
Το μυρμήγκι και το μπισκότο- (μέρος Β)
Μα πότε πρόλαβε να παγώσει η αφράτη κρέμα, αναρωτήθηκε απογοητευμένο. Έγινε πολύ γρήγορα, πολύ ξαφνικά και πολύ απότομα. Τη μία στιγμή ήταν αραχτό κι ευτυχισμένο μέσα σε ένα ωραιότατο μπισκότο, την επόμενη εγκλωβίστηκε σε αυτό, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.
Τις σκέψεις του διέκοψε ένα ταρακούνημα. Μα τι γίνεται τώρα; Τι μου συμβαίνει; Μετακινεί κάποιος το μπισκότο; Απόρησε. Γύρω του απ’ όσο μπορούσε να δει, υπήρχαν φύλλα από δέντρα, μια τσίχλα μασημένη, κάποιες ακαθαρσίες.
Συνειδητοποίησε ότι ένας άνθρωπος, υπάλληλος του δήμου προφανώς, σκούπιζε. Είχε σπρώξει όλα τα σκουπίδια στην άκρη του δρόμου και σε λίγο ετοιμαζόταν να τα μαζέψει με το τεράστιο φαράσι του. Έπρεπε να κάνει κάτι πριν να είναι πολύ αργά.
Δεν του άξιζε αυτή η τύχη, αποφάσισε. Όχι και να βρίσκεται σε αυτό το χάλι, επειδή τόλμησε να βγει από τη φωλιά του, να φύγει από το λιμάνι, να κάνει ένα ταξίδι, να ζήσει. Πολύ μεγάλη τιμωρία επειδή παρασύρθηκε από τη νοστιμιά ενός μπισκότου, επειδή ξεγελάστηκε με το περιεχόμενο του.
Βέβαια, είχε δει ότι είναι σκληρό απέξω, έπρεπε να το περιμένει ότι ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και μέσα, αλλά η ευτυχία κυριάρχησε πάνω στις αισθήσεις του, νάρκωσε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, συνέχισε το διάλογο με τον εαυτό του.
Τώρα τι κάνουμε, είναι το θέμα. Δεν είχε να περιμένει βοήθεια από πουθενά, έπρεπε να στηριχτεί στον εαυτό του, να προσπαθήσει περισσότερο, να βάλει όλες του τις δυνάμεις να ξεκολλήσει. Το περίμεναν στη φωλιά του τα αγαπημένα του μυρμήγκια, οι φίλοι, η οικογένειά του. Δεν μπορούσε να τους βουτήξει στη θλίψη επειδή την πάτησε από τη λαιμαργία του.
Όχι, θα τα κατάφερνε. Το έβαλε στόχο, θα ξεκολλούσε από το μπισκότο με όποιο κόστος. Εδώ διακυβευόταν η ζωή του, δεν ήταν παίξε – γέλασε.
Άρχισε να τραβάει με δύναμη τα χέρια του από την κρέμα. Στην αρχή δεν κατάφερε τίποτα. Ξαναπροσπάθησε ακόμα πιο πολύ. Θυμήθηκε τις αναπνοές γιόγκα που έκανε ο άνθρωπος του σπιτιού όταν αγχωνόταν. Αυτές θα κάνω κι εγώ, σκέφτηκε, να χαμηλώσω τα επίπεδα του στρες που έχουν φτάσει ταβάνι.
Ένιωσε ευγνωμοσύνη για την αθλητική κυρία του σπιτιού που έκανε και πιλάτες και μαζί της έκανε κι εκείνο ασκήσεις κι ας έτρωγε μεγάλο δούλεμα για τις ανθρώπινες συνήθειές του. Με αυτή τη γυμναστική, γεγονός ήταν ότι είχε καταφέρει να ενδυναμώσει τους κάτω κοιλιακούς του. Συντόνισε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε και βάζοντας υπερμυρμήγκια δύναμη ξεκόλλησε τον κορμό του και τα χέρια του από το μπισκότο, που λίγο έλειψε να το καταστρέψει.
Θα μου πεις γιατί και το μπισκότο ήθελε να φαγωθεί; Έχει και το μπισκότο τα δίκια του, δεν το αρνούμαστε αυτό. Άδικοι δε θέλουμε να είμαστε, αλλά σε αυτήν την ιστορία είμαστε με το μυρμήγκι. Την εκδοχή του μπισκότου ας τη γράψει κανείς άλλος.
Έχοντας ξεκολλήσει τα μπροστινά πόδια και τον κορμό του από την κρέμα, πήρε θάρρος και το ηθικό του αναπτερώθηκε.
Όχι, δε θα σου περάσει μπισκότο. Με ξεγέλασες με την κρέμα σου, με άφησες να νομίζω ότι είναι μαλακή και ακίνδυνη και αποδείχθηκε ότι ήταν παγίδα. Προσπάθησε να θυμώσει μαζί του αλλά μετά σκέφτηκε ότι δεν είναι σωστό να ρίχνει ευθύνες στο μπισκότο. Μόνο του πήγε εκεί, μόνο του αποφάσισε να το γευτεί κι ας είναι σκληρό, μόνο του το προσπάθησε σώνει και ντε να το ανοίξει. Η ευθύνη ήταν δική του και μόνο δική του κι εκείνο δεν ήταν ένα ευθυνόφοβο μυρμήγκι.
Χρησιμοποιώντας τα μπροστινά του πόδια προσπαθούσε να ξεκολλήσει και το υπόλοιπο. Του έμενε ένα μόνο πόδι κολλημένο. Αυτό, όσο κι αν προσπαθούσε, ό,τι τεχνική και να δοκίμαζε, παρέμενε για τα καλά χωμένο μες την κρέμα. Τραβούσε, τραβούσε, δεν μπορούσε με τίποτα να το βγάλει.
Ήξερε τη συνέχεια, αλλά δεν ήθελε να το πάρει απόφαση. Α ρε μπισκότο, αχ βρε νόστιμο, γλυκό μπισκότο, πώς μπλέξαμε έτσι… Βγάζοντας μια φοβερή κραυγή πόνου και θρήνου από τα βάθη του «είναι» του, τράβηχτηκε προς τα πάνω με όλες του τις δυνάμεις.
Θα άφηνε το μπισκότο πίσω του, αλλά δε θα έβγαινε ατόφιο από κει. Ένα κομμάτι του είχε μείνει πίσω για πάντα.
Έριξε ένα τελευταίο δακρυσμένο βλέμμα στο μπισκότο και κουτσαίνοντας σκαρφάλωσε με κόπο πάνω από το βουνό με τα διάφορα σκουπίδια που είχε μαζέψει ο οδοκαθαριστής.
Το μυρμήγκι πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήταν πολύ πληγωμένο, προχωρούσε αφήνοντας πίσω του μια γραμμή από αίμα.
Δε γύριζε να κοιτάξει πίσω, το ήξερε ότι αιμορραγεί, αλλά κοιτούσε μπροστά. Πήγαινε στη φωλιά του, να μπει μέσα, να νιώσει ασφαλής, να τον περιθάλψουν τα αγαπημένα του μυρμήγκια.
Τα κατάφερε κι έφτασε κάποια στιγμή στο σπίτι. Είχε νυχτώσει κι ο ουρανός ήταν μαύρος, όπως κι η καρδιά του μικρού μυρμηγκιού.
Όμως ο ουρανός θα ξαναγινόταν γαλανός κι η καρδιά του μυρμηγκιού θα ξαναχτυπούσε χαρούμενα. Γιατί έτσι είναι η ζωή, προχωράει μπροστά. Απλώς εκείνο θα μάθαινε να ζει με ένα κομμάτι λιγότερο και το μπισκότο που έμεινε πίσω, θα είχε μες την κρέμα του κάτι από το απρόσεχτο petit μυρμηγκάκι.
Οι δικοί του το περίμεναν με αγωνία. Με τα πρόσωπά τους κολλημένα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας κοιτούσαν προς τα έξω. Με το που το είδαν, έτρεξαν και το αγκάλιασαν. Είδαν την πληγή του και έπεσαν πάνω της να την περιποιηθούν.
-Θέλει χρόνο, είπε το σοφότερο, είναι βαθιά και μεγάλη, δεν ξέρω πόσο θα πάρει.
-Ας πάρει όσο χρόνο χρειάζεται, δε βιάζομαι, του απάντησε.
-Τελικά άξιζε ρε συ, όλο αυτό; Το ρώτησε ένας φίλος του. Το μετάνιωσες; Θα μου πρότεινες να βγω έξω στο άγνωστο, να δω κι εγώ εικόνες, χρώματα, τον κόσμο; Ή θα μου έλεγες να μείνω εδώ που είμαι, στην ασφαλή, ζεστή κι όμορφη φωλίτσα μου που τίποτα δε μου λείπει;
-Φίλε μου, μπορείς να επιλέξεις να έχεις ήρεμο στομάχι ή να φας πικάντικα καυτερά φασόλια, δεν μπορείς να έχεις και τα δύο. Δική σου η επιλογή, του απάντησε το μυρμήγκι της ιστορίας μας κι έκλεισε αποκαμωμένο τα μάτια του.
……………………………………………………..
Αλήθεια, εσείς τι επιλέγετε; Ήρεμο στομάχι ή πικάντικα φασόλια;
κλικ εδώ για το Α μέρος
About Author

