Ο γιος του Άι Βασίλη!
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ας τον πούμε Βόρειο Πόλο, ζούσε ο Άγιος Βασίλης με τη γυναίκα του, τον εξωτικό ενήλικο γιο του κι ένα τσούρμο ξωτικά!
Τα Χριστούγεννα ήταν η καλύτερη τους, τουλάχιστον για τους πρώτους και τους τελευταίους.
Ο υιός του Άι Βασίλη πάλι, εμ, χμ, δε θα τον έλεγες παιδί – Χριστούγεννο!
«Ταχυδρόοοομοοοοος», φώναξε το μικρό ξωτικό και προσγειώθηκε απαλά στο έδαφος, έξω από το σπίτι του Άι Βασίλη, μπροστά από το γραμματοκιβώτιο, αφήνοντας δύο χιλιάδες εικοσιτέσσερις σάκους ξέχειλους γράμματα!
«Καλώς την Ελβίνα», τη χαιρέτησε η κυρία Άγια Βασίλη, που άνοιξε την πόρτα ακούγοντας τη φωνή της! «Έλα ομορφιά μου, έλα να σε φιλέψω μελομακάρονα, που είναι σαφώς καλύτερα από τους κουραμπιέδες, και μια κούπα ζεστό κακάο!»!
«Ευχαριστώ, κυρία Βασίλη, έφερα τα τελευταία γράμματα της χρονιάς!»
«Καλή μου Ελβίνα, ξεπατώθηκες φέτος κι εσύ και τα άλλα ξωτικά στο εργαστήρι. Τι τυχεροί που είμαστε που σας έχουμε!» της είπε με ευγνωμοσύνη εκείνη.
«Ήταν πολύ ιδιαίτερα Χριστούγεννα τα φετινά. Οι παραγγελίες μικρών και μεγάλων, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, τα ταχυδρομεία δούλευαν χωρίς ανάσα, τα κούριερ κλάταραν, κλικ αγουέι δε λειτούργησαν όπως έπρεπε, ένας χαμός!» παραδέχτηκε το ξωτικό.
«Ιδιαίτερη ήταν όλη η χρονιά, καλή μου, αλλά αύριο είναι μια καινούρια μέρα, που έλεγε η Σκάρλετ ο Χάρα κι ένας καινούριος χρόνος»! Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε για το καλύτερο», είπε αισιόδοξα η γυναίκα του Άι Βασίλη.
«Σωστά τα λέτε… Πώς είναι ο Άγιος Βασίλης; Καλύτερα;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Ελβίνα.
«Καλύτερα ναι, αλλά όχι καλά, ακόμα! Ήταν γερό το τράνταγμα από το ατύχημα που είχε επιστρέφοντας από το μοίρασμα των δώρων της προηγούμενης χρονιάς…», της απάντησε και αμέσως με την σκέψη αυτή μελαγχόλησε.
«Πολύ λυπήθηκα, όλοι μας…» είπε στενοχωρημένα και το ξωτικό.
«Ε, έχει αρχίσει και γερνάει ο κοκκινούλης μου… είναι δύο αιώνων άνθρωπος πια…
Είχε ξεχάσει τα γυαλιά του, δεν είδε τον διάδρομο προσγείωσης, ε, δε θέλει και πολύ για να γίνει το κακό! Άσε που ξέρεις τι λένε για τους γέρους, ή από πέσιμο ή…» γέλασε ξαναβρίσκοντας το κέφι της, όπως αρμόζει σε μια σύζυγο ενός Αγίου Βασίλη
«Και φέτος; Ποιος θα μοιράσει τα δώρα;» ρώτησε με απορία η Ελβίνα
«Χμ..» η γυναίκα του Άι Βασίλη, κοίταξε προβληματισμένη τους σάκους. «Ίσως να βγει κάτι καλό από αυτήν την περίεργη χρονιά…» μουρμούρησε.
«Δε σας καταλαβαίνω…» σχολίασε η Ελβίνα
«Αγαπημένη μου ξωτικούλα, ίσως ήρθε η ώρα να παραδώσει τα ηνία ο Άγιος Βασίλης στη νεότερη γενιά…»
«Εννοείτε… τον… γιο σας; Τον Τζόνι;» κόντεψε να πνιγεί με το μερομακάρονο που κατάπινε εκείνη τη στιγμή
«Ναι, μην παίρνεις αυτό το ύφος… Αν δεν του δείξουμε ότι τον εμπιστευόμαστε, ποτέ δε θα αποδείξει ότι είναι κι άξιος της εμπιστοσύνης μας», είπε η μητέρα του.
«Βεβαίως, απλώς λέω ότι ίσως ο Τζόνι να μην… να μην είναι έτοιμος για μια τόσο μεγάλη ευθύνη» εξέφρασε, όσο μπορούσε πιο ευγενικά, την αντίρρησή της η Ελβίνα.
«Έχεις δίκιο να χεις τις επιφυλάξεις σου αλλά πιστεύω ότι στο τέλος όλα καλά θα πάνε, θα τα καταφέρει!» είπε με περισσότερη αισιοδοξία, απ όση είχε στην πραγματικότητα, η μητέρα του.
“Αλλωστε, πρέπει να συνέλθει κάποια στιγμή, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτό , Πού θα πάει αυτή η βαλίτσα;, έκανε ρητορική ερώτηση με έναν μικρό εκνευρισμό. Χάιδεψε λίγο τα γατάκια της Το πεπί και τον Αρίστος και Τζωρτζίνα και ξαναηρέμησε στη στιγμή.
«Μη με παρεξηγείτε κυρία Βασίλη. Ξέρω τον Τζόνι, έχει καλή καρδιά απλώς, σαν… σαν να βρίσκει μια δυσκολία στο να κάνει το σωστό, δε φιλτράρει λόγια και πράξεις», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Ίσως αν είχε την κατάλληλη παρέα, να τα κατάφερνε
καλύτερα», της απάντησε εκείνη.
«Τι εννοείτε;»
«Τίποτα κορίτσι μου! Κάνε μου μια χάρη σε παρακαλώ, πετάξου γλυκιά μου να του δώσεις αυτό το γράμμα και πήγαινε να ξεκουραστείς!» είπε η κυρία Βασίλη.
«Ποιο γράμμα;» απόρησε για ακόμα μία φορά η Ελβίνα. Πολύ μυστήρια είναι σήμερα η κυρία Βασίλη, σκέφτηκε από μέσα της.
«Ναι, μισό λεπτό παρακαλώ!», είπε η κυρία Βασίλη και χτυπώντας τα δάχτυλά της, εμφανίστηκε μια πένα! Έπιασε μια χιονονιφάδα από τον ουρανό και γράφοντας πάνω της, το Άσπρο χαρτί παίρνει ζωή
Δίνοντάς το στην Ελβίνα της είπε:
«Πέτα τώρα σαν αερικό και δώσ’ του το! Πάω κι εγώ να βοηθήσω με λίγη ακόμα μαγεία τα ξωτικά στο εργαστήρι να ετοιμάσουν τις ευχές και τις παραγγελιές από τους σάκους που έφερες!» και με αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε από μπροστά της.
Η Ελβίνα πέταξε στη στιγμή στο μπαρ «το ναυάγιο», πολύ ήξερε ότι σύχναζε ο γιος του Άι Βασίλη. Γκλιν Γκλον χτυπήσανε τα καμπανάκια που υπήρχαν στην πόρτα, με το που την άνοιξε.
«Καλώς την Ελβίνα! Το πας το γράμμα; ΧO XO XO, που θα λεγε κι ο γέρος μου», την υποδέχτηκε ο Τζόνι με μία κρυάδα.
Η Ελβίνα κοίταξε τον ψηλό και γεροδεμένο άντρα. Θυμήθηκε ότι παλιά ήταν MVP στον Ο Αθλητισμός Είναι Πολύ Κουλ .
Ακόμα και καθιστός στο σκαμπό του μπαρ, φαινόταν θεόρατος μπροστά της. Αντιστάθηκε με δυσκολία να μην του κοπανήσει το κεφάλι.
«ΦΦΦ, απορώ πώς από τον υπέροχο Άγιο Βασίλη και την γλυκιά κυρία Βασίλη, βγήκες εσύ!» Του απάντησε ξεφυσώντας.
«Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι ρόδο, έτσι δε λένε οι naughty or nice αγαπημένοι σας άνθρωποι;»
«Απορώ που ξέρεις ακόμα και σαν λέξη το nice», του είπε περιφρονητικά.
«Το naughty έχει μεγαλύτερη πλάκα. Αν είναι να είσαι πρόβατο, καλύτερα να είσαι μαύρο και τα σχετικα», της απάντησε αυτός.
«Είμαι σίγουρη ότι σε βολεύει πολύ αυτή η θεωρία».
«Ελβινάκι, τι θες στο μπαρ μου; Έλα, κάτι θέλεις. Να πω «αλεύρι»;» τη ρώτησε με ύφος «έλα να τελειώνουμε».
«Η μαμά σου σε γυρεύει», του είπε και του έδωσε τη χιονονιφάδα- γράμμα.
«Καλά πλάκα μου κάνει. Θέλει να μοιράσω ΕΓΩ τα δώρα», του έφυγε το μεθύσι στη στιγμή, τόσο του πήρε για να το διαβάσει.
«Και εγώ απόρησα, που σε θεωρεί άξιο για κάτι τέτοιο » σχολίασε η Ελβίνα
«Εεεεε….» ψέλλισε εκεινος που είχε σοκαριστεί με αυτό που του ζήτησε η μητέρα του.
«Εξ και δύο οχτώ, που έλεγε κι η γιαγιά Ξωτικένια! Άστα «εεεεεε» και το ποτήρι κάτω, θα χεις μεγάλη νύχτα απόψε και καλό θα ήταν να μην οδηγείς μεθυσμένος», τον μάλωσε η Ελβίνα.
«Γιατί θα με σταματήσει η τροχαία του διαστήματος;» την ειρωνεύτηκε αυτός.
«Μπα, λυπούνται τον καημένο τον πατέρα σου. Απλώς σου θυμίζω, ότι την τελευταία φορά που οδήγησες μεθυσμένος έπεσες με φόρα πάνω στον καημένο τον Πλούτωνα και τον εκσφενδόνισες στην άλλη άκρη του γαλαξία. Τώρα πια δε θεωρείται καν πλανήτης», του είπε με θυμό εκείνη, στέλνοντας νοερά χαιρετίσματα στο Το διάστημα είναι πολύ κουλ
«Τόσο μικρός που είναι, κακώς που θεωρήθηκε πλανήτης εξαρχής. Πού να τον δω τη μισοριξιά» δικαιολογήθηκε εκείνος.
«Ναι, βέβαια, ο Πλούτωνας φταίει που βρέθηκε στις ρόδες της αστρόμηχανής σου, όχι εσύ», τον ειρωνεύτηκε και εκείνη, με τη σειρά της.
«Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δουλειά μου να μοιράζω δώρα και σίγουρα μπορώ να σκεφτώ καλύτερους τρόπους να περάσω το βράδυ μου. Έπειτα, δε συμφωνώ με τη φιλοσοφία, γενικότερα. Μοιρασιά δώρων μόνο σε όσους έχουν την ταμπέλα «καλό παιδί». Σε αυτούς μπορώ να πάω από μία πάστα», τελείωσε την επιχειρηματολογία του, γελώντας. Είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.
Αναμενόμενο, σκέφτηκε η Ελβίνα. Έπρεπε να τον πείσει, δεν μπορούσε να αντέξει την σκέψη ότι η κυρία Βασίλη και ο ίδιος ο Άγιος, θα ήταν στενοχωρημένοι και απογοητευμένοι. Και πέρα από αυτούς, ήταν και οι άνθρωποι που ήλπιζαν στην μαγεία των Χριστουγέννων.
«Τι Ιστορίες για αγρίους λες ρε Τζόνι;» του είπε πιο μαλακά. «Τζόνι, Go Johnny go go Johnny B. Goode…Κάν’ το για τη φουκαριάρα τη μαμά σου», προσπάθησε να τον ρίξει στο φιλότιμο, που κάπου βαθιά μέσα του, το ένιωθε, ότι υπήρχε.
«Δε νομίζω, θα της το χαλάσω το χατίρι, εκτός αν…», σταμάτησε να μιλάει και την κοίταξε έντονα.
«Αν;» τον ρώτησε.
«Αν έρθεις μαζί μου».
«Πλάκα κάνεις!» του απάντησε.
«Καθόλου. Με σένα, θα το έκανα. Αλλιώς, μόνο η σκέψη να οδηγώ από σπίτι σε σπίτι…Πφ.. Εσύ είσαι ετοιμόλογη για ξωτικό, ιδιαιτέρως έξυπνη θα έλεγα, μου αρέσει που μου τη λες και δε μου τη χαρίζεις. Έχεις προσωπικότητα, με κάνεις να μη βαριέμαι», είπε, περισσότερο μιλώντας στον εαυτό του, παρά σε εκείνη.
«Επίσης, είσαι ταχυδρόμος, ξέρεις διευθύνσεις και ονόματα, θα τελειώσουμε γρήγορα. Θα σε περιμένω με τη μηχανή αναμμένη, θα τα μοιράσουμε σε χρόνο ντε τε! Σκέψου το, έχεις λίγες ώρες μέχρι το ταξίδι», συμπλήρωσε.
«Με τη μηχανή, είπες;» τον ρώτησε εκείνη, νομίζοντας ότι δεν έχει ακούσει καλά.
«Ε, με τι; Με το έλκηθρο; Σου μοιάζω για Άγιος Βασίλης;» ρώτησε με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα εκείνος.
«Ω, σίγουρα όχι! Καμία σχέση με τον Άγιο μας Βασίλη», του είπε εκείνη με ένα ύφος που έλεγε πολλά. «Αλλά οι σάκοι με τα δώρα;» τον ρώτησε.
«Στην μπαγκαζιέρα πίσω. Έλα θα σου δώσω και κράνος! Εύχομαι να χωράνε μέσα αυτά τα μικρά χαριτωμένα αυτάκια!» γέλασε εκείνος.
«Τώρα τι να σου πω…» του απάντησε εκείνη με βλέμμα που σκότωνε.
«Τίποτα να μη μου πεις! Σε πειράζω! Μου αρέσουν τα πεταχτά αυτάκια σου, τους έχω αδυναμία!»
«Α, καλά…», του απάντησε, μην ξέροντας πώς να αντιδράσει σε αυτό το σχόλιο! Έκανε μια νοερή σημείωση να το πει στον Άκου τι είπε ο ψυχολόγος μου!
«Εεεελα, βάλε λίγο σασπένς στη ζωή σου, μικρή ρουτινολάτρα… Άλλωστε, απ΄ ότι γνωρίζω δε σε περιμένει κανένας ξωτικούλης σπίτι! Είναι απλό: Θες να πάρουνε οι άνθρωποι δώρα; Ναι ή ου;» της έκανε την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ.
«Εσύ αποφασίζεις, που λέει και μια ανθρώπινη τηλεοπτική εκπομπή!». Ξαφνικά, είχε πολλή όρεξη! Το αρχικό σοκ είχε δώσει στη θέση του ένα διaolεμένο κέφι!
«Θα έρθω. Μόνο για να μη απογοητευτούνε οι γονείς σου», του απάντησε γρήγορα, πριν το σκεφτεί και το μετανιώσει εκείνη.
Άλλωστε είχε πάρει διαπαιδαγώγηση από τους Παιδαγωγοί με ενσυναίσθηση, το νιωθε ότι ο Τζόνι δεν ήταν κακός. Κάπου το χε χάσει στην πορεία, αλλά ήταν καιρός να το ξαναβρεί, όπως είχε υπονοήσει η κυρία Άγια Βασίλη. Τι υπονοήσει δηλαδή, ξεκάθαρα το είχε πει. Και θεωρούσε την ίδια καλή επιρροή.
«Ωραία! Στις 12 παρά ένα ραντεβού εδώ, στο μπαρ. Μην αργήσεις. Όταν χτυπήσουν Μεσάνυχτα, η μαγεία θα πρέπει να χει ήδη ξεκινήσει και τα μισά δώρα να βρίσκονται στον προορισμό τους!» της αποκρίθηκε.
«Καλά το πας», του απάντησε χαμογελώντας.
Λίγες ώρες αργότερα, έξω από το μπαρ, δώδεκα παρά ένα ακριβώς, ο Τζόνι την είδε να έρχεται. Τα λυτά της μαλλιά στόλιζαν κρυστάλλινα στολίδια και τα αυτάκια της τα χε κρύψει κάτω από ένα όμορφο σκουφί.
«Ήρθες! Έδινα ένα μεγάλο ποσοστό να μην εμφανιστείς, Αλλά ένα ξωτικό δε θα μπορούσε παρά να σώσει τη μαγεία στη ζωή των ανθρώπων, έτσι δεν είναι;», της χαιρέτησε και πίνοντας μια τελευταία γουλιά από το ποτήρι που κρατούσε το άφησε κάτω κι έπιασε το κράνος του.
«Πάλι πίνεις;» τον μάλωσε εκείνη.
«Ηρέμησε γκεστάπο! Αναψυκτικό είναι», γέλασε αυτός.
«Θέλω να προσέχεις, ήρεμα στο δρόμο, μακριά από άστρα και κομήτες, να αφήσουμε τα δώρα, όπως πρέπει, να βγάλουμε ασπροπρόσωπο τον Άι Βασίλη», του έδωσε οδηγίες ελαφρώς αγχωμένη από την τόσο σημαντική αποστολή που είχαν αναλάβει.
«Πιο άσπρο και από τη γενειάδα του, το υπόσχομαι! Βγάλε το Τσεμπέρι που φοράς, αλλιώς δε θα εφαρμόσει καλά το κράνος , της εξήγησε. Ανέβα και κρατήσου γερά!», πρόσθεσε.
Η Ελβίνα έπιασε τα μακριά μαλλιά της σε μια κοτσίδα, και έκανε όπως της είπε.
Με την άκρη του ματιού της τον είδε να κοιτάζει ένα χαρτί και να τοποθετεί με μια γρήγορη κίνηση έναν έξτρα σάκο στην μπαγαζιέρα. Δεν τον είχε κλείσει καλά και μπόρεσε να δει ότι μέσα υπήρχαν πακέτα με διαφορετικό περιτύλιγμα, από αυτό που συνήθιζαν να κάνουν τα ξωτικά.
Στη συνέχεια, έβαλε το χαρτί στο μπουφάν του κι ανέβηκε στην αστρομηχανή του.
Ανεβαίνοντας κι εκείνη πίσω του, πιάνοντας τον, έβαλε επιδέξια τα κρινοδάχτυλα της στη τσέπη του και έβγαλε το χαρτί. «Νaughty» έγραφε πάνω.
Είχε ετοιμάσει δώρα και για τα άτακτα παιδιά. Η Ελβίνα χαμογέλασε. Είναι καλόψυχος, το ‘ξερα!
Έπιασε τον Τζόνι σφιχτά, κολλώντας το σώμα της στην πλάτη του. Για να είναι ασφαλής, επειδή εκείνος θα έτρεχε, θα ταξίδευαν με την ταχύτητα του φωτός. Λόγω ταχύτητας δηλαδή, όχι για άλλο λόγο.
Με τα χέρια της ένιωσε το δυνατό του στέρνο και νιώθοντας μια άνευ λόγου ταραχή, έστρεψε την προσοχή της στη βροχή των άστρων που ξέσπασε λίγο παραδίπλα!
Το θαύμασε για ακόμα μία φορά, πανέμορφο θέαμα, σκέφτηκε, όσες φορές κι αν το έβλεπε, ποτέ δεν το χόρταινε!
«Θες να σε πάω μια γρήγορη βόλτα γύρω από τη μαύρη τρύπα; Έχεις πλησιάσει ποτέ; Αποκλείεται, θα τη θεωρείς επικίνδυνη και θα κρατιέσαι μακριά της», ρώτησε και απάντησε μόνος του.
«Τζόνι, έχουμε μια αποστολή να φέρουμε εις πέρας», του υπενθύμισε να μείνουν στο σωστό το μονοπάτι, που βρίσκει το καλό το παλικάρι.
«Καλά, πάντως προλαβαίνουμε, έχουμε χρόνο!» δεν παρέδωσε τα όπλα τόσο εύκολα εκείνος.
«Αυτό που έχουμε, είναι δουλειά» του απάντησε αυστηρά.
«Πωπω τι σπασικλάκι είσαι εσύ αδερφάκι μου. Ωστός, γουστάρω που είσαι μπόσι!», υποχώρησε εκείνος.
«Μπροστά σου», του φώναξε η Ελβίνα, περνώντας ξυστά από ένα πεφταστέρι.
«Επίτηδες πλησίασα τόσο κοντά για να κάνεις μια ευχή» γέλασε εκείνος.
«Προσγειώσου στην Ευρώπη, να ξεκινήσουμε από κει» , του απάντησε εκείνη, προσηλωμένη στον σκοπό τους.
Έφτασαν στο πρώτο σπίτι κι η Ελβίνα κρατώντας τη λίστα, του είπε:
«Πρώτη στη λίστα είναι η Έφη Φωτεινού . Δώσ’ μου το πακέτο της. Είναι αυτό που ετοίμασε Το κλωστοσκούφι».
«Δε βλέπω πακέτο με τέτοιο όνομα».
«Έλα, μην καθυστερούμε. Βρες το δώρο του Στέλιου Στυλιανού και επιστρέφουμε αργότερα στην Φωτεινού.
«Ούτε αυτό το βλέπω».
«Πήρες τον σάκο με τα πακέτα για την Ελλάδα και Κύπρο;» τον ρώτησε νιώθοντας τον πανικό να έρχεται καλπάζοντας!
«Ό,τι μου έδωσαν πήρα. Αυτός εκεί πίσω ποιος είναι;»
Η Ελβίνα κοίταξε προσεχτικά τους σάκους. « Τζαπανέσκ – Η Ιαπωνία είναι σούπερ γράφει, οπότε όχι, εκτός αν η Ιαπωνία είναι στην Ευρώπη! Λείπει ένας σάκος. Δεν τους πήρες όλους!»
«Εντάξει, δύο χώρες μόνο είναι. Μικρό το κακό».
«ΤΖΟΝΙ!».
«Ε, τι θες να κάνουμε τώρα. Έγινε. Δεν το κανα επίτηδες!»
«Δεν είναι ώρα να συζητήσουμε τι πρόθεση είχες. Πρέπει να βρούμε λύση!».
«Να αρχίσουμε να μοιράζουμε τώρα και οι δύο στο γρήγορο και να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε πίσω να τον πάρουμε εγκαίρως…», πρότεινε εκείνος.
«Έχω καλύτερη ιδέα. Άρχισε να μοιράζεις δώρα στις άλλες χώρες. Θα κάνω το ξωτικένιο ξόρκι εκτάκτου ανάγκης, να διακτινιστώ γρήγορα στον Βόρειο Πόλο!
Λογικά, άφησες τον σάκο έξω από το μπαρ. Θα τον βρω και θα μοιράσω το περιεχόμενό του εγώ. Δύο χώρες είναι, θα τις προλάβω, κάνε εσύ όλο τον υπόλοιπο κόσμο σωστά.
Αν βάλουμε κι οι δύο τα δυνατά μας, θα τα καταφέρουμε μαζί και μέσα στον χρόνο που πρέπει, πριν ξυπνήσουν μικροί – μεγάλοι!»
«Α ρε Ελβίνα, είσαι μαγεία», της είπε με ανυπόκριτο θαυμασμό.
«Κι εσύ Τζόνι έχεις μαγεία, κι ήρθε η ώρα να την αφήσεις να βγει στην επιφάνεια!», του είπε μαλακωμένη κι εκείνη. «Νέα χρονιά, νέοι στόχοι, νέα όνειρα! Τι λες;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας τον με ένα βλέμμα που έλεγε πολλά. Στη συνέχεια γύρισε την πλάτη της κι έφυγε να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει!
Κι αν αναρωτιέστε, κι ο Τζόνι, τα κατάφερε μια χαρά!
Και τέλος καλό όλα καλά, όπως σε όλα τα παραμύθια, ζήσανε κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Και εν τέλει, και τα δώρα μοιράστηκαν και όλα έγιναν και ζήσανε κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
ΥΓ: Well that escalated quickly, γιατί αν δεν πατήσω τώρα το κουμπί, θα με προλάβει το 2021!
Καλή χρονιά να χουμε αγαπημένοι μου!