορεί να είχαν μόλις γνωριστεί αλλά η χημεία ή υπάρχει από την αρχή ή όχι.

«Κυρία Κρίστι. Άγκαθα Κρίστι» σκεφτόταν στο μυαλό της, τόσο ταιριαστό όνομα για συγγραφέα.

«Αγάπη μου, είμαι ήσυχη πλέον, που ξέρω ότι δε θα είσαι πια μοναχούλα σου» της είπε καληνυχτίζοντας την το βράδυ η μητέρα της.

«Μανουλα μου, έχω εσένα, δεν είμαι μόνη μου» της απάντησε με ένα σφίξιμο στο στομάχι.

Με τον Άρτσι παντρεύτηκαν την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1914, πριν εκείνος φύγει για τον πόλεμο.

Η Άγκαθα ήταν στον Ερυθρό Σταυρό και ως βοηθός φαρμακοποιού έμαθε πολλα για τα διάφορα σκευάσματα, βότανα, χάπια, που μπορούν να σώσουν ή και να καταστρέψουν.

Ο σύζυγός της επέστρεψε το 1918 και ένα χρόνο αργότερα απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους.

«Αχ, ειμαι τόσο τυχερή, έχω την κόρη μου, έναν κούκλο σύζυγο, τη μητέρα μου, την καριέρα μου, πόσο τυχερή είμαι» φώναζε δυνατά την ευτυχία της.

Δεν πέρασε πολύς καιρός από αυτές τις δηλώσεις και η μαμά της που ήταν καιρό άρρωστη, έφυγε.

Η Άγκαθα έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, η απώλεια της προκάλεσε βαθιά κατάθλιψη.

Το τελειωτικό χτύπημα όμως της το έδωσε ο Άρτσι. Μπήκε ένα απόγευμα σπίτι και της ανακοίνωσε ότι είναι ερωτευμένος με μια φίλη της και ότι θέλει να χωρίσουν.

Δεν του απάντησε κάτι, απλώς πήρε τα κλειδιά του αμαξιού της κι έφυγε σοκαρισμένη και έξαλλη ταυτόχρονα. Είχε υποψιαστεί ότι υπήρχαν και άλλες γυναίκες αλλά για τη φίλη της, δεν το περίμενε.

Όσο οδηγούσε έκανε διάφορα σενάρια στο μυαλό της, στα οποία του έβαζε θρυματισμένα χάπια μαζί με θρυματισμένο πάγο στο σμούθι του, όπως είχε κάνει η Τζίνι και η Τζόρτζια στο Νέτφλιξ.

Καλή ιδέα για το επόμενο μυθιστόρημα μου, σκέφτηκε αυθόρμητα.

Γιατί όταν είσαι συγγραφέας, δε σταματάς να γράφεις ιστορίες στο μυαλό σου, ό,τι κι αν συμβαίνει, σε όποια κατάσταση κι αν είσαι. Όλα είναι έμπνευση.

“Και θα βάλω τη μις Μαρπλ ή τον αγαπημένο μου Ηρακλή Πουαρό με το διάσημο μουστάκι, να ψάξουν τον δολοφόνο”, συνέχισε να φτιάχνει τον κορμό της ιστορίας.

Ο Ηρακλής την έκανε να νοσταλγήσει την Ελλάδα…

Επιθυμούσε να φύγει μακριά απ όλους όσους γνώριζε, να βρεθεί κάπου που έχει πάντα ήλιο και να φάει ένα σουβλάκι πίτα γύρο απ όλα μαζί με πατάτες, το απόλυτο κομφόρ φουντ.

Θυμήθηκε την προηγούμενη φορά που είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα… Ήταν καθισμένη για δεκατέσσερις ολόκληρες ώρες στα καπούλια ενός μουλαριού με προορισμό την Ανδρίτσαινα.

“Εύχομαι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς τους να έχουν βελτιωθεί από τότε”, σκέφτηκε.

Ναι, θα ξαναπήγαινε να περπατήσει στους Δελφούς, στην αρχαία Ολυμπία, να δει θέατρο στην Επιδαύρο, να ανεβει πάλι στο ιερό βράχο της Ακρόπολης, να περπατήσει τον δρόμο των Ιπποτών στην παλιά πόλη της Ρόδου, να επισκεφθεί το δάσος με τις πεταλούδες.

Πρώτα όμως θα έδινε στον Ακατανόμαστο ένα μάθημα.

Φερστ θινγκς φερστ.

Ήταν η Βασίλισσα της αστυνομικής Λογοτεχνίας ή δεν ήταν;

Τα βιβλία της είχαν πουλήσει ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα στα αγγλικά, και ένα ακόμη δισεκατομμύριο σε εκατόν τρεις άλλες γλώσσες.

Η «Ποντικοπαγίδα», είναι όχι μόνο το πιο επιτυχημένο της θεατρικό, αλλά το μακροβιότερο έργο στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, αφού παιζόταν ασταμάτητα από το 1952, νον στοπ.

Και να φανταστεί κανείς ότι το μυθιστόρημα, στο οποίο πρωτοεμφάνισε τον Ηρακλή Πουαρό, απορρίφθηκε από έξι εκδότες πριν κυκλοφορήσει το 1920!

Θα ετοίμαζε τρελό χουνέρι στον Άρτσι.

Θα σκηνοθετούσε την εξαφάνιση της.

Εκείνος θα ήταν, προφανώς, ο βασικός ύποπτος, πόσο μαλλον που υπήρχε και τρίτο πρόσωπο.

Θα άφηνε το αυτοκίνητο πάνω από ένα λατομείο του Σάρρεϋ με δίπλωμα οδήγησης και ρούχα της αλλά χωρίς άλλο ίχνος δικό της.

Η εξαφάνισή της έγινε πρωτοσέλιδο στον εγχώριο και διεθνή Τύπο και έπαιζε νυχθημερόν σε όλες τις εκπομπές και τα σόσιαλ μίντια.

Η ίδια παρακολουθούσε τα καθέκαστα από την τηλεόραση του πολυτελούς δωματίου του ξενοδοχειου, που είχε κλείσει στο όνομα της Κέλυς Τέιλορ.

Ακριβώς όπως έκανε η Ρόζαμουντ Πάικ στο Gone Girl.

Έντεκα μέρες αργότερα αφού η αστυνομία είχε στριμώξει τον Άρτσι για τα καλά, όπως τον Μπεν Άφλεκ στην ταινία, σκέφτηκε ότι ήταν αρκετή η τιμωρία του.

Αν δεν τη θέλει μία, δεν τον θέλει δύο. Θα υπέγραφε το διαζύγιο.

Θα κρατούσε όμως το επίθετό του, όπως η Τίνα Τέρνερ.

Το θέμα είναι ότι έπρεπε να δικαιολογήσει κάπως την εξαφάνιση της. Πού ήταν έντεκα μέρες; Μη γυρνούσε όλο αυτό μπούμεραγκ.

Ευτυχώς που ήταν πετυχημένη συγγραφέας και έτσι σκάρωσε μια ιστορία στο τσάκα τσάκα, ότι δε θυμόταν καθόλου τι είχε συμβεί σε αυτό το διάστημα.

Ο Άρτσι κέρδισε την ελευθερία του και έμαθε ότι δεν πρέπει να θυμώνεις μια συγγραφέα γιατί μπορεί να σε βάλει στην ιστορία της και να σου αλλάξει τα φώτα.

Η Κρίστι αναγνώριζε όμως ότι η απώλεια, της μαμάς της, αλλά και του συζύγου και πατέρα του παιδιού της, όπως και της φίλης της, την είχαν αρρωστήσει.

Έφτιαξε βαλίτσες κανονικές όχι αυτές τις μικροσκοπικές που ζητάνε οι φθηνές αεροπορικές που ταξιδεύει η Νουαζέτα και που δε χωράνε τίποτα και το 1928 επιβιβάστηκε στο Οριάν Εξπρές. Μόνη της. Δεν είχε ανάγκη κανέναν.

Πρώτος σταθμός η Κωνσταντινούπολη και έπειτα η Βαγδάτη.

Στη διαδρομή σκέφτηκε ότι το τραινο ήταν το ιδανικό μέρος για να συμβεί η επόμενη ιστορία της.

Όσο έγραφε, τόσο έφτιαχνε το κέφι της κι όταν τη τελείωσε ήταν σίγουρη ότι θα γίνει πάταγος, θα την παίξουν στα σινεμα και στα θέατρα, θα την διαβάζουν από γενιά σε γενιά.

Γράφοντας, απάλυνε κι ο πόνος της απώλειας και της προδοσίας.

Απόλαυσε το ταξιδι και στον τελικό προορισμό γνώρισε τον αρχαιολόγο Λέοναρντ Γούλλεϋ και τη σύζυγό του.

Αλληλοσυμπαθήθηκαν και όταν την προσκάλεσαν σε μια ανασκαφή γνώρισε τον βοηθό του Γούλλεευ, τον αρχαιολόγο Μαξ Μαλλόουαν.

Εκείνος ήταν είκοσι έξι και εκείνη σαράντα αλλά ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα και παντρεύτηκαν στη Σκωτία λίγους μήνες αργότερα.

Και αυτό φίλες και φίλοι μου, είναι οι αόρατες κλωστές του Σύμπαντος που ενώνουν ανθρώπους, που γράφω και στο βιβλίο μου «Οδός Σχεδίας» και που μπορείτε να βρείτε στο περίπτερο 24 στο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως.

Το δις εξαμαρτείν της βγήκε σε καλό, ήταν αχώριστοι, τον συνόδευε στις ανασκαφές και τα ταξίδια του παίρνοντας έμπνευση για τα μυθιστορήματά της, διότι πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε.

Ο δεύτερος άντρας της ήταν ιππότης, και μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Τον χρίσανε ιππότη, η Βασίλισσα φαντάζομαι, και εκείνη είχε τον τίτλο της Λαίδης Μαλλόουαν.

Όταν δε δούλευε, ταξίδευε. Μα και όταν δούλευε, πάλι ταξίδια έκανε.

Σαν σήμερα, το 1890 γεννήθηκε η αγαπημένη μου Άγκαθα Κρίστι.

Έχει γράψει και ρομαντικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Μαίρη Γουέστμακοτ, αλλά δεν ξέρω τι επιτυχία είχαν και είμαι πολύ περίεργη.

Θα κλείσω την ανάρτηση με τις λέξεις που την περιγράφουν, όπως τις είδα στην επίσημη σελίδα της: Writer, Traveler, Playwright, Wife, Mother, Surfer!

About Author

Μοιραστείτε το :