Να σου πω μια ιστορία;

Ο γιος του Άι Βασίλη!

Μοιραστείτε το :

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ας τον πούμε Βόρειο Πόλο, ζούσε ο Άγιος Βασίλης με τη γυναίκα του, τον εξωτικό ενήλικο γιο του κι ένα τσούρμο ξωτικά! 

Τα Χριστούγεννα ήταν η καλύτερη τους, τουλάχιστον για τους πρώτους και τους τελευταίους.

Ο υιός του Άι Βασίλη πάλι ήταν διαφορετικός, δεν ήταν ακριβώς παιδί – Χριστούγεννο!

Εκείνη την τελευταία μέρα του 2020 συνέβησαν διάφορα, παραλίγο να συμβεί και το αδιανόητο, εν τέλει όλα έγιναν! Τέλος καλό όλα καλά που λέμε, κι αν δεν είναι καλά, δεν είναι το τέλος, που πάλι ξαναλένε!

Θα σας αποκαλύψω το παρασκήνιο ευθύς αμέσως! Ή σκέτο ευθύς ή σκέτο αμέσως!

«Ταχυδρόοοομοοοοος», φώναξε το μικρό ξωτικό και προσγειώθηκε απαλά στο έδαφος, έξω από το σπίτι του Άι Βασίλη, μπροστά από το γραμματοκιβώτιο, αφήνοντας δύο χιλιάδες εικοσιένα σάκους ξέχειλους γράμματα!  

-Καλώς την Ελβίνα, τη χαιρέτησε η κυρία Άγια Βασίλη, που άνοιξε την πόρτα ακούγοντας τη φωνή της! Έλα ομορφιά μου, έλα να σε φιλέψω μελομακάρονα και μια κούπα ζεστό κακάο!  

– Ευχαριστώ, κυρία Βασίλη, έφερα τα τελευταία γράμματα της χρονιάς!  

– Καλή μου Ελβίνα, ξεπατώθηκες φέτος κι εσύ και τα άλλα ξωτικά στο εργαστήρι. Τι τυχεροί που είμαστε που σας έχουμε.  

– Ήταν πολύ ιδιαίτερα Χριστούγεννα τα φετινά. Οι παραγγελίες μικρών και μεγάλων, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, τα ταχυδρομεία δούλευαν χωρίς ανάσα, τα κούριερ κλάταραν, κλικ αγουέι δε λειτούργησαν όπως έπρεπε, ένας χαμός!

– Ιδιαίτερη ήταν όλη η χρονιά, καλή μου, αλλά αύριο είναι μια καινούρια μέρα, ένας καινούριος χρόνος!  

– Σωστά…Πώς είναι ο Άγιος Βασίλης; Καλύτερα;  

– Καλύτερα ναι, αλλά όχι ακόμα καλά! Ήταν γερό το τράνταγμα από το ατύχημα που είχε επιστρέφοντας από το μοίρασμα των δώρων των Χριστουγέννων.  

– Πολύ λυπήθηκα  

– Ε, έχει αρχίσει και γερνάει ο κοκκινούλης μου… συμπληρώνει 2 αιώνες αύριο, δεν είναι και λίγοι. Είχε ξεχάσει τα γυαλιά του, δεν είδε τον διάδρομο προσγείωσης, ε, δε θέλει και πολύ. 

– Και απόψε; Ποιος θα μοιράσει τα υπόλοιπα δώρα; Αυτά της παραμονής της Πρωτοχρονιάς;  

– χμ.. η γυναίκα του Άι Βασίλη, κοίταξε προβληματισμένη τους σάκους. Ίσως να βγει κάτι καλό από αυτήν την περίεργη χρονιά…  

– Δε σας καταλαβαίνω

– Αγαπημένη μου ξωτικούλα, ίσως ήρθε η ώρα να παραδώσει τα ηνία ο Άγιος Βασίλης στη νεότερη γενιά…  

-Εννοείτε… τον… γιο σας;  Τον Τζόνι;

– Ναι, μην παίρνεις αυτό το ύφος… Αν δεν του δείξουμε ότι τον εμπιστευόμαστε, ποτέ δε θα αποδείξει ότι είναι κι άξιος της εμπιστοσύνης μας.  

-Ναι, απλώς λέω ότι ίσως ο Τζόνι να μην… να μην είναι έτοιμος για μια τόσο μεγάλη ευθύνη.  

– Έχεις δίκιο να χεις τις επιφυλάξεις σου αλλά πιστεύω ότι στο τέλος όλα καλά θα πάνε, θα τα καταφέρει. 

– Μη με παρεξηγείτε κυρία Βασίλη. Ξέρω τον Τζόνι, έχει καλή καρδιά απλώς, σαν να βρίσκει μια δυσκολία στο να κάνει το σωστό, δε φιλτράρει λόγια και πράξεις. 

– Ίσως αν είχε την κατάλληλη παρέα, να τα κατάφερνε καλύτερα

– Τι εννοείτε; 

– Τίποτα κορίτσι μου, Πετάξου γλυκιά μου να του πας αυτό το γράμμα και πήγαινε να ξεκουραστείς!  

– Ποιο γράμμα;  

– Ναι, μισό λεπτό παρακαλώ! Η κυρία Βασίλη χτύπησε τα δάχτυλά της κι εμφανίστηκε μια νεραιδένια πένα! Έπιασε μια χιονονιφάδα από τον ουρανό και έγραψε πάνω της! Δίνοντας την στην Ελβίνα της είπε:  

-Πέτα τώρα σαν αερικό και δώσ’ του το! Πάω κι εγώ να βοηθήσω με λίγη ακόμα μαγεία τα ξωτικά στο εργαστήρι να ετοιμάσουν τις ευχές και τις παραγγελιές από τους σάκους που έφερες!  

Γκλιν γκλον, χτύπησε το κουδούνι του μπαρ «το ναυάγιο».

-Καλώς την Ελβίνα! Το πας το γράμμα; ΧO XO XO, που θα λεγε κι ο γέρος μου  

Η Ελβίνα κοίταξε τον ψηλό και γεροδεμένο άντρα. Ακόμα και καθιστός στο σκαμπό του μπαρ, φαινόταν θεόρατος μπροστά της.

– ΦΦΦ, απορώ πώς από τον υπέροχο Άγιο Βασίλη και την γλυκιά κυρία Βασίλη, βγήκες εσύ! Του απάντησε.  

– Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι ρόδο, έτσι δε λένε οι naughty or nice αγαπημένοι σας άνθρωποι;  

– Απορώ που ξέρεις ακόμα και σαν λέξη το nice  

– Το naughty έχει μεγαλύτερη πλάκα. Αν είναι να είσαι πρόβατο, καλύτερα να είσαι μαύρο.  

– Είμαι σίγουρη ότι σε βολεύει πολύ αυτή η θεωρία. 

– Ελβινάκι, τι θες στο μπαρ μου;  Έλα, κάτι θέλεις. Να πω «αλεύρι»;

– Η μαμά σου σε γυρεύει. Και λέγοντας αυτό, η Ελβίνα του έδωσε τη χιονονιφάδα- γράμμα.  

– Καλά πλάκα μου κάνει. Θέλει να μοιράσω ΕΓΩ τα Πρωτοχρονιάτικα δώρα.  

– Εμένα μου φάνηκε αρκετά σοβαρή  

– Μα δεν τα μοίρασε όλα την παραμονή Χριστουγέννων ο γέρος μου;  

– Κάποιοι τον περιμένουν στην αλλαγή του χρόνου, ούτε τα βασικά δε γνωρίζεις.  

– εεεε  

– εξ και δύο οχτώ, που έλεγε κι η γιαγιά Ξωτικένια! Άστα «εεεεεε» και το ποτήρι κάτω, θα χεις μεγάλη νύχτα απόψε και καλό θα ήταν να μην οδηγείς μεθυσμένος.  

– Γιατί θα με σταματήσει η τροχαία του διαστήματος;  

– Μπα, λυπούνται τον καημένο τον πατέρα σου. Απλώς σου θυμίζω, ότι την τελευταία φορά που οδήγησες μεθυσμένος έπεσες με φόρα πάνω στον καημένο τον Πλούτωνα και τον εξφενδόνισες στην άλλη άκρη του γαλαξία. Τώρα πια δε θεωρείται καν πλανήτης.  

– Τόσο μικρός που είναι κακώς που θεωρήθηκε πλανήτης εξαρχής. Πού να τον δω τη μισοριξιά

– Ναι, βέβαια, ο Πλούτωνας φταίει που βρέθηκε στις ρόδες της αστρόμηχανής σου, όχι εσύ.  

– Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δουλειά μου να μοιράζω δώρα και σίγουρα μπορώ να σκεφτώ καλύτερους τρόπους να περάσω το βράδυ μου. Έπειτα, δε συμφωνώ με τη φιλοσοφία γενικώς. Μοιρασιά δώρων μόνο σε όσους έχουν την ταμπέλα «καλό παιδί». Εκτός αν μοιράζουμε πάστες.

-Τζόνι, Go Johnny go go Johnny B. Goode…Κάν’ το για τη φουκαριάρα τη μαμά σου.  

– Δε νομίζω, θα της το χαλάσω το χατίρι, εκτός αν…  

– Αν;  

– Αν έρθεις μαζί μου.  

– Πλάκα κάνεις;   

– Καθόλου. Με σένα, θα το έκανα. Αλλιώς, μόνο η σκέψη να οδηγώ από σπίτι σε σπίτι.. Εσύ είσαι ετοιμόλογη για ξωτικό, ιδιαιτέρως έξυπνη θα έλεγα, μου αρέσει που μου τη λες και δε μου τη χαρίζεις. Έχεις προσωπικότητα, με κάνεις να μη βαριέμαι.

Επίσης, είσαι ταχυδρόμος, ξέρεις διευθύνσεις και ονόματα, θα τελειώσουμε γρήγορα.  Θα σε περιμένω με τη μηχανή αναμμένη, θα τα μοιράσουμε σε χρόνο ντε τε.  

Σκέψου το, έχεις λίγες ώρες μέχρι το ταξίδι  

– Με τη μηχανή, είπες; 

– Εμ, τι με  το έλκηθρο; Σου μοιάζω για Άγιος Βασίλης;  

– Ω, σίγουρα όχι! Αλλά οι σάκοι με τα δώρα; 

– Στη μπαγκαζιέρα πίσω. Έλα θα σου δώσω και κράνος! Εύχομαι να χωράνε μέσα αυτά τα μικρά χαριτωμένα αυτάκια! 

– Τώρα τι να σου πω… 

– Εεέλα, η αλήθεια είναι ότι μ’ αρέσουν τα πεταχτά αυτάκια σου, τους έχω αδυναμία. Εεεελα, βάλε λίγο σασπένς στη ζωή σου, μικρή ρουτινολάτρα… Άλλωστε, απ΄ότι γνωρίζω δε σε περιμένει κανένας ξωτικούλης σπίτι! Είναι απλό: Θες να πάρουνε οι άνθρωποι δώρα; Ναι ή ου;  

Εσύ αποφασίζεις, που λέει και μια ανθρώπινη εκπομπή!  

– Θα έρθω. Μόνο για να μη απογοητευτούνε οι γονείς σου.  

– Ωραία! Στις 12 παρά ένα ραντεβού εδώ, στο μπαρ. Μην αργήσεις. Όταν χτυπήσουν Μεσάνυχτα, η μαγεία θα πρέπει να χει ήδη ξεκινήσει και τα μισά δώρα να βρίσκονται στον προορισμό τους!

Λίγες ώρες αργότερα, έξω από το μπαρ, δώδεκα παρά ένα ακριβώς, ο Τζόνι την είδε να έρχεται. Τα λυτά της μαύρα μαλλιά στόλιζαν κρυστάλλινα στολίδια. Και έξυπνη και καλόκαρδη και όμορφη, σκέφτηκε.

– Ήρθες! Έδινα ένα μεγάλο ποσοστό να μην εμφανιστείς, Αλλά ένα ξωτικό δε θα μπορούσε παρά να σώσει τη μαγεία στη ζωή των ανθρώπων, έτσι δεν είναι; Και πίνοντας μια τελευταία γουλιά από το ποτήρι που κρατούσε το άφησε κάτω κι έπιασε το κράνος του.

– Πάλι πίνεις; 

– Ηρέμησε γκεστάπο! Αναψυκτικό είναι. 

– Θέλω να προσέχεις, ήρεμα στο δρόμο, μακριά από άστρα και κομήτες, να αφήσουμε τα δώρα, όπως πρέπει να βγάλουμε ασπροπρόσωπο τον Άι Βασίλη 

– Πιο άσπρο και από τη γενειάδα του, το υπόσχομαι! Ανέβα και κρατήσου γερά! 

Η Ελβίνα έπιασε τα μακριά μαύρα μαλλιά της σε μια κοτσίδα και πήγε να φορέσει το κράνος της.  

Με την άκρη του ματιού της είδε τον Τζόνι να κοιτάζει ένα χαρτί και να τοποθετεί με μια γρήγορη κίνηση σε έναν σάκο πακέτα με διαφορετικό περιτύλιγμα από αυτό που συνήθιζαν να κάνουν τα ξωτικά.

Στη συνέχεια, έβαλε το χαρτί στο μπουφάν του κι ανέβηκε στην αστρομηχανή του.

Ανεβαίνοντας κι εκείνη πίσω του, πιάνοντας τον, έβαλε επιδέξια τα κρινοδάχτυλα της στη τσέπη του και έβγαλε το χαρτί. «Νaughty” έγραφε πάνω. 

Είχε ετοιμάσει δώρα και για τα άτακτα παιδιά. Η Ελβίνα χαμογέλασε. Είναι καλόψυχος, το ‘ξερα!

Έπιασε τον Τζόνι σφιχτά, κόλλλωντας το σώμα της στην πλάτη του. Για να είναι ασφαλής, επειδή εκείνος θα έτρεχε, θα ταξίδευαν με την ταχύτητα του φωτός. Λόγω ταχύτητας δηλαδή, όχι για άλλο λόγο.

Με τα χέρια της ένιωσε το δυνατό του στέρνο –γυμνάζεται, σκέφτηκε ακαριαία και ταραγμένη με τη σκέψη της έστρεψε την προσοχή της στη βροχή των άστρων που ξέσπασε λίγο παραδίπλα! 

Πωπω πανέμορφο θέαμα, όσες φορές κι αν το έβλεπε, ποτέ δεν το χόρταινε! 

– Θες να σε πάω μια γρήγορη βόλτα γύρω από τη μαύρη τρύπα; Έχεις πλησιάσει ποτε; Αποκλείεται, θα τη θεωρείς επικίνδυνη και θα κρατιέσαι μακριά της.

– Τζόνι, έχουμε μια αποστολή να φέρουμε εις πέρας. 

– Καλά, πάντως προλαβαίνουμε, έχουμε χρόνο! 

– Αυτό που έχουμε, είναι δουλειά. 

– Πωπω τι σπασικλάκι είσαι εσύ αδερφάκι μου. Παρόλ’ αυτα, έχεις κάτι που γουστάρω. 

– Μπροστά σου κοίτα. 

Έφτασαν στο πρώτο σπίτι κι η Ελβίνα κρατώντας τη λίστα του είπε: 

– Ο πρώτος στη λίστα είναι Αλέξης Λεοντόπουλος. Δώσ μου το πακέτο του. 

– Δε βλέπω πακέτο με τέτοιο όνομα. 

– Έλα, μην καθυστερούμε. Δώσε το δώρο του Στέλιου Στυλιανού και επιστρέφουμε πίσω στον Λεοντόπουλο μετά. 

– Ούτε τέτοιο πακέτο βρίσκω. 

– Τον σάκο με τα πακέτα για την Ελλάδα και Κύπρο, τον πήρες; 

– Ό,τι μου έδωσαν πήρα 

Η Ελβίνα κοίταξε προσεχτικά τους σάκους.

– Τζόνι. Λείπει ένας σάκος. Δεν τους πήρες όλους!

– Εντάξει, δύο χώρες μόνο είναι. Μικρό το κακό.

-ΤΖΟΝΙ.  

– Ε, τι θες να κάνουμε τώρα. Έγινε. Δεν το κανα επίτηδες.

– Δεν είναι ώρα να συζητήσουμε τι πρόθεση είχες. Πρέπει να βρούμε λύση.

– Να αρχίσουμε να μοιράζουμε τώρα και οι δύο στο γρήγορο και να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε πίσω να τον πάρουμε εγκαίρως…

– Έχω καλύτερη ιδέα. Άρχισε να μοιράζεις δώρα στις άλλες χώρες. Θα κάνω το ξωτικένιο ξόρκι εκτάκτου ανάγκης, να διακτινιστώ γρήγορα στον Βόρειο Πόλο.

Λογικά, άφησες τον σάκο έξω από το μπαρ. Θα τον βρω και θα μοιράσω το περιεχόμενό του εγώ. Δύο χώρες είναι, θα τις προλάβω, κάνε εσύ όλο τον υπόλοιπο κόσμο σωστά.

Αν βάλουμε κι οι δύο τα δυνατά μας, θα τα καταφέρουμε μαζί και μέσα στον χρόνο που πρέπει, πριν ξυπνήσουν μικροί – μεγάλοι. 

– Α ρε Ελβίνα, είσαι μαγεία. 

– Κι εσύ Τζόνι έχεις μαγεία, κι ήρθε η ώρα να την αφήσεις να βγει στην επιφάνεια!

Νέα χρονιά, νέοι στόχοι, νέα όνειρα! Τι λες;

Και κοιτάζοντας τον με ένα βλέμμα που έλεγε πολλά, το ξωτικό έφυγε να κάνει αυτό που έπρεπε κι ο γιος του Άι Βασίλη ξεκίνησε να κάνει αυτό που έπρεπε κι εκείνος.

Και εν τέλει, και τα δώρα μοιράστηκαν και όλα έγιναν και ζήσανε κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! 

ΥΓ: Well that escalated quickly, γιατί αν δεν πατήσω τώρα το κουμπί, θα με προλάβει το 2021!

Καλή χρονιά να χουμε αγαπημένοι μου!

About Author

Μοιραστείτε το :