Οι τρεις χάριτες του Μίμη Βιτσώρη
Βρισκόμαστε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, εκεί, γύρω στο 1912, όπου έλαβε χώρα ο κάτωθι αυθεντικός διάλογος!
«Τίνος είσαι εσύ, είπαμε;» ρώτησε ο Διευθυντής της Σχολής τον μαθητή, που ήρθε να διακόψει τη φοίτησή του.
«Δημήτρης Βιτσώρης, του Αλέξανδρου και της Αικατερίνης Βιτσώρη, το γένος Βανδή»
«Team Βανδή, σαν να λέμε δηλαδή»
«Team Βίσση, ιδίως τα παλιά της, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας!»
«Και ποιο είναι το θέμα μας; Γιατί εγκαταλείπεις τη Σχολή; Μας βρίσκεις λίγους για το ταλέντο σου;» τον
ρώτησε, έχοντας στο πρόσωπο ζωγραφισμένο το υπέροχο ύφος της αυθεντίας.
«Δε μου αρέσει το σύστημα εκπαίδευσης και τα στενά καλούπια. Θέλω να νιώθω ελεύθερος, να ζωγραφίζω όπως θέλω», απάντησε χωρίς να κομπιάσει ο μαθητής, κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια.
«Επαναστάτης χωρίς αιτία;» τον ειρωνεύτηκε εκείνος.
«Δεν είμαι Επαναστάτης αλλά Εξπρεσιονιστής», του απάντησε ήρεμα.
«Τι είσαι;!» γούρλωσε εκείνος τα μάτια.
«Καλύτερα να σας πω τι κάνω. Εκφράζω έντονα συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις μέσα από τις ζωγραφιές μου.
Δε με ενδιαφέρει τόσο το αντικειμενικό, όσο το υποκειμενικό. Express yourself, που λέει και η Μαντόνα»
«Μμμ… αυτή η ξενομανία θα μας φάει»
«Hey, teacher, leave them kids alone!» σιγοτραγούδησε σπρώχνοντας το χαρτί της μεταγραφής του προς το μέρος του.
«Θα μου μιλάς με στίχους τραγουδιών τώρα;»
«Αυτός ήταν ο τελευταίος. Φεύγω να φτιάξω το βαλιτσάκι, τι βαλιτσάκι δηλαδή, λίγο μεγαλύτερο από νεσεσέρ είναι, αυτή η Ίζιτζετ στο τέλος θα μας αφήνει να ταξιδεύουμε μόνο με τα ρούχα μας»
«Και πού θα πας να μάθεις αυτά τα… εξπρέςγιορσελφ;»
«Στο Παρίσι. Έχω ήδη υπογράψει συμβόλαιο με την εφημερίδα Petit Parisien, ως σκιτσογράφος» του απάντησε αλλά είχε αρχίσει να δυσανασχετεί.
Γιατί βρισκόταν ακόμα εκεί και δεχόταν τις ειρωνείες της εξουσίας; Επιτέλους, δε ζητούσε την άδειά του.
«Και πώς θα συνεννοείσαι εκεί στα ξένα; Παρλε βου φρανσέ;» συνέχισε το ίδιο βιολί ο Διευθυντής.
«Μακαρόνια φρικασέ, μου απάντησε, χωρίς σέβας, το καταλαβαίνετε;» σχολίαζε αφρίζοντας λίγο αργότερα ο Διευθυντής στους υπόλοιπους καθηγητές της καλών τεχνών.
«Ε, εντάξει, είναι δεκαοχτώ χρονών και το αίμα του βράζει!» τον δικαιολόγησε ένας πιο «μοντέρνος» καθηγητής.
«Η σημερινή νεολαία, τίποτα δε σέβεται» σχολίασε ένας άλλος.
«Εμείς στην ηλικία τους…» σιγοντάρισε κάποιος τρίτος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μίμης μετακόμιζε και σπούδαζε, σπούδαζε και μετακόμιζε, εξερευνώντας τα ζωγραφικά ρεύματα της Ευρώπης.
Πριν το Παρίσι, είχε περάσει και από Ιταλία και Γερμανία για να μελετήσει τους ζωγράφους, όπως κάνανε όλοι εκείνη την εποχή.
Οι όλοι που είχαν χρήματα ή υποτροφίες.
Εκείνου του τελείωσαν κάποια στιγμή και πόσες φορές να ζητούσε να του στείλουν με iris οι φίλοι και οι συγγενείς;
Οπότε βρέθηκε να ετοιμάζει πάλι το βαλιτσάκι-νεσεσέρ για την επιστροφή του στην Αθήνα.
Στην πατρίδα δούλευε ως εικονογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά και μαζί με άλλους καλλιτέχνες συμμετείχε σε Εκθέσεις.
Ίδρυσε και την Ομάδα Τέχνης, όμως είχε αρχίσει να τον παίρνει από κάτω.
Όταν πρέπει τα πινέλα σου να φέρνουν φαγητό στο τραπέζι, η έμπνευση και η εικαστική ελευθερία περιορίζονται.
Και αν είσαι καλλιτεχνική φύση, η ψυχή σου κλονίζεται, λυγίζει, όσο το ιδανικό συγκρούεται με το εφικτό.
Είχε λυγίσει λοιπόν αλλά αυτό που τον έσπασε ήταν ο πόλεμος κι ο χαμός του αδερφού του, Τίμου.
Μακάρι να γνώριζε ότι τα έργα του θα τα βλέπουν το 2025 στην Εθνική Πινακοθήκη και σε άλλους χώρους τέχνης στη Λάρισα, και τη Θεσσαλονίκη.
Όσα έχω δει ιντερνετικώς, είναι υπέροχα!
Ψάξτε τον, αν θέλετε, εκτός αν τον έμαθα τελευταία και καταϊδρωμένη!
Βλέπουμε γενικότερα τη σελίδα σε περίπτωση που αναρωτιόμαστε αν υπήρχαν iris εκείνη την εποχή, αν ζούσε η Βίσση και η Βανδή, και για οποιαδήποτε άλλη απορία!
About Author


