Να σου πω μια ιστορία;

Όταν ο Μαρκ Τουέιν ήρθε στην Ελλάδα…!

Μοιραστείτε το :

Το ημερολόγιο πλοίου έγραφε 14 Αυγούστου του 1867 όταν το κρουαζιερόπλοιο “Κουάκερ” αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν και ο Μαρκ Τουέιν που βλέποντας από το κατάστρωμα τον Παρθενώνα στον ορίζοντα, ανυπομονούσε να τον δει από κοντά.

Όμως, οι ελληνικές αρχές είχαν άλλη γνώμη. 

Το πλοίο ερχόταν από λιμάνι της Ανατολής και οι επιβάτες έπρεπε να μείνουν μέσα, σε καραντίνα έντεκα ημερών, αλλιώς, δε θα το άφηναν να δέσει. 

Θα αναγκαζόταν να πηγαίνει πάνω κάτω, σαν εκείνο από τον έρωτα της χολέρας. 

Που δε βγήκε σε κακό, βέβαια, στον Χαβιέ Μπαρδέμ, άκα Φλορεντίνο Αρίσα.

Ο Τουέιν, όμως, δεν ήταν τύπος που υπάκουε αδιαμαρτύρητα στους κανόνες. Το ίδιο βράδυ βγήκε κρυφά στην ακτή με προορισμό την Ακρόπολη.

«Επ, επ! Πού κυκλοφορεί αυτός; Έσπασε την καραντίνα!» σφυρίζει με την σφυρίχτρα του ένας αστυφύλακας και στη στιγμή τον περικυκλώνουν οι μηχανές της ομάδας ΔΙΑΣ.

«Ούτε κόβιντ να είχαμε» σχολιάζει αυθάδικα ο Τουέιν.

«Ταυτότητα» απαιτεί ο αστυφύλακας.

«Δεν έχω πάνω μου…»

«Όνομα και επίθετο και θα πάμε και για εξακρίβωση στοιχείων στο τμήμα». 

«Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς» και βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να του βάλει πρόστιμο προσθέτει:

«Και εγώ γράφω. Όχι κλήσεις, βέβαια. Κι όχι να το παινευτώ, αλλά έχω συγγράψει τις περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν. 

Ίσως σου υπογράψω μερικά αντίτυπα, αν με αφήσεις να φύγω. Θα έχουν μεγάλη αξία, είναι συλλεκτικά, όπως αντιλαμβάνεσαι», του κλείνει το μάτι με νόημα.

Ο αστυφύλακας έμεινε για λίγο με το στυλό μετέωρο.

«Αυτό… είναι το βιβλίο με τον λευκό έφηβο; Που το σκάει από τον μέθυσο πατέρα του, και κάνει παρέα με έναν δραπέτη σκλάβο, τον Τζιμ και στηρίζει ο ένας τον άλλο;»

«Αυτό ακριβώς. Μετά τη λογοκρισία, βέβαια. Στην πρώτη έκδοση, είχα γράψει άλλη λέξη αντί για «σκλάβος» και με βγάλανε απ’ τα σχολεία, απ’ τις βιβλιοθήκες, και γενικά… το πολιτικά ορθό πήγε να με κάνει κάνσελ».

«Άντε ρε μπρο, φύγε από δω. Αυτό το έγραψε ο Μαρκ Τουέιν. Το ξέρουν και οι πέτρες».

«Μαρκ Τουέιν είναι το ψευδώνυμο μου.

Με αυτό είμαι γνωστός, από την σελίδα μου στο Facebook. Πώς λέμε Έφη Φωτεινού και Νουαζέτα; Ένα πρόσωπο, δύο ονόματα. Τώρα που το λύσαμε κι αυτό, μπορούμε να ξεχάσουμε το πρόστιμο;»

«Όχι βέβαια! Έσπασες την καραντίνα. Αυτό είναι μεγάλο αδίκημα».

«Μα, είμαι ο Μαρκ Τουέιν! Γράφω βιβλία! Ανατυπώνομαι, διαβάζομαι, βραβεύομαι, λογοκρίνομαι και ξανά από την αρχή»!

«Ναι, και γω είμαι ο Καζαντζάκης.

Θα μου δώσεις και «αντίτυπο υπογεγραμμένο»;»

«Δε σου λέω ψέματα. Είμαι η βάση της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Το είπε και ο Χεμινγουέι!»

«Ο Χεμινγουέι τα πίνει στο Φλοριντίτα της Κούβας και είναι μεθυσμένος. Και τα λόγια των μεθυσμένων τα βλέπει η μέρα και γελάει».

«Ναι, αλλά και η αλήθεια μεθυσμένη βγαίνει. Λέει αυτά που η νηφαλιότητα δεν μας αφήνει να πούμε… ξέρεις, η αιώνια κόντρα του «πρέπει» και του «θέλω».

«Σε κάθε περίπτωση, εδώ στην Ελλάδα, έχουμε αξιοκρατία. Δεν γίνεται να σε αφήσω ελεύθερο, όποιος κι αν είσαι».

«Αν με αφήσεις, θα γράψω μια νέα περιπέτεια. Τη σημερινή. Να επιστρέψω στο “Κουάκερ”; Μη μου φύγει και η έμπνευση! Θα είσαι υπαίτιος για την “κλοπή” ενός κλασσικού αριστουργήματος της λογοτεχνίας!»

«Καλή η προσπάθεια, “συγγραφέα”!»

«Αλήθεια σου λέω, είμαι ο Μαρκ Τουέιν! Έχω γράψει τις περιπέτειες του Τομ Σόγιερ και τις περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν.

«Ας έγραψες και την “Καλύβα του μπάρμπα Θωμά”. Καταπάτησες καραντίνα, ξέρεις τι είναι αυτό;»

«Πώς δεν ξέρω; Ο κολλητός μου ο Τέσλα, με το που αποφοίτησε αντί να πάμε πενταήμερη, προσβλήθηκε από χολέρα και χρειάστηκαν εννέα μήνες για να αναρρώσει. Αλλά ας μην πιάσουμε τώρα τον Νικόλα, γιατί του αξίζει ξεχωριστή ανάρτηση. 

Ωστόσο, ήξερες ότι εκτός από το εναλλασσόμενο ρεύμα είχε σκεφτεί να κάνει κι ένα υποθαλάσσιο δίκτυο σωλήνων που θα επέτρεπε τη γρήγορη αποστολή αλληλογραφίας και δεμάτων από τη μία ήπειρο στην άλλη; Και να σκεφτείς ότι οι γονείς του θεωρούσαν τον μεγάλο του αδερφό ταλαντούχο!».

«Ναι, αλλά είπες να μην πιάσουμε σε αυτήν την κουβέντα τον Νικόλα Τέσλα».

«Σωστά… Πάντως, είχα πληκτρολογήσει στο κινητό τον κωδικό 6 πριν βγω» του ήρθε ξαφνική φλασιά. 

Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα, σιχτίρισε τον εαυτό του. Άραγε είπα τον σωστό κωδικό για τη σωματική άσκηση;

«Έβγαλες βόλτα τον σκύλο;»

«Την γάτα! Τον Μπαμπίνο, που ανήκε αρχικά στην κόρη μου, την Κλάρα, αλλά ταξίδεψε μαζί μου στο “Κουάκερ”. 

Πώς λέμε “σπιτόγατα”; καμία σχέση. Κάποτε είχε χαθεί, είχα βάλει και αγγελία στην Νιου Υόρκ Τάιμς πέντε ολάκερα δολάρια αλλα τελικά, γύρισε μόνη της σπίτι».

«Μάλιστα…»

«Είναι του έξω, θέλει τη βόλτα του, γιατί

αλλιώς το σκάει».

«Μάλιστα… και βγήκες έξω λόγω γάτας δηλαδή».

«Μάλιστα!»

«Και πού είναι τώρα;;»

«Γύρισε μόνη της στο “Κουάκερ”»

« Μαααάλιστα…Έχεις φαντασία. Λογικό που έγινες συγγραφέας».

« Δε θέλω να το παίξω Βασιλάκης

Καΐλας, αλλά είχα δύσκολα χρόνια. Πολλά απ’ όσα έζησα έγιναν καύσιμο για

δημιουργική γραφή».

«Για πες. Έχουμε χρόνο. Δεν παίζει να σε αφήσω να φυγεις τόσο εύκολα»

«Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, η οικογένειά μου μετακόμισε σε μια πόλη στις όχθεις του Μισισιπή, το Χάνιμπαλ. Το ξέρεις;».

«Μόνο τον Χάνιμπαλ Λέκτερ»

«Ο πατέρας μου έκανε από αποθηκάριος μέχρι δικαστής. Όμως η επιτυχία τον απέφευγε συστηματικά και είχαμε πει το ψωμί ψωμάκι. Όταν πέθανε, μείναμε σχεδόν άποροι»

«Λυπάμαι…» τον λυπήθηκε πραγματικά εκείνος.

«Δύσκολα τον άντεχα. Δεν τον είχα δει να γελάει ούτε μία φορά. Ίσως να ήταν από το χωριό που αναφέρουν οι «Γελωτοασπίδες», αλλά όταν τον χάσαμε, ήμουν μόλις δώδεκα ετών κι αναγκάστηκα να αφήσω το σχολείο και να πιάσω δουλειά ως μαθητευόμενος τυπογράφος σε εφημερίδα.

Κι η αμοιβή; Ένα πιάτο φαΐ. Όπως πληρώνατε εσείς τον Θεόφιλο με φασολάδα για να ζωγραφίζει τοίχους»

«Σκληρό για ένα παιδί…»

«Αυτό δε είναι τίποτα… Όταν ήμουν εννιά, είδα έναν ντόπιο να σκοτώνει έναν κτηνοτρόφο μπροστά μου. 

Στα δέκα, είδα

έναν λευκό επιστάτη να σκοτώνει έναν σκλάβο με ένα κομμάτι σίδερο.

Όλα αυτά… τα πέρασα στα βιβλία μου. Πρώτα ζούμε, και μετά γράφουμε, άλλωστε».

«Πω πω, τι έζησες σαν παιδάκι…και όμως τα κατάφερες!»

«Ναι, το πάλεψα! Τον Ιούλιο του 1861,

σκαρφάλωσα σ’ ένα κάρο κι έφυγα προς τα δυτικά. 

Ξεκίνησα ως αισιόδοξος μεταλλωρύχος στη Νεβάδα και την Καλιφόρνια, να κυνηγώ ασημένιες φλέβες και χρυσά όνειρα!

Όμως, τίποτα δεν πήγε όπως το

φανταζόμουν. Μέχρι το 1862, ήμουν ρέστος. Μόνο σκόνη και ιδρώτας. 

Τότε, χάρη σε ένα κονέ, βρήκα δουλειά σε μια εφημερίδα.

Άρχισα να γράφω ειδήσεις, άρθρα, κείμενα, να γράφω μικροδιηγήματα και ευθυμογραφήματα, όλα από τη ζωή βγαλμένα.

Τότε άνοιξα και τη σελίδα μου στο φέισμπουκ για να επικοινωνήσω τη δουλειά μου, και να τραβήξω το ενδιαφέρον των Εκδοτικών!

«Και πώς σκέφτηκες το ψευδώνυμο Μαρκ Τουέιν;».

«Είναι όρος ναυτικός. Αργκό των ατμόπλοιων! Όταν ο καπετάνιος άκουγε «Mark Twain!», ήξερε πως το νερό είναι ασφαλές. 

Το 1865, έγραψα μια χιουμοριστική ιστορία για έναν βάτραχο, που έγινε βάιραλ! Κοινοποιήσεις, καρδούλες, σχόλια, όλα  βοήθησαν πολυ στο να γυρίσει ο τροχός!

Ε, μετά όλα πήραν τον δρόμο τους… Τον Φεβρουάριο του 1870, γνώρισα και την Ολίβια Λάνγκτον, μόλις εικοσιτεσσάρων Μαϊων, που όλως τυχαίως ήταν κόρη ενός πλούσιου άνδρα από τη Νέα Υόρκη και ολοκληρώθηκε η ευτυχία μου!

Με τον γάμο μας, άλλαξε και το κοινωνικό μου στάτους και το πιο σημαντικό, είχα βρει το κορίτσι της ζωής μου. 

Ανέβαζα συνέχεια φωτογραφίες μας στα σόσιαλ με δηλώσεις λατρείας, τύπου “Η ζωή μου όλη, μάι ουάν εντ όνλι” και τέτοια.

«Πάντως περνάς πολύ χρόνο και πολλά χρόνια μακριά της με τα διάφορα ταξίδια σου…»

«Άλλο αυτό!»

«Οπότε, τώρα όλα καλά, όλα ανθηρά!»

«Δεν έχω παράπονο, πλέον έχω διακρίσεις, μπεστ σέλλερ βιβλία, πτυχία από Οξφόρδη και Γέιλ, χειροκροτήματα, αναγνώριση.

Απλώς… νιώθω πως το ποτήρι είναι γεμάτο, και όπως ξέρουμε, όσο πιο γεμάτο είναι, τόσο πιο εύκολα χύνεται.

Και μου βρήκαν στον ελληνικό καφέ ότι όσο θα μεγαλώνω, η μνήμη μου θα σβήνει, οι κρίσεις

οργής και η παράνοια θα κάνουν την εμφάνισή τους και θα έχω και κατάθλιψη…»

«Ευτυχώς, που έχεις γάτα. Έχω ακούσει ότι είναι φοβερό αγχολυτικό!»

«Μόνο μία; Δεκαεννιά έχω, τον Απολλινάρη, Βελζεβούλ, Μπλάδερσκαϊτ, Μπάφαλο Μπιλ,  Ζωροάστρη, Σόπι Σαλ, Πανούκλα…»

«Εντάξει, εντάξει μη μας τα πεις όλα, μπας και πατήσουμε το κουμπί της δημοσίευσης σήμερα. 

«Οκέι, ένα τελευταίο να πω μόνο…Μια γάτα που κάθισε πάνω σε μια ζεστή σόμπα, δεν πρόκειται να καθίσει σε ζεστή σόμπα ξανά…»

«…αλλά ούτε και σε κρύα σόμπα θα το ξανακάνει ποτέ!» συμπλήρωσε ο αστυφύλακας ένα από τα πολλά διάσημα κουότ του Τουέιν.

«Έλα έφυγες, ντισμίς» συμπλήρωσε, γιατί εν τω μεταξύ, είχε συγκινηθεί και συμπαθήσει τον γνωστό λογοτέχνη!

Και…οκέι, είχε πάρει και δυο τρία αντίτυπα υπογεγραμμένα που αξίζαν μια περιουσία!

About Author

Μοιραστείτε το :